Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας ποιητής για τον οποίο έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά για το ποιητικό του έργο, την ποιητική του πράξη που είναι μία λειτουργία καθημερινή, μία πραγματολογική παρουσία, μία ιστορία εν τω γίγνεσθαι, μία “δομή” που θαρρείς πως κινείται από τα “καύσιμα” υλικά ενός θανάτου διαπεραστικού & μίας ελπίδας-φυγής “φορτισμένης”.. Και εντός της ποιητικής του σφαίρας, αναδύεται ο “Επιτάφιος”, ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα λαϊκής ποίησης και των δυνατοτήτων της ποίησης στον 20ο αιώνα.. Ένα ποιητικό έργο που “συλλαμβάνει” το κοινωνικό για να το αποδώσει την ίδια στιγμή ως παγκόσμιο, οικουμενικό..
Continue reading →
Σ. Ανδρονίδης: ‘Το μακρινό’: Γιάννης Ρίτσος
«Η γυναίκα ήταν ακόμα πλαγιασμένη στο κρεβάτι. Αυτός έβγαλε το γυάλινο μάτι του, το ακούμπησε στο τραπέζι, έκανε ένα βήμα, σταμάτησε. Τώρα με πιστεύεις; – της είπε. Εκείνη πήρε το γυάλινο μάτι, το ‘ φέρε στο μάτι της· τον κοίταξε». (Γιάννης Ρίτσος, ‘Πειστήρια).
Το 1975 ο Γιάννης Ρίτσος «καταθέτει» την ποιητική συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘το μακρινό’. Εντός μεταπολιτευτικής τομής, ο τίτλος είναι αμφίσημος, τίτλος του ‘πέρα’, ενός παρελθόντος χρόνου που ενέχει όψεις ιστορικοποίησης του πραγματικού και της ποίησης, αλλά και τίτλος του ‘τώρα’ και του ‘μετά’. ‘Το μακρινό’ επιτελεί τις λειτουργίες της προσωπικής κατάθεσης, δεν αποθέτει παρά εγκιβωτίζει τη ‘φθορά’, (το άλλο ενός θανάτου «αυθύπαρκτου»), αρθρώνει τα «κομμάτια» του ως ‘χάσματα’ (συνηχήσεις), μίας ιστορίας «παραπαίουσας», της ιστορίας αυτού που χάνεται & αυτού που μένει, συναρθρώνει τους «συγκλίνοντες διαλόγους» με το σημαίνον της ποίησης: την απόδοση της διάχυτης προφορικότητας (της σκέψης) ως στοχαστικής τομής-ρήξης εντός κειμένου.
Τα λεκτικά και νοηματοδοτικά παίγνια του Γιάννη Ρίτσου συνδιαλέγονται με τη φθορά,
την «ανεπαίσθητη» και τη «βαθιά», τη μύηση σε μία ιστορία του θανάτου, (που
σχετίζεται με την απεύθυνση στην ‘κοινότητα των συντρόφων και όχι μόνο), ενός
θανάτου που εντός ποίησης είναι «ομόηχος»: τους αφορά και τον αφορά, όπως αφορά
και το ίδιο το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
Στο ‘μακρινό’ (όπως και σε άλλα ποιήματα του), η φόρμα του Γιάννη Ρίτσου είναι
αποσπασματική, τμηματική, ακριβώς για να δείξει καλύτερα το μείζων διακύβευμα:
ποίηση μαζί με τα παράγωγα της, που δύνανται να είναι η ‘δομική’ σύγκλιση, η
διάρκεια των ιδεών, η ‘υπόσταση’ του γυμνού, εν γένει οι ανθρωπογενείς αναφορές,
που, ατομικές και συλλογικές, «τροχοδρομούν» εντός του ιστορικού χώρου & χρόνου,
εντός της ιστορικότητας των «ανεξάντλητων» ταυτίσεων.
«Ο πάγκος του αργυραμοιβού τζαμένιος – τι παράξενα νομίσματα, τι οδοντοστοιχίες
χρυσές, ασημένιες, σιδερένιες· και μονές κορώνες νεκρών· το περιδέραιο της Ελένης·
μια πελώρια καρφίτσα καπέλου· Η Παλαιά Διαθήκη ασημόδετη με κόκκινες και
πράσινες πέτρες. Χτυπούσε δώδεκα το μεγάλο ρολόι της Δημαρχίας. Βγάζαν απ’ την
κατάψυξη τα πουλερικά. Ο στιλβωτής στεκόταν στην πόρτα έχοντας περασμένες στα
χέρια του τις μπότες του Αντίνοου. Τότε φύσηξε λίγο απ’ το νοτιά· σάλεψε το μακρύ
σεντόνι. Κάτω απ’ το κρεβάτι φάνηκε το ‘να ολόλευκο γοβάκι της πεθαμένης νύφης». 1
Όλα κινούνται αντίστροφα, «υποκειμενοποιούνται» διαρκώς, ποιητικά &
συγκεντρωτικά, ‘οικεία’ και ‘παράταιρα’ προς τον ίδιο τον εαυτό. Ο ποιητής,
‘επικοινωνεί’ με την πραγματικότητα μαζί και πέρα από το μύθο, συγκροτεί τις
πτυχώσεις μίας ποίησης ΄διαδραστικής’, ‘ανοιχτής’ στη σιωπή και σε ένα συναίσθημα
εδάφους: τη φυσικότητα του βίου & του θανάτου, πέρα από ηρωικές αναπαραστάσεις,
θάνατος του βίου, καθημερινός, θάνατος των αμέτρητων σωμάτων, που δεν
«μετασχηματίζονται» μόνο σε γη, αλλά σε αντανακλάσεις ποίησης, σε ‘πεδία’ ενός
κειμενικού διαλόγου με την ιστορία. «Κάτω απ’ το κρεβάτι φάνηκε το ‘να γοβάκι της
πεθαμένης νύφης», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ποιητής. Θα μπορούσαμε να πούμε,
πως διαφαίνεται όχι μόνο το φυσικό τέλος, αλλά και η ίδια η σωματική παρουσία, το
«γοβάκι» (ως ταυτοτική διάσταση της ιδιαίτερης στιγμής, της σύγκρισης και της
ένωσης), η επιβεβαίωση αυτού που υπήρξε: γυναίκα που θέλει και ελπίζει, που πέρα
από το θάνατο, υπήρξε ως ζωή, ως βιωματική ύπαρξη.
Η ‘κανονάρχηση’ της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου περιλαμβάνει το όλον, το συγκείμενο
της αλληλοεπικάλυψης και της ‘αποκάλυψης’, την τρωτότητα και τη «γυμνότητα» ως
έναν ιδιάζον τρόπο απόδοσης (και ‘σωματικοποίησης) της ποίησης εντός οικίας, εντός
ενός καθημερινού χώρου, εντός της συνεύρεσης των σωμάτων. Αισθανόμενος το βάρος
της τρωτότητας στον δικό του βίο, ο Γιάννης Ρίτσος «ενδύεται» το μανδύα μίας
προσίδιας όσο και ιδιαίτερης δι-ιδεολογικοποίησης: από τον έναν για όλους, και από
όλους για τον έναν.
Στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, στους τόπους εξορίας, στη δύσκολη
μετεμφυλιακή περίοδο, το ποιητικό του υποκείμενο υπήρξε τρωτό και δυνατό συνάμα,
υποκείμενο που ‘εδαφικοποίησε’ τους ‘χτύπους’ της εξουσίας’, 2 ίδιον στους στόχους
και ‘άλλο’ στο πεδίο, ανοιχτό στη ζωή (ως πεδίο ιστορικότητας που δύναται να
καταυγάσει προσλήψεις-προσδοκίες) αλλά και στο θάνατο ως φυσικότητα και απόληξη
μάχης και παραγόντων: για αυτό και στην ποίηση του «διαβάζεται» ως συνέχεια,
(βλέπε το ρόλο της μάνας στον ‘Επιτάφιο’), ως αλληλουχία μεταξύ ζώντων υπάρξεων
και βιωμένων θανάτων, θανάτων καθημερινών, που περιμένουν την ιδιαίτερη
δικαίωση της ποίησης, εκεί όπου «κάτω απ’ το χώμα προσμένουν» την κάθε λέξη και το
κάθε νόημα της ποίησης, με το συγκεκριμένο βάρος τους στην κοινωνικοπολιτική
ιστορία.
Το «γοβάκι» φέρει τις απολήξεις μίας μνήμης του παρελθόντος και του παρόντος,
αυτού που υπήρξε και αυτού που είναι, όπως και η ποιητική συλλογή ‘το μακρινό’,
αποκρυσταλλώνει μία ποιητική διάσταση εν χρόνω και εν πορεία, «σφαιρική»,
αποτυπωμένη ως έγκληση από τον ποιητή για τον ποιητή και για τους άλλους. ‘Το
μακρινό’ δεν παρηγορεί, τέμνει τις εκφάνσεις που λαμβάνουν οι πράξεις.
«Χλωμός, πολύ χλωμός· αγκάθια στα μαλλιά του – αγκάθια πολύ μακριά ως τους
ώμους, ως τη μέση, ως τα πέλματα- ίσως και να ‘ταν τα ίδια τα φτερά του· γιατί μόλις
έκανα δεύτερη φορά να δω κατά την πόρτα, δεν υπήρχε πάρεξ ο ελάχιστος καπνός
στη θέση του σφυριού».3
Μία λειτουργική σύνθεση, ‘πυκνή’, όπου η κάθε λέξη του Γιάννη Ρίτσου συγκροτεί το
«σώμα» του ‘μακρινού’, των αναφορών σε ονόματα και σε στιγμές, σε «σφυριά» που
χτυπούν, υπάρχουν, ‘λαβώνονται’, είναι ιστορία, αντοχή και ‘λύτρωση’, (να βλέπεις και
με τα μάτια του άλλου), «καθαρή» διάρκεια, πολιτική πράξη και θάνατος, ‘φθορά’,
συνθήκη, ερωτικό πεδίο, κανόνας της ποίησης ως ταυτοτικής αλλαγής.
1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ενέχυρα’, Ποιητική Συλλογή, ‘Το μακρινό’, Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα, 1997, σελ. 21.
2 «Κυβερνώ σημαίνει ότι δομώ το πεδίο ενδεχόμενης δράσης των άλλων’, επισημαίνει ο
Γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault.
3 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Αμφίβολο ανάστημα’….ό.π, σελ. 13.
«Ποίηση σε ντο δίεση ελάσσονα για ηθοποιό και πιάνο»
Το Ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος»
ερμηνεύει η ηθοποιός Κατερίνα Κουτροκόη
Τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
ερμηνεύει η πιανίστα Χαρά Κουμαριώτη
Δυο αριστουργηματικά έργα αναδυόμενα το ένα μέσα απ’ το άλλο, συνθέτουν μια ατμοσφαιρική πανδαισία…
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ν. Παπακωνσταντίνου.
Εικαστικά: Ματίνα Γεωργά
Παραστάσεις: Κάθε Παρασκευή 8.30 μμ και κάθε Σάββατο 6.30 μμ, από Παρασκευή 21 Οκτωβρίου έως και Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016. Διάρκεια Παράστασης: 90 λεπτά. Στη γοητευτική «Αλεξάνδρεια», Πολυχώρο Τέχνης, που δημιουργήθηκε μέσα στο σπίτι που έζησε ο Μ.Καραγάτσης
Σχετικά με τη συνάντηση του Γιάννη Ρίτσου με τον δικτάτορα Στυλιανό Παττακό, το 1970,.. Γράφει η Έρη Ρίτσου,..
Το 1970 δίνεται άδεια στον Ρίτσο να ταξιδέψει από τη Σάμο, όπου βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, στην Αθήνα.
Στο Καρλόβασι όπου ζούσαμε περνούσε τις διακοπές του και ο Μιχάλης Περατικός, που την εποχή εκείνη ήταν γραμματέας, αν δεν κάνω λάθος, του συλλόγου Ελλήνων εφοπλιστών στο Λονδίνο. Ο Περατικός ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τις τέχνες και εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο του πατέρα μου. Με πρωτοβουλία και ενέργειες του λοιπόν ήρθε για τον Ρίτσο μια πρόσκληση να πάρει μέρος ως τιμώμενο πρόσωπο στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης του Λονδίνου, μαζί με τον Πάμπλο Νερούδα.
Η πρόσκληση μεταφέρθηκε στους δικτάτορες από τον Σύλλογο Ελλήνων Εφοπλιστών και φυσικά μια τέτοια πρόταση που έρχεται μέσω τέτοιας οδού δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν να την εξετάσουν.
Έτσι, ο Ρίτσος παίρνει άδεια να ταξιδέψει στην Αθήνα, όπου ο Στυλιανός Παττακός τον καλεί στο γραφείο του για να του κάνει συστάσεις, τί πρέπει να πει στο Λονδίνο εάν ερωτηθεί για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ο Παττακός θεωρούσε τον εαυτό του μέγα θεωρητικό και φιλόσοφο και έπηξε τον πατέρα μου στις μπούρδες στην προσπάθειά του να τον αποτρέψει από το να καταφερθεί κατά της Χούντας. Ο Ρίτσος του είπε πως αν ερωτηθεί, θα πει απλώς την αλήθεια.
-Και ποιά είναι η αλήθεια κύριε Ρίτσο; τον ρώτησε ο Παττακός.
-Αυτή που πολύ καλά γνωρίζετε,.. Πως στην Ελλάδα υπάρχει μια στυγνή στρατιωτική δικτατορία.
Κατόπιν τούτου ο Ρίτσος πήρε το δρόμο για Πειραιά, τμήμα μεταγωγών, Καρλόβασι, και οι διοργανωτές στο Λονδίνο πήραν την απάντηση πως ο Ρίτσος αρνείται να ταξιδέψει.
Περιττό να πω πως ο πατέρας μου άκουγε “Παττακός” και του σηκωνόταν η τρίχα κάγκελο, ενθυμούμενος το θράσος και τις φιλοσοφικές μπούρδες του ανόητου φασιστοδικτατορίσκου…
Σπήλιος Μεντής – Γιάννης Ρίτσος – Αχ το φεγγάρι βάσανο – 1966 – Αδερφές Δήμα
Μια σπάνια μελοποίηση του αγαπημένου μας ποιητή!!!Το 1966 ένα δισκάκι με δυο συνθέσεις του Σπήλιου Μεντή με τις Αδερφές Δήμα Μπέτυ και Μιράντα…Από την άλλη μεριά το “Εξοχικό κεντράκι”.
Η συνεργασία του Ρίτσου με τον Σπήλιο Μεντή γέννησε πολλά όμορφα λυρικά η και ρομαντικά τραγούδια, που ακούστηκαν ελάχιστα γιατί ακολούθησε η δικτατορία της 21ης Απριλίου και φυσικά απαγορεύτηκαν.
Μετά τη μεταπολίτευση το κλίμα ήταν ηρωϊκό και δεν υπήρχε χώρος για γλυκά, τρυφερά, ρομαντικά, νοσταλγικά τραγούδια. Έτσι έμειναν “στα αζήτητα”.
Τώρα με το youtube, ο κόσμος τα ανακαλύπτει ξανά.
Το φεγγάρι βάσανο λοιπόν ο μικρός χρυσός αλήτης…
Έρη Ρίτσου
ΡΙΤΣΟΣ, ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ, ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ” ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΒΑΣΑΝΟ ” 1972
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΚΟ ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΝΙΚΟΥ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ ” 11 ΛΑΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ ” ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 1972.
Σίμος Ανδρονίδης: Tο “τερατώδες αριστούργημα” του Γιάννη Ρίτσου
«διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημα τους παίρνω το μαυροπίνακα κάτω απ’ τη μασκάλη μου φεύγω ο τρίφτης κατρακυλάει στη σκάλα τρέχουν οι αρουραίοι γκρούχ είπε ντβέρτζ είπε» (Ρίτσος Γιάννης ‘το τερατώδες Αριστούργημα’).
Το 1977 ο Γιάννης Ρίτσος ‘συνθέτει’ την ποιητική συλλογή ‘Το Τερατώδες Αριστούργημα‘,[1] βαθιά προσωπικό, εξομολογητικό & λυτρωτικό για τον ίδιο τον ποιητή. Οι βιωματικές αναφορές-μνήμες ενσωματώνονται οργανικά στο όλο πλαίσιο του ποιήματος, τα ‘σκέλη’ του οποίου διαπερνούν και ‘ρηγματώνουν’ τα πολλά και ‘βιασμένα’ σώματα, ‘αφαιρούν’ την ύλη της ‘ενιαίας (και μονολιθικής) δομής προσιδιάζοντας στην ποίηση του τόπου που κατοικείται, στην ποίηση του παρόντος και του απόντος χρόνου: ιστορία & αίμα. ‘Η ιστορία και το αίμα που διαπερνούν το ίδιο το σώμα του ποιητή.
Με αυτόν τον τρόπο, στο ποίημα, (μία αλληλουχία επεισοδίων-αναφορών που κορυφώνονται διαρκώς, δίχως ούτε ένα κόμμα, σαν μία ιστορία που δεν θα επαναληφθεί ξανά, ‘αθέατη’ και τόσο ορατή), ‘χωρά’ την υποδόρια αποστροφή για πράγματα που πληγώνουν, τον ατομικό προσδιορισμό μέσα στο πεδίο των συμβάντων, την ‘ανάταση’ μπροστά στη θέαση της ιστορικής ενδεχομενικότητας, την άρθρωση των ψηφίδων που συγκροτούν την ιστορία του εργατικού κινήματος μίας συγκεκριμένης περιόδου), τη διάστικτη και ‘σαρκώδη αίσθηση του αγγίγματος, της θνητής (όσο και ανιδιοτελούς, ‘μυθικά’ αγαλματένιας για τον ποιητή), σάρκας-γυμνότητας-στιλπνότητας.
Η ιστορία περνά δίχως να ‘κατοικηθεί’ εν όλω. Και το αίμα που χύθηκε, θάνατος & ‘κειμήλιο’ μαζί, χώμα & λέξη, ιστορία & σκοπός. Και εντός ενός ποιητικού ‘χωρίου’, μίας εναλλαγής στιγμών που διακόπτονται & εκκινούν ταυτόχρονα, ο Γιάννης Ρίτσος, ενθυλακώνει (‘εδαφικοποιεί σε ένα ‘έδαφος’ καθόλα επικίνδυνο), πρόσωπα και υπάρξεις, που, από κοινού, συναρθρώνουν την αγωνιώδη ζωή του και την ποιητική του ‘κοινωνία’. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, συγκροτούν τη δική του ιστορία που καταγράφεται με ένα ΄βίαιο’ χτύπημα σε μία καθεαυτό κλασική λεξικολογική ‘πειθαρχία’. Ο ποιητής αφήνεται. Το φάσμα, το ‘ολόγραμμα’ της ποίησης μπροστά του: μνήμη μίας άλλοτε αθώας και άλλοτε σκληρής παιδικότητας, το ‘τραύμα’ της θρηνητικής αυτο-αναφορικότητας (το ίδιο το ‘τραύμα’ της τρέλας-θανάτου-απώλειας), ο μνημειώδης απολογισμός της δράσης ενός κινήματος, οι στιγμές της ‘άνωθεν’ συμμόρφωσης, οι αναφορές στα ενεργά πεδία των άλλων.
Ο ποιητικός τρόπος του Γιάννη Ρίτσου διεμβολίζει τις απανταχού βεβαιότητες για να «ανοιχθεί» σε διάφορους τρόπους, αφηγήσεις, που δεν καταλήγουν αλλά εκκινούν στο ‘τερατώδες αριστούργημα’, το οποίο και εξελίσσεται υπό τους ρυθμούς μίας μη-διακοπτόμενης ‘ροής’, αποκαλύπτοντας κάτι περισσότερο από το απλά ορατό και συμβολικό. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι αρθρώνει την ποίηση ως πράξη ‘άγρια’ & έσχατη, ως πράξη (του αστάθμητου έρωτα) απόλυτη που εισχωρεί στα ανθρώπινα σώματα για να το προσδώσει την ιδεολογία της κινητικότητας.
Διότι ποιο είναι το όριο της γενετήσιας (ερωτικής) πράξης; Το γεγονός πως αίρει το όριο των σωμάτων που τέμνονται, που αλλάζουν πάνω στην πράξη, που «μετασχηματίζονται» σε ποίηση. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι μπροστά στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ελπίζει στην ‘ανάσταση (με όρους αφύπνισης & συντροφικής συν-ύπαρξης) των συνειδήσεων.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ανατρέποντας τους κανόνες της ποιητικής φόρμας, αναζητά τοπόσημα εννοιών-μηνυμάτων, συναρθρώνει τις άλλοτε διακοπτόμενες (βιοπολιτικά) και άλλοτε ρέουσες αναφορές, συγκροτεί ‘τερατώδη αριστουργήματα’ λιτά, περιεχομενικά, και καθεαυτό ανθρωπολογικά, προοικονομώντας όχι εξελίξεις, αλλά ανάγκες. Σε κάθε στροφή, και μία ‘άφεση’, μία απόσπαση, μία «εδαφικοποίηση» προσώπων και προσωπικών-συλλογικών θρήνων.
Και εγγράφει ο ποιητής: αίμα & μνήμη, σώμα του ‘πολιορκημένου’ εαυτού (που δέχεται τις «σφαίρες» της ιστορίας, «διευρύνεται» για να χωρέσει και άλλους νεκρούς), εντός ποίησης, σώμα του ‘απελεύθερου’ ποιητικού υποκειμένου.
«Κ’ είπα να μην ξεχάσω να βάλω μαζί με τους ανεμοδείχτες κι ομοιοκαταληξίες και να βάλω στο ψυγείο τα λαμαρινένια κοκόρια χωρίς να τα μαδήσω εκείνα λέω τα κοκόρια πλάϊ στο κουτί το φρέσκο βούτυρο για να διατηρήσω κάτι από το νεοκλασικό ρυθμό των ωραίων κατεδαφιζόμενων σπιτιών της παλιάς Αθήνας όπως έκανε κι ο Τσαρούχης στις ζωγραφιές του με τις γύψινες Καρυάτιδες που φορούσαν κόκκινα τσαρούχια κι ο ένας ναύτης έμπαινε μέσα κι ο άλλος στεκόταν στη μεγάλη τζαμόπορτα κι άναψε με το σπίρτο το τσιγάρο του και το φεγγάρι κ’ η ταπεινοσύνη μου φούσκωνε σα γαλοπούλα παραγεμιστή με κάστανα παραμονή Χριστουγέννων»..[2]
Για να εξέλθει απελευθερωμένος, ποιητής που λυτρώνει & λυτρώνεται, που υπερβαίνει δεσμά, που επανεγγράφει εγκλήσεις χαμένες, που ‘αποϊεροποιεί’ τον έρωτα τον τελειωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις, τον έρωτα που τον ονοματίζει, τον καθιστά πλαίσιο ποίησης, πλαίσιο διαπλάτυνσης ‘ζωώδους’ ορμητικότητας του σώματος που ‘λέει’ και ‘προφέρει’. Με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: ”Τι άδειο που είναι το σώμα χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς’..[3]
Επρόκειτο για μία κομβική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής ποίησης καθότι ‘το τερατώδες Αριστούργημα’ πρώτα αντίστροφα, αρχέγονα, απότομα, «εδαφικοποιεί» και μετά «εδαφικοποιείται». Συμβαίνει & συγκροτείται ως η στιγμή του ποιητή μπροστά σε έναν «σπασμένο» καθρέφτη, αποτελώντας το «είδωλο» της φωνής του: της γραφής που δε γίνεται απλά, είναι σκοπός και στόχος ζωής & καταγραφής.
‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ η ‘αντήχηση’ της αρχέγονης καταγωγής: ”Κ’ είδα και φωτογράφησα και μίλησα και μίλησα μέθυσα με τις λέξεις σπάω τα ποτήρια τραγουδάω μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα.
Στο ‘Τερατώδες Αριστούργημα’ του Γιάννη Ρίτσου αποκρυσταλλώνεται η έννοια της ποιητικής ‘ισχύος’. Κι αυτή η ‘ισχύς’ αντλείται από τον ‘έκκεντρο’ ποιητή, ο λόγος του οποίου, διαμέσου μίας ‘δραματικής’ αποσπασματικότητας, κατευθύνεται προς δια-κειμενικές & δι-ανθρώπινες στοιχίσεις, προς την ‘επικράτεια’ του υπαρκτής αποτύπωσης, συγκροτώντας μία ισχύ δεδομένη, ‘λογική’ & ‘παράλογη’, μία ισχύ που δομείται με όρους ‘αταξίας’, με όρους με όρους επανεγγραφής μίας συντροφικότητας, ‘μυθικής’ όσο και λαϊκής, φανερά ερωτικής και ορμητικής.
‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ ομνύει σε έναν παράλληλο κύκλο ‘μικρών’ προσώπων. Ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου από τα ‘Χάρτινα ΙΙ’, προσδιορίζει: ”Αυτός που έδωσε το ποτήρι του στο άγαλμα αυτός με τη γλάστρα στο διάδρομο αυτός με το εικόνισμα αυτός με τα δεκανίκια ένα καλάθι ραδίκια στο παράθυρο εμείς με το σπάγκο στα μαλλιά κι ένα ταμπούρλο στο πηγάδι..”[4] Αυτός που παίζει στο δικό του θέατρο δίχως να είναι ηθοποιός, παρά μόνο αντηχείο λέξεων, κατασκευών, κινήσεων, «ψηφίδα» μέσα στις πτυχώσεις του γίγνεσθαι.
Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ συνιστά τη δική του προσωπική μνήμη & ιστορία, το έσχατο σημείο του δίχως εμφανή απόληξη και όμως διακλαδωμένο στο έπακρο, που δεν το παραχωρεί έναντι φθηνού αντιτίμου. Και το αντίτιμο είναι ιδιαίτερο: «γυμνότητα» μπροστά στην ποίηση. «Γυμνότητα» και «άνοιγμα» ταυτόχρονα σε έννοιες που μεταβάλλονται στο κάτι & στο αυτό που δεν περιλαμβάνει απλά, αλλά και δεικνύει «διαβρωτικά» και «αλλοιωτικά». Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ ανάγονται σε μία οργιώδη συνάφεια μύθους και μνήμης, ιδεολογικής σταθερότητας και ‘αστάθειας’ παλινδρόμησης μόνο εντός (και στο πολύπλοκο εύρος) της ποίησης. Που είναι δική του, αυτόνομη & ανοιχτή στον τρόπο που ονοματίζεις τα πράγματα: ‘διάρρηξη’..
Με την τοπολογία που ενέχει κύκλους μίας άρνησης δια και μέσω της ποίησης που προσδιορίζει και ανακύπτει συνεχώς ως «ζιζάνιο»: «είσαι αυθαίρετος μουπε είμαι τουπα κυπαρίσσι μου είπε μπερμπάντη του είπα και τουστρέψα κι απ’ την άλλη μεριά την παρειά μου και τότε φωνάξαμε μαζί κ’ οι δυο γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων και δεύτερη φορά πιο δυνατά γιουχα και πάλε γιουχα των πατρίδων κ’ ήρθαν οι κωπηλάτες μουσκεμένοι θάλασσα και στάθηκαν στην πόρτα»..[5]
[1] O τίτλος εν πολλοίς συνιστά κάτι το αμφίσημο και το αντιφατικό. ‘Αριστούργημα’ και ‘τερατώδες’, ‘τερατώδες’ και ‘αριστούργημα’, παραπέμποντας στον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα. Η πρόσμειξη ήθους και ουσίας, η διφυής ιδιότητα προσδιορίζει τον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πεσσόα, ο οποίος ενώ αντικειμενικά συσσωρεύει, υποκειμενικά αίρει, καθίσταται ενσυνείδητα ‘νόμιμος’ & ‘παράνομος’ ταυτόχρονα. Στο ‘τερατώδες Αριστούργημα’ η ίδια η αντινομία του τίτλου οδηγεί στο περιεχόμενο του ποιήματος, όπου το κλασικό & καινοτόμο στοιχείο, το μερικό & όλο συναρθρώνονται σε μία κατεξοχήν συνθήκη «απειθάρχητης» ροής, ποίησης που είτε ελίσσεται είτε ευθυγραμμίζει, δεν παύει να είναι το ίδιο το ‘τερατώδες Αριστούργημα’, το ‘αριστούργημα’ της εποχής των ‘τερατωδών’ παραμορφώσεων.
[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το τερατώδες Αριστούργημα’ (Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα), Ποιητική συλλογή ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 386-387.
[3] Βλέπε σχετικά, Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, ‘Μετά τα λουλούδια’, Ποιητική Συλλογή, ‘Ωραία έρημος η σάρκα’, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1997, σελ. 18.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, Χάρτινα ΙΙ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ. 202.
[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ. 366.
Κριτική θεάτρου: Φιλοκτήτης
Ο Θάνος Μικρούτσικος για το έργο «Καντάτα για τη Μακρόνησο»
Ο Θάνος Μικρούτσικος για το έργο «Καντάτα για τη Μακρόνησο» . – Μετά την ομιλία θα ακολουθήσει συναυλία με το μουσικό έργο του Θάνου Μικρούτσικου «Καντάτα για τη Μακρόνησο», σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. «Ο Ντικ», «Ο Αλέξης», «Οι Γερόντοι», «Φεγγάρι», «Χρέος»… – 2016-09-02 00:00:00.0