Ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα είναι να μιλήσεις για την ποίηση.
Πάντα διακατέχεσαι από το συναίσθημα του δέους.
Μήπως πεις περισσότερα από όσα χρειάζεται.
Η πάλι μήπως πεις λιγότερα από όσα πρέπει.
Και αυτό το συναίσθημα δεν το λύνει ούτε η γνώση ούτε η δημοσιογραφική εμπειρία.
Και όταν πρόκειται για τον Γιάννη Ρίτσο αυτό το συναίσθημα θα συνοδεύει την κάθε σου λέξη.
Γιατί για να μιλήσεις για το Ρίτσο θα πρέπει να μιλήσεις για τον άνθρωπο, για τα βάσανα του και τα όνειρά του.
Και για να μιλήσεις για τον άνθρωπο θα πρέπει να τον έχεις αγαπήσει όπως τον αγάπησε ο Ρίτσος.
Με όλη σου την καρδιά.
Για να μιλήσεις για τον Ρίτσο θα πρέπει να έχεις στον νου σου την ιστορία της πάλης των τάξεων γιατί η ποίηση του Ρίτσου βρέθηκε πάντα παρούσα στις κορυφαίες στιγμές της.
Έτσι δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την ποίηση αυτή σε πολιτική, ερωτική, υπαρξιακή.
Είναι σαν να μιλάς για το μυαλό και να αγνοείς την καρδιά. Σαν να μιλάς για τα δάκτυλα και να αγνοείς την παλάμη.
Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις το σύννεφο και να μην δεις την καταιγίδα που φέρνει. Να επικεντρωθείς στο σεληνόφως και να μην δεις την ανυπότακτη πολιτεία.
Γιατί δεν γίνεται να ξεχωρίσεις την αναπνοή του Ρίτσου από τα κοινωνικά γεγονότα.
Για αυτό είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον Ρίτσο παρά μόνο αν τον πλησιάσεις με την καρδιά σου. Και είναι αυτός ο δρόμος, ίσως ο μόνος δρόμος για να φτάσεις την υψηλή τέχνη.