Στιγμές του Αχιλλέα της Ιλιάδας και του επικού κύκλου, στην ποίηση του «υποψιασμένου» Γιάννη Ρίτσου… – Του Δημήτρη Χίου

Στιγμές του Αχιλλέα της Ιλιάδας και του επικού κύκλου, στην ποίηση του «υποψιασμένου» Γιάννη Ρίτσου…

[που γεννήθηκε σαν σήμερα, Πρωτομαγιά του 1909 μαζί με την Ποίηση, τον Έρωτα και την Επανάσταση]…

Λησμόνησα πότε ακριβώς ξεπρόβαλε στη μνήμη μου, αλλά έχει καμμιά σημασία;
Ήταν μάλλον την εποχή της άδολης παιδικής αθωότητας… την εποχή πριν το «σφάλμα», το «πάθος» και την «αμαρτία»… πριν την οργή, την βία και το έγκλημα, αλλά έχει καμμιά σημασία;

Ήταν μιά νοσταλγία… κι αυτή ακόμη ακαθόριστη, εφήμερη, που εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως, κι αυτόν που μιλούσε δεν τον έβλεπα… όπως δεν με έβλεπε κι αυτός… αλλά από τότε αχνοφαίνονταν ότι θα ήταν ο κυρίαρχος… και μου έδωσε σε ολοκληρωμένο σώμα, αυτή την κατοπινά ταραγμένη ψυχή που την ύφαναν ακατανόητα μοτίβα, αλλά έχει καμμιά σημασία;

Ήταν μια νοσταλγία… κι αυτή ακόμη δίχως ράμματα, δίχως κατάγματα και ανοιχτές πληγές που κακοφόρμισαν…

Ήταν μιά νοσταλγία των παιδικών μας χρόνων της αθωότητας… των παιχνιδιών στο βουνό και στα περιβόλια, του κυνηγητού των πουλιών με την σφεντόνα, τότε που ξεδιψούσαμε στα ορμητικά τρεχούμενα ρυάκια, που τσαγκουρνάγαμε τα πόδια μας στις αγριοβατομουριές, τότε που κολυμπούσαμε άφοβα και ανέμελα στην άγρια θάλασσα της δωδεκαπολίτισας Ιωνίας… πότε μόνοι μας, πότε αγκαλιά με τα δελφίνια της… σ΄ εκείνη τη θάλασσα που ο αγέρας της γλώσσας της ετοιμαζόταν να φουσκώσει τα ομηρικά πανιά… [και πολλούς αιώνες αργότερα αυτή η ίδια φουρτουνιασμένη σαμιακή ιωνική θάλασσα, φούσκωνε τα ποιητικά πανιά του Γιάννη Ρίτσου]…

Να η ποιητική προσημείωση του Γιάννη Ρίτσου:

Πρώτη ηδονή

Περήφανα βουνά, Καλλίδρομον, Οίτη, Όθρυς,
κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα κι ελαιώνες,
εδώ έχουν στήσει λατομεία, η θάλασσα τραβήχτηκε,
δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκοίνων
και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους. Μεγάλο,
κατερχόμενο βράδυ. Εκεί, στην όχθη, ο Αχιλλέας,
ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη, δένοντας τα σανδάλια του,
ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή, καθώς κράτησε
στη φούχτα του τη φτέρνα του. Για λίγο αφαιρέθηκε
κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγεις των νερών. Ύστερα
μπήκε στο σιδεράδικο και παράγγειλε την ασπίδα του, –
ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα, τις σκηνές, το μέγεθος.
[από την συλλογή «Μαρτυρίες Β΄» – Ποιήματα Θ΄ σ. 272]

Αίφνης, χωρίς καμμιά προειδοποίηση η νοσταλγία έγινε παρουσία… ξεπρόβαλαν ο Πηλέας και η Νηρηίδα Θέτις και πρόσφεραν στην τσογλανοπαρέα μας τον Αχιλλέα… ένα μπουκλοτόμαλλο μωρό μερικών ημερών, ατιθάσευτο από τότε… που έτρεξε σαν αστραπή τον χρόνο της παιδικότητας, μας έφτασε και μας προσπέρασε… αναρωτηθήκαμε αν αυτό το ωκύποδο πλάσμα ανήκε σε άνθρωπο ή σε σαρκοβόρο, λιοντάρι ή λύκο… κοιταχτήκαμε άφωνοι αλλά καταλάβαμε ότι ο μύθος του, αυτή η αέναη φλόγα που φούντωνε, έτρεχε να προφθάσει, παρά τις σοφές προειδοποιήσεις ότι έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα, την Ουλομένην Μήνιν του… γιατί πάρα πολλούς αιώνες πριν τον Αντρέ Μπρετόν, ο γερο – Όμηρος επινοεί την εκρηκτική – ακινησία σαν ένα σημάδι μιάς ανυπέρβλητης ομορφιάς και την αποκαλεί έτσι ακριβώς: «μήνιν»… και τούτη η μήνις είναι τόσο τρομακτική όσο ακριβώς και η ορμή που συσσωρεύει… μετά εννιά χρόνια ή 18 ραψωδίες ο Αχιλλέας θα σηκωθεί πάλι με πολλαπλασιασμένη από την ακινησία ένταση και λύσσα… η έκρηξη ετοιμάζεται…

Εδώ έρχεται η ποιητική μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου:

Η μήνις

Έκλεινε τα μάτια στον ήλιο.
Έβρεχε τα πόδια του στη θάλασσα. Πρόσεξε
πρώτη φορά την έκφραση των χεριών του.
Μιά κρυφή κούραση
φαρδιά σαν την ελευθερία. Απεσταλμένοι
πήγαιναν κι έρχονταν, φέρνοντας δώρα και υποσχέσεις,
τάζοντας τίτλους και λάφυρα ανώτερα. Αυτός, αμετάπειστος,
παρατηρούσε ένα καβούρι ν΄ ανεβαίνει τρεκλίζοντας σ΄ ένα χαλίκι
αργά, καχύποπτα, κι ωστόσο επίσημα, σα ν΄ ανηφόριζε την αιωνιότητα.
Δεν ξέραν πώς η μήνις ήταν απλώς ένα πρόσχημα.
[από τη συλλογή «Μαρτυρίες Β΄» – Ποιήματα Θ΄ σ. 272]

Θα σηκωθεί, λοιπόν, μετά 18 ραψωδίες… και ολοένα τρέχοντας, θα καταλήξει στην καταστροφή και από εκεί στην αιωνιότητα, από ένα προδοτικό βέλος του θεού Απόλλωνα… που του το φύλαγε από τότε που ο ημίθεος απείλησε, κατά τον Κόϊντο τον Σμυρναίο, τον θεό τότε που αυτός προσπαθούσε να του κλείσει τον δρόμο καθώς ο Αχιλλέας θολωμένος από την οργή, κυνηγούσε λυσσασμένα γύρω απ΄το τρωικό κάστρο να ξεκάνει τον Έκτορα, κραυγάζοντας «ψυχή βαθειά»…

Ακόμη και θανάσιμα πληγωμένο, πάλι ο Κόιντος ο Σμυρναίος τον περιγράφει να συνεχίζει να τρέχει, ουρλιάζοντας εναντίον των θεών… την ώρα που σφαγιάζονταν σαν τον θάνατο ενός άγριου ζώου, στροβιλιζόμενος σαν μέσα σε μία αποκαλυπτική έκρηξη, σαν μπάλα κυλιόμενης φωτιάς που κατρακυλούσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και απειλούσε να πυρπολήσει το σύμπαν στο ψυχορράγημά του… αυτή την υπεροψία και ασέβειά του, ο γιός της Θέτιδας την πλήρωσε πολύ ακριβά, αλλά το στήθος του φούσκωσε περήφανα άθικτο και απέριττο στις παρυφές των δύο κόσμων που τον έριξε η μοίρα, στον Μύθο που έδινε ταυτόχρονα μιά πένθιμη απόχρωση στο δειλινό, και στην Λογοτεχνία που αχνορόδιζε… όμως, η κατακτημένη από τότε αθανασία του, ρίχνει ένα φως στη γη και καταλήγει να γίνει η δίκαιη τιμωρία μας… η τιμωρία της μικροαστικής μας νοοτροπίας του διαρκούς εφησυχασμού…

Μας πλησιάζει ολοταχώς ένας ακούραστος δρομέας μπροστά από μια γιγάντια σκιά… είναι η νιότη παρέα με τον θάνατο… ωκύμορος… και δεν έρχεται να μας ζητήσει λογαριασμό ή να το ρίξει στη φιλοσοφική ανάλυση για το πόσο μάταια είναι όλα, αφού ο θάνατος είναι τόσο βέβαιος που βυθίζει τα πάντα, ανθρώπους και πράγματα…
Σκέφτηκα πως ο Αχιλλέας είχε τον λόγο του να τρέχει πίσω από την αθάνατη ζωή, να τρέχει μπροστά ακόμη κι από αυτόν τον ίδιο τον Όμηρο, για να ζήσει περισσότερο και πιό όμορφα απ΄ ό,τι στο όνειρο μιάς ζωής μέσα στην ασημαντότητα, μιάς ζωής που πεθαίνεις για πάντα και ολοκληρωτικά… ίσως από τότε είχε διακρίνει την διαφορά μεταξύ ζωής και βίου… με αυτές τις συνθήκες άρχισε να τρέχει για να ριχτεί στο γρήγορο βίο… και έστω νεκρός, αλλά παντοτινά στον ποιητικό λόγο…

Έφερα τον εαυτό μου στην θέση του… κι αναρωτήθηκα, αν προτιμούσα να σέρνομαι, να σουλατσάρω, να περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί, να πηγαίνω σημειωτόν ή να τρέχω κι εγώ ασταμάτητα… Μα ήδη, ήμουν μακρυά του, αλλά ξανά στην αρχή και δεν αισθανόμουν κουρασμένος… το δικό μου τρέξιμο [που σε καμμιά περίπτωση δεν ήταν το τρέξιμο του Αχιλλέα], άρπαζε την ζωή, την καταβρόχθιζε, την γέμιζε, την εμψύχωνε με αίμα και φωτιά… ήμουν ζωντανός… το δικό μου τρέξιμο, όπως και του ωκύποδα, ήταν ο ίδιος ο βίος, ο αμιγής, ο απέριττος, η πεντακάθαρη κίνηση, το απόλυτα ζωντανό σώμα, που ήταν έτοιμο να τρέξει, να ορμήξει, να πηδήξει… ο σταματημός ήταν ο θάνατος, η ανάπαυση ήταν ο θάνατος… σε ευχαριστώ γι΄ αυτό που με δίδαξες πρίγκηπα της Φθίας…

Αλλά ο Αχιλλέας δεν ήταν πλασμένος μόνον από ένα στοιχειό, τον άγριο, ολέθριο θυμό του δηλαδή, που τον οδήγησε στην συνειδητά αναρχική, αντιπολεμική στάση του απέναντι στο κατεστημένο του Αγαμέμνονα και των άλλων Αχαιών… ο γυναικοκαβγάς ήταν πρόφαση… για ακούστε ένα μικρό απόσπασμα από την ραψωδία α΄ της Ιλιάδας του γερο – Όμηρου:

«…Τον δ΄ αρ΄ υπόδρα ιδών προσέφη πόδας ωκύς Αχιλλεύς
ω μοι, αναιδείην επιειμένε, κερδαλεόφρον,
πώς τις τοι πρόφρων έπεσιν πείθεται Αχαιών
ή οδόν ελθέμεναι ή ανδράσιν ίφι μάχεσθαι;
ου γαρ εγώ Τρώων ένεκ΄ ήλυθον αιχμητάων
δεύρο μαχησόμενος, επεί ου τι μοι αίτιοι εισίν
ου γαρ πω ποτ΄ εμάς βους ήλασαν ουδέ μεν ίππους
ουδέ ποτ΄ εν Φθίη εριβώλακι βωτιανείρη
καρπόν εδηλήσαντ΄, επεί η μάλα πολλά μεταξύ
ουρέά τε σκιόεντα θάλασσά τε ηχήεσσα,
αλλά σοι, ω μεγ΄ αναιδές, αμ εσπόμεθ΄, όφρα συ χαίρης
τιμήν αρνύμενοι Μενελάω σοί τε, κυνώπα,
προς Τρώων, των ου τι μετατρέπη ουδ΄ αλεγίζεις…» [Ιλ. α΄ 148-160]

Δηλαδή:

«…Λοξά ο Αχιλλέας τον κοίταξε μιλώντας, ασυναγώνιστος στο τρέξιμο
‘Ξετσίπωτε απ΄ την κορφή ως τα νύχια, υπόδουλε στο ατομικό συμφέρον,
πες μου, ποιός Αχαιός αυθόρμητα θα υπακούσει πιά στο λόγο σου,
να πάρει μέρος σε πορεία δύσκολη, να πολεμήσει τον εχθρό με θάρρος;
Γιανεσηατί κι εγώ δεν ήλθα εδώ γιά λόγου μου, τους Τρώες μαχητές
να πολεμήσω – σε τίποτα αυτοί δεν μ΄ έφταιξαν,
μήτε τα βόδια μου άρπαξαν μήτε και τ΄ άλογά μου,
ούτε στη Φθία – γόνιμη γη που συντηρεί τον κόσμο –
ρήμαξαν τα σπαρτά της, αφού, το ξέρουμε, μεσολαβούν
βουνά ισκιωμένα, θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει.
Αλλά για σένα, κάθαρμα, πήραμε το κατόπιν σου, για το δικό σου
το χατίρι σηκώσαμε του Μενελάου το χουνέρι, σκύλε,
από τους Τρώες γυρεύοντας εκδίκηση…».

Κι ολόκληρη σχεδόν η α΄ ραψωδία της Ιλιάδας, και ο διάλογος με τους οξύτατους χαρακτηρισμούς μεταξύ Αχιλλέα και Αγαμέμνονα, δείχνουν το ανυπότακτο του πρώτου στην ηγεσία των Αχαιών…
Ο γυναικοκαβγάς, λοιπόν, ήταν η πρόφαση… ότι ο ανυπότακτος ήρωας απουσιάζει στις 18 από τις 24 ραψωδίες της Ιλιάδας δεν είναι καθόλου τυχαίο… μήπως, αντίθετα, είναι μιά άλλη, πρόσφορη αφορμή να αρχίσουμε να “υποψιαζόμαστε”; γιατί ένας γυναικοκαβγάς δεν ήταν ποτέ δυνατόν να χρεώσει στον ωκύποδα και ωκύμορο Αχιλλέα μιά απουσία για τόσο μεγάλο χρονικό και χωρικό διάστημα… χρόνια πολλά απραξίας πέρασαν και μιά απόσταση μεγαλύτερη από αυτήν την χαρτογραφημένη ανάμεσα στον ποταμό Σκάμανδρο ως τις Σκαιές Πύλες…

Ο γιός του Πηλέα και της Θέτιδας ήταν ολοκληρωτικά αφοσιωμένος στην φιλία του με τον Πάτροκλο και τον Αντίλοχο… έδειξε απέραντο σεβασμό στην οδυρόμενη μορφή του γερο – Πρίαμου που του σκότωσε τον μονάκριβο γιό του Έκτορα, όμως του επέστρεψε μεγαλόθυμα το άψυχο κουφάρι του, να το θάψει με τις αρμόζουσες σε πρίγκηπα τιμές στην Τροία…

Ο Αχιλλέας ήταν αυτός που αγάπησε και αγαπήθηκε από τις γυναίκες… αγάπησε και αγαπήθηκε από την Δηιδάμεια, την Πολυξένη, την Ιφιγένεια, ερωτεύθηκε παράφορα την άγρια αμαζόνα της Σκυθίας Πενθεσίλεια που όμως σκότωσε φρικτά…

Αλλά ο μ ε γ ά λ ο ς και α μ ο ι β α ί ο ς μανικός έρωτας ήταν με την Ελένη… ναι, με την πανώρια Ελένη της Σπάρτης, όπως τραγωδεί ο Ευριπίδης, καθώς χρηστομαθεί ο Πρόκλος, ομολογεί ο Ηράκλειτος [όχι ο Εφέσιος], μεταφράζει ποιητικά ο «υποψιασμένος» Γιάννης Ρίτσος, και καταγράφει ο Κόιντος ο Σμυρναίος κι άλλοι Έλληνες και Ρωμαίοι… και εύγονος καρπός αυτού του αστρικού έρωτα, δώρο της Ελένης στα βασίλεια του Άδη πλέον ή της νήσου Λευκής στον ημίθεο άνδρα της, ο πάνκαλλος γιός τους Ευφορίων, ίδιος κι απαράλλαχτος με τους πανωραίους γονείς του…

Και ο Γιάννης Ρίτσος:

Παραίνεση [απόσπασμα]

…Ετούτη τη σκηνή, να την αφήσεις τελευταία – έτσι πρέπει –
ξέρεις εσύ – ο χορός των νέων. – γιατί αύριο ξημερώνει
η μεγάλη γιορτή των νεκρών – εχθρών και φίλων. Και ξανά το ταξίδι
μ ε τ η ν Ε λ έ ν η σκεπασμένη ολόκληρη στ΄ ασημένια της πέπλα.

Καρλόβασι 24. VI . 69
[από την ποιητική συλλογή “Επαναλήψεις” Γ΄ -Ποιήματα Ι΄, σ. 97]

Ο Αχιλλέας διασχίζει τους αιώνες, σκοτώνει κάθε φορά στο διάβα του τον Έκτορα, γονατίζει μπροστά στο γερο – Πρίαμο, μέσα σε αυτό το ακατάπαυστο τρεχαλητό του ερωτεύεται πάλι και πάλι την Δηιδάμεια, την Πολυξένη, την Πενθεσίλεια… το πάθος του για τις γυναίκες φαίνεται περισσότερο σαν βιασμός μάλλον παρά σφιχταγκάλιασμα… κι ύστερα τον λιώνει ο έρωτας… και πάντα καταλήγει στη νήσο Λευκή στην αγκαλιά της μονάκριβης Ελένης του…

Η ποιητική μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου:

Ο Αχιλλέας μετά θάνατον

Πολύ κουράστηκε. – τι να τις κάνει πιά τις δόξες; – φτάνει.
Καλά τους γνώρισε τους εχτρούς και τους φίλους – φίλοι τάχα –
Πίσω απ΄ τον θαυμασμό και την αγάπη, δικά τους συμφέροντα κρύβαν,
Δικά τους ύποπτα όνειρα οι παμπόνηροι, οι αθώοι.
Τώρα,
Στη νησίδα Λευκή, μονάχος επιτέλους, ήρεμος, χωρίς αξιώσεις,
Χωρίς καθήκοντα και σφιχτές πανοπλίες, χωρίς προπάντων
Την ταπεινήν υποκρισία του ηρωισμού…
… συντροφευμένος μόνον
από τις άγριες αίγες.
…καθώς προσμένει τώρα την Ε λ έ ν η – ναι, την ίδια αυτήν, που για την ομορφιά της
τη σάρκινη και ονειρική, τόσοι Αχαιοί και Τρώες [μαζί κι αυτός] αφανιστήκαν

Λέρος 19. ΙΧ. 68
[από την ποιητική συλλογή «Επαναλήψεις» Β΄ – Ποιήματα Ι΄, σ. 68]

Κάθε εποχή έχει τον δικό της ορισμό για την δόξα, για το θάρρος, τον έρωτα, την αγάπη… κάθε μιά έχει την δική της κρίση για τον θυμό και την εκδίκηση, για την αθανασία… κι ο Αχιλλέας γίνεται ξανά και ξανά πρίγκηπας, γενναίος, ευγενής και ιππότης… γενναιόδωρος και δυνατός… τρέχει βιαστικά προς το αναπόφευκτο τέλος του… Το φάντασμα του θανάτου στοιχειώνει κάθε δρασκελιά του, πεθαίνει συνεχώς κι ύστερα ξαναζεί μιά καινούργια απαρχής ζωή…

Ο γιός του Πηλέα και της Νηρηίδας Θέτιδας, είχε μιά βιαιότητα μα και μιά μεγαλοψυχία που ήταν γνήσιες, ίδια όπως ήταν και η θλίψη του, αλλά και η χαρά του…
Σε όλη την σύντομη ζωή του τον διέκρινε μιά αυθεντική αρχοντιά και ταυτόχρονα μιά περιφρόνηση για κάθε τι χυδαίο, επιτηδευμένο, υποκριτικό, μικρόψυχο, μικροπρεπές… ηταν πλημμυρισμένος από ένα φλογερό πόθο, μιά λύσσα, μια δυνατή ικεσία – κραυγή προς τον ουρανό να ζήσει… μα δεν τον άκουσε κανείς, κι η ηχώ αυτής της κραυγής ολοένα τρεμόσβυνε…
Ο λόγος του ήταν πάντα όμορφος, όπως και ο ήλιος είναι πάντα τέλειος, όπως και η βαθιά νύχτα όταν είναι ξεχειλισμένη από αστέρια…

Δίπλα του, αλλά πάντα αγκομαχώντας, είναι πιθανόν να μάθαμε τι είναι ο έρωτας, τι σήμαινε να είσαι μεθυσμένος από οργή ή πόνο, να αντίκρυσες μιά γαλήνια έναστρη νύχτα… αλλά μέχρις εκεί… δεν σου επέτρεπε να προχωρήσεις παρακάτω… τα υπόλοιπα τα κρατούσε μονάκριβο φυλαχτό για εκείνον…

Και να μην ξεχνάμε ποτέ τούτο: ο Αχιλλέας πέρασε την ωκύμορη αλλά και ανυπότακτη ζωή του μέσα στην Ιλιάδα, δηλαδή στο ποίημα του κόσμου που μόλις τότε άρχιζε να ροδοδακτυλά… τότε, στο ξεκίνημα της Ιστορίας… και ήταν δίπλα στον γερο – Όμηρο προσπαθώντας να συλλαβίσει μαζί του στην ιωνική γλώσσα, τα συναισθήματα που εναπόθετε η γλώσσα αυτή, αλλά και το έπος αυτού του νιόφερτου και άγνωστου κόσμου… και του μύθου του… μύθος που ήταν πλήρης θνητών, ημίθεων ηρώων αλλά και θεών… ακούγεται πως, κάποιοι ναυτικοί διέκριναν την σιλουέτα του στην άκρη του Σίγειου ακρωτηρίου που, όπως λένε, βρίσκεται ο τάφος του… τον είδαν να χορεύει, οπλισμένος πάλι, να τραγουδά τον παιάνα, ένα με τον ήλιο… από τότε κρατά στα χέρια του μιά λύρα και απαγγέλλει ομηρικούς στίχους… και τούτος ο γλυκύς ήχος, κι αυτή η φωνή δεν σβήνουν ούτε μετά και από είκοσι οκτώ αιώνες… η φωνή του αν και δυνατή, σε κάποιες εποχές από κάποιους, πιθανόν να ακουγόταν και παράφωνη… και προσπάθησαν να του αφαιρέσουν την πανοπλία του, τα κοφτερά όπλα του – σπαθί και δόρυ -, η ασπίδα του επιδιώχθηκε να γίνει αντικείμενο πώλησης σε παλαιοπωλεία… πόσο μάταη η μικροαστική τους αυτή ιδιοτέλεια…

Και περιμένω κι εγώ υπομονετικά να πάω εκεί στον τάφο του, να ξεκουραστώ και να ονειροπολήσω… να δω το πρόσωπό του, να του μιλήσω… να ακούσω και να μάθω από πρώτο χέρι, τι έγινε τότε στις πεδιάδες της Τροίας και στις όχθες του Σκάμανδρου ποταμού, τι έγινε έξω και μέσα από τις Σκαιές Πύλες… γιατί είναι δύσκολο: οι ομηρικοί ήρωες δεν κατέληξαν ούτε σε μνημεία ούτε σε ιδέες… με ελάχιστες, ίσως, εξαιρέσεις, όπως ο Αχιλλέας…

Και καταλήγω πάλι με τον Γιάννη Ρίτσο:

Μετά την Τροία

Κλειστές οι πόρτες πιά στη γενναιοδωρία των άστρων.
Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει.
Στο μικρό υπνοδωμάτιο μιά κούκλα σπασμένη.
Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει
στο σκοτεινό διάδρομο με τ΄ άσπρα και μαύρα πλα-
κάκια. Κανένας.
Δεν το καβαλικεύει πιά. Και τ΄ άλλο, το μεγάλο, το
κούφιο,
το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες. δεν ξεγελάει
ούτε εχθρούς ούτε φίλους. Οι αλλοτινές σημαίες στο
μπαούλο
μαζί με τ΄ αποκριάτικά ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη.
θα τα ΄ χει φάει ο σκόρος. Τι ωραία που το ΄ πε
εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιάν άγρια νύχτα
«ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό» και σώπασε για
πάντα.

Καρλόβασι 12. VII. 87

[από την ποιητική συλλογή «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα»]

«Ψυχή βαθειά» σύντροφε, ωκύποδα και ωκύμορε… !!!

1 Μάη 2014
Δημήτρης Χίου – κάτοικος πλανήτη Ουτοπία

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος

Leave a Comment