Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” από τον Γιώργο Φράγκο, Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον» γράφτηκε το 1985, αλλά εκδόθηκε σε βιβλίο μετά θάνατον, μόλις το 2013. Μακάρι σταδιακά να δουν το φως της δημοσιότητας όλα τα ανέκδοτα έργα του μεγάλου μας ποιητή. Να μην μείνει καμιά πτυχή και κανένα μέρος του έργου του αθέατο. Έχουμε ανάγκη, αισθητική και πολιτισμική, του συνόλου του έργου του. Και αυτή η ανάγκη θα εκτείνεται στο βάθος του μέλλοντα χρόνου.
Στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος δεν μιλά για όσα συμβαίνουν γύρω του, ίσως και με τη συμμετοχή του. Μιλά για τα όσα συμβαίνουν μέσα του, ενδεχομένως και παρά τη θέλησή του. Δεν είναι μια συλλογή – κοινωνική έπαλξη, όπως τα πλείστα έργα του, αλλά μια συλλογή ενδοσκόπησης και εκμυστήρευσης προς
τον αναγνώστη των βαθιών προσωπικών προβληματισμών του. Όπως, πολύ εύστοχα, σημειώνει και ο Ελλαδίτης κριτικός λογοτεχνίας Ηρακλής Κακαβάνης, στον ιστότοπο «poiein.gr», στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος «κυρίως παρουσιάζει συμβάντα της εσωτερικής του ζωής. Εκμυστηρεύεται σκέψεις και συναισθήματα. Εξομολογείται. Πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, θέλει να μιλήσει για όλα όσα
συμβαίνουν μέσα του. Για τις ανάγκες και τα συναισθήματα του καθημερινού ανθρώπου». Θα πρόσθετα πως σ’ αυτή τη συλλογή ο Ρίτσος αποποιείται υποσυνείδητα, ενδεχομένως και ενσυνείδητα, -έστω προσωρινά και
για λίγο- τον ρόλο του ποιητή-συμβόλου για τους αγώνες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Ίσως αυτή η οπτική να συνέτεινε και στην απόφασή του να αφήσει στο συρτάρι του αυτά τα ποιήματα.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή «Υπερώον» έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τις πρώτες πολιτικές διώξεις που έχει υποστεί και την πρώτη εξορία του το 1948. Ωστόσο, εκείνα τα βιώματα συνεχίζουν να καθορίζουν την τέχνη του, εκείνες οι μνήμες ορίζουν το είναι του, η λήθη τον τρομάζει και τον ταλανίζει. «Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα, / σημαδεμένοι τοίχοι- /
πόσοι εκτελεσμένοι. / Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους, / απ’ τα πουκάμισά τους, / μαζεμένα / σ’ ένακουτίσιδερένιο, / κουδουνίζουν τις νύχτες. / Ράβω, ξεράβω στίχους / να τους κουμπώσω ως το λαιμό / μη μου κρυώσουν,
/ μη και μου ξεχαστούνε, / μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ». (σελ. 54)
Όσο και να τον τρομάζει όμως η λήθη, άλλο τόσο τον απασχολεί ως αντικείμενο αι
σθητικής μετάπλασης. «Δε θέλω να θυμάμαι τους νεκρούς -είπε- / θα μπω ν’ αγοράσω / εκείνο το ουρανί πουκάμισο / με τα μικρά στιλπνά, φιλημένα κουμπιά του». (σελ. 46)
Η ανάγκη του ποιητή να είναι απλά, απέριττα, εντελώς αφτιασίδωτα και χωρίς καμιά ανάσχεση, ο εαυτός του, μακριά από κάθε έννοια καθωσπρεπισμού, ιδεολογικού, κοινωνικού ή άλλου, σκιαγραφείται μέσα από το ποίημα «Υπερώον» απ’ όπου πήρε τον τίτλο της ολόκληρη η συλλογή. Το ίδιο ποίημα θεωρώ πως είναι συνάμα κι ένας ύμνος στο μεδούλι, στην ουσία των πραγμάτων, πέρα από
τα όποια φτιασιδώματα, πάνω από την όποια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πέρα και πάνω από το όποιο σκηνικό των δρώμενων. Παραθέτω το ποίημα εξ ολοκλήρου: «Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον / στα σκοτεινά. / Η αυλαία ολάνοιχτη. / Εργάτες της σκηνής, / φροντιστές, ηλεκτρολόγοι / ξεστήνουνε τα σκηνικά, / μετέφεραν στο υπόγειο/ ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, / σβήσαν τα
φώτα, / έφυγαν, / κλείδωσαν τις πόρτες. /
Σειρά σου τώρα, / χωρίς φώτα, / χωρίς σκηνικά και θεατές / να παίξεις εαυτόν». (σελ. 22)
Στο ίδιο ποίημα φρονώ ότι παράλληλα υφέρπει και μια υπόγεια μομφή κατά της υποκριτικής ως υποκρισίας, υπό την έννοια της ανειλικρίνειας.
Στο ποίημα «Διαιτησία» (σελ. 27) έχω την εντύπωση ότι ο Ρίτσος ψέγει τις ακρότητες, τις ακραίες τοποθετήσεις, το φανατισμό, τοποθετώντας εαυτόν κάπου στη μέση, επιτηρητή του μέτρου, και χρησιμοποιώντας αλληγορικά ένα άθλημα: « …στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι / και των δυο παρατάξεων, κραυγάζοντας / γρονθοκοπούσαν τον Διαιτητή. / Διαιτητής / ήμουν εγώ. Κι έτσι
/ με ματωμένο στόμα, γνώρισα (και το ’πα) πως είχα απόλυτα δίκαιο».
Όμως ο Ρίτσος, κυρίως στα έργα που έγραψε σε ώριμη ηλικία, προσδιορίστηκε
πρωτίστως ως ο ποιητής της ψυχικής ανάτασης, της προσδοκίας, του ευτυχέστερου μέλλοντος, της ελπίδας πως θα χαράξει κάτι καλύτερο και φωτεινότερο για τον Άνθρωπο.
Αυτή τη στρατηγική υπηρετούν και οι στίχοι:
«Ξυλοκόποι – / σκοτωμένα δέντρα. / Κυνηγοί- / σκοτωμένα πουλιά. / Ο αυλητής φυσάει στο καλάμι / όλη την ανάσα. / Και να, το δάσος, / να, τα πουλιά». (σελ. 21)
Γενικά, η μαεστρία του Ρίτσου να ξεχωρίζει και να αναδεικνύει το ωραίο και συνάμα να δημιουργεί ελπίδες, προοπτικές, προσδοκίες, ένα αίσθημα ανάτασης και προσμονής στις καρδιές των αναγνωστών του, σε όσους
παθιάζονται με την ποίηση του, είναι απαστράπτουσα και σε αυτή τη συλλογή: «Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, / σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια, / τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους / ένα μικρό λουλούδι κίτρινο, / σαν άστρο παραμελημένο, / έχει
αναλάβει να πληρώσει / όλα τα σπασμένα…».
(σελ. 49) Πόσο παραπέμπει αυτή η εικόνα στη γνωστή ρήση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»…
Ολοκληρώνω την παρουσίαση με την εξής επισήμανση: Ζώντας στους ειρηνικούς καιρούς της μεταπολίτευσης, αλλά και στους χρόνους της αλλοτρίωσης και διάβρωσης των ανθρώπινων αξιών, ο Ρίτσος ήταν αδύνατο να παρακολουθεί απαθής τη στρέβλωση των αρχών και των ιδανικών, την αντιστροφή και ανατροπή των οραμάτων με τον ωφελιμισμό, τον κομφορμισμό, την κιβδηλότητα και ούτω
καθ’ εξής: «Σαν φτάσαμε στα σύνορα / μας σταμάτησαν. / Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα. / Εμείς δεν περάσαμε». (σελ. 58)