Του Σταύρου Σταμπόγλη

”ΔΙΑΤΤΩ”11.12.2013
Αφιερωμένο στην έκδοση της ποιητικής συλλογής ”Υπερώον”
του Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος 2013
ΘΕΣΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΑΝΔΡΙΑΝΤΕΣ
Έχουμε μεγάλο φόβο οι ζωντανοί, μη
και δοκιμαστούμε στην αφή της πέτρας.
Ότι τ΄ αγάλματα θα ξεφύγουν από
το βάρος του ορυκτού∙ θα πάρουν τον
άνεμο σαν κόμη κοριτσιών
Ότι τα μάρμαρα, χνούδι τρυφερό του μέλλοντος,
θ΄ αρχίσουν ν΄ απαγγέλουν τις σοδιές τους∙
κυματαγωγή σε σιτοβολώνα λέξεων
Ελπίδα δίφορη το μάτι τους.
Πως ο δικός μας λόγος θα ταπεινωθεί, πως
θ΄ απομείνει δίχως ήχους∙ στο χώμα
των φυλλοβόλων φύλλωμα
να λιώνει.
Ναι, έχουμε πάρει από φόβο και αγάλματα
και αειθαλή φυλλώματα.
Σ.Σ. Αντίκυρα 8.12.2013

Γιάννης Ρίτσος, «Υπερώον», εκδ. Κέδρος 2013 (γράφει ο Ηρακλής Κακαβάνης)

poiein

…όσο περισσότερο γνωρίζω τον Γιάννη Ρίτσο τόσο περισσότερο κατανοώ πόσο ανθρώπινος είναι ο ηρωισμός, τι θυσίες και εσωτερική πάλη απαιτεί.
Ποιείν.gr

Ψυχικά σημάδια στα φύλλα ενός ημερολογίου

Καθημερινότητα που κρύβει εντός της Ιστορία. Οδοιπορικά μοναχικά που συναντούν ενίοτε συγκεντρωμένα πλήθη και απ’ τα οποία προκύπτει ένα ημερολόγιο συναισθημάτων και πράξεων. Απ’ τον εξώστη, στο «υπερώο», η φωνή του Γιάννη Ρίτσου ηχεί ακόμη. Μας καλεί να κατέβουμε στη σκηνή. Μας πληροφορεί ότι ήρθε η σειρά μας. «Να παίξουμε εαυτόν», έστω και αν η παράσταση φαίνεται να έχει ρίξει αυλαία, με τους εργάτες της σκηνής να μεταφέρουν στο υπόγειο ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι. Πολύτιμο και εύθραυστο. Επίπλαστο κι ανθρώπινο…
Του Γιάννη Ε. Στάμου, στην Ελευθεροτυπία

Η ομιλία της Αγγελικής Κώττη, στην παρουσίαση της νέας συλλογής του Γιάννη Ρίτσου “Υπερώον”

 

kotti
Αγγελική Κώττη, βιογράφος του Γιάννη Ρίτσου

«Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.

Μα τούτο τ’ όνειρο

ήταν τ’ όνειρο

όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί

κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί

και τ’ όνειρο μεγάλωνε- σιγά σιγά μεγάλωνε-

-πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον  ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη

και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,

ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων,

τ’ όνειρο των αδικημένων

όλου του κόσμου.»

 

Γιάννης Ρίτσος, «Οι γειτονιές του κόσμου».

 

Ετσι μικρό ήταν τ’ όνειρό τους. Εξήντα εννέα χρόνια πριν, μια ανάσα δρόμο από εδώ, στην πλατεία Συντάγματος, το όνειρο χτυπήθηκε σε μια δολοφονική ενέδρα, που οι εχθροί προσπάθησαν να την κάνουν θανάσιμη. Δεν τα κατάφεραν. Ηταν πιο μεγάλο και πιο στέρεο απ’ όσο είχαν φοβηθεί.

Σαν χθες, 3 του μηνός, ξεκίνησε «ο μεγάλος Δεκέμβρης» όπως έμεινε στην Ιστορία. Σαν σήμερα κήδεψαν τα πρώτα θύματα. Επί τριάντα τρεις ημέρες και νύχτες δεν κατέβηκαν από τα οδοφράγματα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης. Αγρυπνοι, νηστικοί, εξουθενωμένοι. Με τη φλόγα να καίει μέσα τους.

«Πού πήγατε να κάνετε κίνημα χειμωνιάτικα;» έλεγα στον πατέρα μου, ο οποίος γιόρτασε τα 20ά του γενέθλια στην πλατεία Κάνιγγος, πολεμώντας για την κατάληψη και ανακατάληψη του υπουργείου Εμπορίου και πασχίζοντας τα βράδια να κοιμηθεί μέσα σε μια βελέντζα- με δυο μέτρα χιόνι ολόγυρα. Γέλασε πικρά. Μακάρι ο καιρός να ήταν η μοναδική αντιξοότητα, μου είχε απαντήσει. Δεν ήταν. Το πιο δύσκολο ήταν που πολεμούσαν οι Ελληνες μεταξύ τους. Και που οι μισοί είχαν στρατηγό τον Σκόμπι. Αλλά διέθεταν ακόμα δύναμη να σατιρίζουν τον βρετανό καραβανά κάνοντας ομοιοκαταληξίες με το «κόμποι». Επειδή πολεμούσαν, τραγουδούσαν και γελούσαν. Κι ας σκοτώνονταν.

 

Οι επέτειοι, δεν είναι μονάχα για να μην ξεχνάμε. Ο Δεκέμβρης του 1944 δεν υπήρξε μόνο ένα τεράστιο σημείο καμπής για το κίνημα και για τη ζωή των ανθρώπων. Υπήρξε και σημείο τεράστιας καταστροφής για τον ίδιο τον Γιάννη Ρίτσο. Επιστρέφοντας από την Κοζάνη, όπου είχε φτάσει μετά την κατάρρευση του μετώπου της Αθήνας, μετέχοντας σε θίασο για την τόνωση του ηθικού ΕΛΑΣιτών και λαού, ανακάλυψε πως ένα μεγάλο μέρος του αρχείου του είχε εξαφανιστεί. Το φιλικό πρόσωπο στο οποίο εμπιστεύτηκε τα ανέκδοτα χειρόγραφά του, τα είχε καταστρέψει. Από φόβο;  Πάντοτε υπάρχει το ερωτηματικό. Φαίνεται, τελικά, πως ναι. Όπως φαίνεται και πως ο ποιητής τον είχε συγχωρέσει.

Η καταστροφή  αυτή ήταν πλήγμα για τον Γιάννη Ρίτσο, εφόσον ανάμεσα στα όσα χάθηκαν περιλαμβανόταν και το 900 σελίδων μυθιστόρημα «Στους πρόποδες της σιωπής». Οι εξορίες, που ακολουθούν σύντομα, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, στη φοβερή Μακρόνησο και στον Αη- Στράτη, κάνουν τα πάντα ακόμα πιο δύσκολα, ακόμα πιο ζοφερά. Ωστόσο, έχουν αποφασίσει να μην υποστείλουν τη σημαία της Επανάστασης. Εστω και από τις κεραίες της καρδιάς τους.

Σαράντα και κάτι χρόνια μετά τον ματωμένο εκείνο Δεκέμβρη, οπότε και γράφεται το «Υπερώον», ο ποιητής εξακολουθεί να έχει ως όπλο του την πένα. Ολους τους εχθρούς μπορεί να τους νικήσει με αυτήν. Τον πολιτικό, τον ταξικό, τη ματαιότητα, τη φθορά, την τύψη, την ασχήμια, την ασθένεια. Ισως ακόμη και τον Θάνατο- υπό την έννοια της Ομορφιάς που του αντιτάσσει, όπως και της Αθανασίας του έργου.

Το 1985 ήταν μια εξόχως παραγωγική χρονιά- το αντίθετο συμβαίνει σπάνια, άλλωστε για εκείνον. Του Υπερώου προηγείται το πεζό «Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει άγιος», τελευταίο βιβλίο της εννεαλογίας «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Κατόπιν, το καλοκαίρι, έρχονται οι «Ανταποκρίσεις», το φθινόπωρο οι «Σηματοδότες» και τον χειμώνα το «Ασπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο». Ο κατά δήλωσίν του «πολυγράφος, ο ακόρεστος» εξακολουθεί να τρέφεται «από την ευτυχία της γλώσσας» χωρίς ποτέ να χορταίνει. Αψευδής μάρτυρας οι 803 αρχειακές μονάδες από όσα χειρόγραφα αυτογράφων έργων επέζησαν των διάφορων καταστροφών και κατατέθηκαν από την Ερη και τη Φαλίτσα Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, όπου φυλάσσονται,προσβάσιμα στον μελετητή.

Την προηγούμενη χρονιά, το 1984, έχει προκληθεί σάλος εξαιτίας των πεζογραφημάτων του, τα οποία κρίνονται από κάποιους «συντρόφους» πολύ ελευθεριάζοντα. Το γεγονός τον λυπεί, αλλά δεν κάμπτεται ούτε η αισθητική, ούτε η άποψή του, ούτε η τόλμη, ούτε όμως και η πίστη του. Ο Γιάννης Ρίτσος, δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα αφοσιωμένο κομματικό μέλος του ΚΚΕ, ό,τι κι αν συνέβη. Πλήρωσε βαρύ τίμημα, μέχρι τη στέρηση της ελευθερίας του. Οσο για το βραβείο Νόμπελ; Δεν λυπήθηκε που τα φρονήματά του μπήκαν από τρίτους πολλές φορές εμπόδιο. Η Ελλάδα, που θα μπορούσε να έχει τρεις βραβευμένους, θα έπρεπε σήμερα να λυπάται. Εστω, σήμερα. Με τα πάθη, υποτίθεται, κάπως σιγασμένα.

Δεν είχαν, όμως, κατασιγάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Αναζητώντας δηλώσεις του ποιητή και δημοσιεύματα για εκείνον στο πολύτιμο έργο της Αικατερίνης Μακρυνικόλα «Βιβλιογραφία του Γιάννη Ρίτσου 1924- 1989» (έκδοση Σχολής Μωραΐτη) διαπιστώνει κανείς πως ακόμη και μεσούσης της σε εισαγωγικά «αλλαγής», οι  διαμαρτυρίες γιατί διδάχθηκε ποίημά του σε σχολείο ή γιατί έγινε εκδήλωση προς τιμήν του, είναι αιχμηρές. «Εμφυλιοπολεμικό κλίμα» όπως είπε η Ερη, όταν της ανέφερα τα στοιχεία. Και «ο ψυχρός πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». Ετσι ακριβώς. Δεν τέλειωσε, γιατί η μία πλευρά δεν θέλησε ποτέ να τελειώσει. Αρκεί να θυμηθούμε, προς επίρρωσιν, τη φράση του Γεωργίου Παπανδρέου- κατά πολλούς αριστερούς νεκροθάφτη της Δημοκρατίας- στις 30 Δεκεμβρίου του 1944. «Το ΕΑΜ μέχρι ηλιθιότητος, επιμένει στην πολιτική της εθνικής ενότητος.»

Δεν ήρθα εδώ απόψε για να κάνω ιστορικές αναφορές. Ο περίγυρος όμως, κοινωνικός, ιστορικός, ποιητικός, συντείνει ώστε να κατανοούμε καλύτερα. Η Ερη Ρίτσου, ορίζει το πλαίσιο, σημειώνοντας: «Η συλλογή Υπερώον, γραμμένη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποτελείται από ποιήματα αυτοβιογραφικά, που ταυτόχρονα αντανακλούν το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Εποχή κρίσης ηθικής τα χρόνια εκείνα, δεν μπορεί παρά να έχει συνάφεια με την κρίση την οικονομική που βιώνουμε ως συνέπεια και του ηθικού εκείνου ελλείμματος που, ανάμεσα σε άλλα, προετοίμασε το έδαφος για το σήμερα. Τα ποιήματα αυτά είναι, νομίζω, με τον τρόπο τους επίκαιρα, και για τούτο θεώρησα πως θα άξιζε να αποδοθούν στο κοινό σε μια αυτόνομη έκδοση.»

Με αυτό το έργο, ένα από τα τελευταία του, ο ποιητής επιστρέφει με δικό του τρόπο στις καλλιτεχνικές του απαρχές και στις απαρχές των ερωτημάτων του.

 

«Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον

 στα σκοτεινά.

 Η αυλαία ολάνοιχτη. /

Εργάτες της σκηνής, φροντιστές, ηλεκτρολόγοι ξεστήνουνε τα σκηνικά, μετέφεραν στο υπόγειο ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι,

σβήσαν τα φώτα, έφυγαν, κλείδωσαν τις πόρτες.

 Σειρά σου τώρα, χωρίς φώτα, χωρίς σκηνικά και θεατές,

 να παίξεις εαυτόν».

Το ποίημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κεντρικό της συλλογής. Άλλωστε, ο τίτλος του είναι δηλωτικός: «Στο υπερώον». Στον εξώστη, δηλαδή, από όπου μπορείς να κατοπτεύεις το άδειο πλέον θέατρο, τη ζωή σου που αδειάζει. Το «Υπερώον» γράφεται τον Μάρτιο του 1985. Εβδομήντα δύο ποιήματα σε 21 μέρες, από την 1η έως την 21η του μήνα. Ο Ρίτσος έχει ακόμη ακμαίες τις ποιητικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό και η β’ γραφή συντελείται, τάχιστα, εντός του Απριλίου και την πρωτομαγιά. Τη γενέθλια μέρα.

 

 

Κάποτε, ήταν πολύ νέος, πολύ ωραίος. Εντυπωσίαζε στη σκηνή του θεάτρου ως ηθοποιός και χορευτής. Εκείνος, όμως, ήθελε να είναι μόνο ποιητής. Και ελεεινολογούσε τον εαυτό του για το επάγγελμα που η ανάγκη τον είχε κάνει να επιλέξει:

«Εγώ, της Τέχνης εραστής, με κρόταφους στιλπνούς

από του Ωραίου τον ασπασμό και των Ιδεών το ασήμι,

δύω στου κενού στομάχου μου τους δύσοσμους καπνούς

και, κολοβός αετός, πηδώ στη ρούμπα και στο σίμμυ»
(Γιάννης Ρίτσος, «Τρακτέρ», 1934)

Αλλαξε επαγγέλματα, δεν άλλαξε ωστόσο ποτέ αντικείμενο πάθους. Η ποίηση υπήρξε για εκείνον η μόνιμη, βαθύτατη αγαπημένη. Στην εκπληκτική ποιητική του πορεία, ο Γιάννης  Ρίτσος ανακάλεσε πολλές φορές στοιχεία από το θέατρο. Έγραψε μέχρι και συνθέσεις που, αν και ποιητικές, παρουσιάζονται συχνά στη σκηνή. Έγραψε και αμιγή θεατρικά έργα, γεμάτα ποιητικότητα.

Στο «Υπερώον», έχοντας απόλυτο έλεγχο στο έρημο θέατρο, το οποίο κοιτά εν κατόψει, ο Ρίτσος αναρωτιέται συχνά, διατυπώνει ερωτήματα ως προς  κορυφαία υπαρξιακά και οντολογικά ζητήματα, δοκιμάζοντας απαντήσεις. Από αυτές, εξαρτώνται όλα. Και από το τι κατάφερε. Ας αφήσουμε τον ίδιο να μας το πει:

 

Τ’  Α Σ Π Ρ Α  Β Ο Τ Σ Α Λ Α

 

Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι

λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει

από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας

δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες

καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι

στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες

από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι αυτό

λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια

ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ

να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης. 

Να λαμποκοπά όσο λευκός, με τη σεμνή του περηφάνια και ποτέ να μη μαρτυρά, την ώρα της Μεγάλης Δίκης. Αυτό, προπάντων, μας λείπει σήμερα από τον Γιάννη Ρίτσο.Τoδυνατό του παράδειγμα.  Ιδίως καθώς «η θάλασσα μας πλησιάζει/ όλους ανεξαιρέτως/ διδακτική, αμερόληπτη, αμνησίκακη.»

Αγγελική Κώττη

Η ομιλία του Δημήτρη Κοσμόπουλου, στην εκδήλωση για την παρουσίαση της νέας συλλογής του Γιάννη Ρίτσου “Υπερώον”

kosmopoulos
Δημήτρης Κοσμόπουλος

(Το κείμενο διαβάστηκε από την Έρη Ρίτσου)

Σε δύο ποιητές μας θα μπορούσε άνετα να δοθεί ο χαρακτηρισμός του poete-fleuve: Στον Παλαμά και στον Ρίτσο. Δεν είναι περίεργο που ο Παλαμάς δεξιώνεται τον Ρίτσο στο ποιητικό προσκήνιο, με αφειδώλευτον ενθουσιασμό, στο γνωστό τετράστιχό του

Το τραγούδι σου είν’ από ιχώρ κ’ είναι από αιθέρα

Όρθρος καθαρής αυγής φέρνει την ημέρα.

Γλήγορο αργοφλοίσβισμα της γαλάζιας πλάσης

Να παραμερίσουμε για να περάσεις.

«Εύκολα μεταξύ τους, οι ποιητές αναγνωρίζονται», γράφει, αργότερα πολύ, (1969),στις Επαναλήψεις του ο Ρίτσος. Κι αν ο χιονόλευκος πρεσβύτης του λυρισμού μας παραμερίζει στο πέρασμα των νέων υδάτων-ο Ρίτσος απ’ την άλλη πλευρά και με δικούς του τρόπους, αποδεικνύεται ο πιστότερος στην εφαρμογή του παλαμικού αποφθέγματος: «Η όρεξη έρχεται τρώγοντας. Η έμπνευση έρχεται γράφοντας»( Πεζοί Δρόμοι Α΄,α΄εκδ.1988,σελ.87)

Μάλιστα, ο Ρίτσος ξεπερνά κατά πολύ τον Παλαμά σε όγκο έργου. Και σίγουρα, ξεκινά κάτω από την επιβλητική σκιά του, για να απλωθεί όμως σε μια μορφική ποικιλότητα που διαρκώς αυτοεπινοείται , ώστε να χωρέσει δια του γραπτού όσο γίνεται περισσότερη ύλη αφράστου:

Το ποίημα είναι

τ’ αρνητικό της σιωπής

Μια μέρα

μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται

το πρόσωπό της.

Τα μάτια της διόλου κλαμένα.

Τα τρία διαμάντια

ασάλευτα, απαστράπτοντα

καρφωμένα στο στήθος της.

Ο Ρίτσος ξεκινά έμμετρα. Από το 1925 κιόλας, με τα πρωτόλεια στην Διάπλασι των Παίδων.( Εκεί δημοσιεύονται τα ποιήματα «Φθινοπωρινά Τραγούδια» και «Ονειροπολήματα» με το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα»), και αργότερα (1927) στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας. Έμμετρες είναι και οι πρώτες του συλλογές (Τρακτέρ,1934, Πυραμίδες,1935, Επιτάφιος,1936)

Θυμίζω ότι πριν το εγκωμιαστικό τετράστιχο του Παλαμά για το Τραγούδι της αδελφής μου του 1937, ο Ρίτσος γράφει την «εκτενέστατη σύνθεση» Η αποθέωση του δρόμου, αποτελούμενη από 1187 δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους σε δακτυλικό εξάμετρο, χωρισμένη σε 27 ενότητες. Η χρονολογία γραφής «30 Ιανουαρίου-5 Μαρτίου 1938, Αθήνα-Βόλος-Πάρνηθα».Στέλνει το χειρόγραφο στον Παλαμά με την αφιέρωση «Το βιβλίο τούτο χαρίζω στον Ποιητή Κωστή Παλαμά». Αλλά το μακρύ ποίημα, εμπνευσμένο από το Συμπόσιον του Πλάτωνος, (είναι η εξομολόγηση του Σωκράτη προς τον Αλκιβιάδη), έχει και τρεις σελίδες έμμετρης αφιέρωσης. Παραθέτω:

Πατέρα δέξου μου αυτή τη φωνή που αναβλύζει απ’ το χώμα

Τραυματισμένη κι αλύγιστη μ’ όλη την άσβεστη φλόγα

Που λαχταρά την Αρχή της να βρει κ’ η λαχτάρα τής μένει

κι όλους τους δρόμους περνά ερωτικά κι είναι Θεός της: οΔρόμος .

Ο Ρίτσος όταν γράφει το ποίημα νοσηλεύεται, μετά από υποτροπή της φυματίωσης ( Πρβλ:Χρύσα Προκοπάκη, Η Αποθέωση του Δρόμου: Μια πρώιμη σύνθεση του Ρίτσου, στον τόμο: Διεθνές Συνέδριο, Ο ποιητής και πολίτης Γιάννης Ρίτσος, εκδ. Μουσείο Μπενάκη και Κέδρος, 2008, σελ.415-433).

Poetes-fleuves , λοιπόν. Kι επί πλέον, στον έμμετρο και μελικό Παλαμά ο Ρίτσος βρίσκει την εσώτατη μεταμορφωτική ανάγκη ,που κάνει τον ποιητή φορέα της ηχητικής και φωνητικής μετάπλασης των πραγμάτων. Ο Παλαμάς στο απομνημονευματικό Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου(1930), μιλά για μιαν «ακαθόριστη, ασυνείδητη σχεδόν, μουσική προδιάθεση» η οποία τον διακατείχε παιδιόθεν, σφραγίζοντας την εκφραστική του με την ρυθμική αγωγή και την εσωτερική χορευτική της τάξη. Η κοινότητα των δύο ποιητικών ιδιοσυγκρασιών είναι προφανής. Η πολυγραφία, εμφανές και στους δύο χαρακτηριστικό, έχει να κάνει με μιαν εσώτατη ανάγκη πρόσληψης και μεταμόρφωσης στα όρια της ποιητικής έκφρασης. Διαμορφώνει την ποταμική πλατύτητα ως ποιητικό τόπο και τρόπο . Ο έμμετρος Ρίτσος των τριών πρώτων συλλογών αναχωνεύει τους παλαμικούς τρόπους , αλλά συνάμα τον Σολωμό , τον Βαλαωρίτη, τον Σικελιανό, τον Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Γρυπάρη, τον Βάρναλη και κυρίως τον Καρυωτάκη.

«[…]Καρυωτάκη, κάθε στιγμή ακούω τους στίχους σου να βουίζουν γύρω απ’ τ’ αυτιά μου, πάνω από κάθε θόρυβο και μέσα στη σιωπή. Ένιωσες βαθειά τη ζωή, ένιωσες βαθειά την ψυχή γιατί πόνεσες βαθειά[…]», γράφει ο Ρίτσος στην εφημερίδα «Ο Παρατηρητής», στις 15/3/1931, υπό τον τίτλο «Από το ημερολόγιον ενός φθισικού».

( Πρβλ. Χριστίνα Ντουνιά, Ο ‘καρυωτακισμός’ του Γ. Ρίτσου, ΄Βιβλιοθήκη΄ της Ελευθεροτυπίας, 10/11/2000, όπου πρωτοπαρουσιάζονται ανταποκρίσεις του Ρίτσου στην εφημερίδα για την ζωή των φθισικών). Ο Ρίτσος νοσηλεύεται στην «Σωτηρία» ,στο Σανατόριο ,μαζί με τη Πολυδούρη. Εκεί γνωρίζει τον Καρυωτάκη, όταν αυτός επισκέπτεται την Πολυδούρη, με την οποία άλλωστε ο Ρίτσος αναπτύσσει θερμή σχέση και η οποία του αφιερώνει ποίημά της. Ταυτόχρονα με τις πρώτες ιδεολογικές επιλογές του, στα Τρακτέρ αλλά και στις Πυραμίδες, διαφαίνεται η έντονη ποιητική ιδιοσυγκρασία: Το πένθος για την ματαιότητα-αυτό που αργότερα αποκαλούσε «ογκώδες άσκοπο» -η ιερότητα της δημιουργίας και η στήθος με στήθος μάχη με την κοινωνική αδικία, με τον πόνο και με τον θάνατο:

«Του ανθρώπου την κατάρρευση στον εξευτελισμό

της ομορφιάς, του πνεύματος και της χαράς διακρίνω[…]»,

λέει στα Τρακτέρ και στις Πυραμίδες:

«Θ’ ανθίσει ο ήλιος δίκαιος στον κήπο τ’ ουρανού·

κ’ ενώ θ’ ανοίγουν έκπληκτα τα σκοτεινά δωμάτια

θ’ ανοίγουν και του Ωραίου οι πηγές· και του καινούργιου νου

το σύμπαν θα περιβληθεί γιορταστικά τα ιμάτια»

«Μη γράφεις πολλά! Τη γνωρίζομε αυτή την μανία που μας πιάνει· είνε ακράτητη· αλλά μας ζημιώνει[…]»,γράφει στις 29/5/1927 ο αρχισυντάκτης της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας Ηρακλής Αποστολίδης προς τον δεκαοχτάχρονο Ρίτσο. Δίνοντας και ένα προφητικό προανάκρουσμα της στάσης μιας μεγάλης μερίδας-του συνόλου σχεδόν-της κριτικής μας για τον Ρίτσο, σύμφυτης με την πρόδηλη αμηχανία για τις συνθέσεις του, των τελευταίων δεκαετιών του βίου του. Οι κριτικές προκαταλήψεις σχετικά με το έργο του Ρίτσου υποκρύπτουν την αδυναμία σύλληψης του ποιητικού του οικοδομήματος και επιπλέον, της ποιητικής του οπτικής. Με εκκωφαντικό παράδειγμα την περίπτωση του Α.Καραντώνη, ο οποίος μέσα στο πλαίσιο μιας προκατάληψης τον κατηγορεί για «καρυωτακισμό» και αργότερα για την κομματική στράτευσή του και την πληθωρικότητά του. Μόνον μετά το 1958. οπότε έχει μεσολαβήσει Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, ο Καραντώνης σκύβει προσεκτικώτερα σ’ αυτήν την ποίηση, έστω και με συγκατάβαση. (Άκρως ενδεικτικό περιστατικό, αποτελεί η αποστολή από τον ποιητή τριών ποιημάτων στα Νέα Γράμματα με το ψευδώνυμο Κώστας Ελευθερίου, τα οποία υποδέχεται διθυραμβικά ο Καραντώνης, ο οποίος κατά τα άλλα, απαξιώνει συστηματικά τον Ρίτσο εκείνης της περιόδου)

Η ποταμική όμως ποιητική υπόσταση του Ρίτσου διαφοροποιείται από εκείνη του Παλαμά κατά τούτο: Στον Ρίτσο η πολυγραφία συστήνει με τον καιρό, μιαν οντολογία της γραφής. Μιλώ για την εκπεφρασμένη πεποίθησή του ότι ο ποιητής «είναι εντολοδόχος του κόσμου», του ανθρώπου και των πραγμάτων. «Τούτο τον πλούτο –λέει-/διαρκώς τον μοιράζεις/διαρκώς πληθαίνει». Τονίζει στο Ρόπτρο (1978), και στην Γκραγκάντα(1972), πιο πριν, ο αφηγητής –ποιητικό υποκείμενο: «δαγκώνει τις λέξεις, /φτύνει τις λέξεις, τις μαζεύει από κάτω μαζί με το χώμα, /τις βάζει στην παλάμη του, τις ψάχνει με το δάχτυλό του, φτιάχνει κασέλες, κηροπήγια, μια λάμπα θυέλλης[…]».

Ο Ρίτσος, θα έλεγε κάποιος, δεν προλαβαίνει να εκφραστεί κριτικά. Μυθολογεί και τις κριτικές του απόψεις ενσωματώνοντας τες στα πολύστιχα ποιητικά του συνθέματα. Αργότερα πολύ, συγκεντρώνει στον τόμο Μελετήματα, τις προσεκτικές και λελογισμένες κριτικές του καταθέσεις και μαζί μ’ αυτές τα κείμενα για τις μεταφράσεις των ποιητών που αγάπησε και προτίμησε. Είναι χαρακτηριστικό το πως μένει εκτός κάθε διαμάχης από εκείνες που ταλάνισαν την προπολεμική, κυρίως όμως την μεταπολεμική αριστερά, διαμάχες που είχαν να κάνουν με ζητήματα κεφαλαιώδη για την αριστερή ιδεολογική αγκύλωση: Η σχέση Τέχνης – Κοινωνίας, η σχέση βάσης – εποικοδομήματος, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η αυτονομία η μη του καλλιτεχνικού έργου. Για όλα ετούτα ο Ρίτσος απαντά απολύτως ξέχωρα και μοναχικά, είτε στα Μελετήματα (π.χ.» […] Η ποίηση, στο βαθμό που είναι τέτοια, μας λέει πολύ περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να πούμε εμείς γι’ αυτήν») είτε στην στοχαστική διερώτηση για την ποίηση, την τέχνη γενικότερα και τα όριά της, όπως φανερώνεται στα ποιήματά του. Κι όταν, μετά από επτά περίπου δεκαετίες ποιητικής χειρωναξίας, το 1977 εκδίδεται το Τερατώδες Αριστούργημα, με υπότιτλο (Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα), ξεδιπλώνει σε μία φούγκα της ποιητικής του, όλες τις συμπληγάδες που πέρασε και από τις ιδεοληψίες των συντρόφων του και από τα δικά του λάθη, και από τις αρετές που εκόμισε από το μακρύ του αγώνα του ταξίδι. Σταματούμε λίγο σ’ αυτό το ποίημα των χιλίων διακοσίων στίχων, διότι, πέραν της αυτοειρωνείας και εντέλει της χλεύης προς αυτή καθαυτή την αυτάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης, πέραν της υψηλής διαχείρισης όλων των κατακτήσεων του μοντερνισμού, από τον σουρεαλισμό και μετά, πέραν όλων αυτών το ποίημα απλώνει τα τρία επίπεδα στα οποία κινήθηκε ο τρόπος του, με τον πλέον ανάγλυφο στον αναγνώστη ρυθμό. Μ’ άλλα λόγια, η ποίηση του Ρίτσου, ξεκινούσε το υφάδι της από την βιογραφία και την μετάπλασή της, ανοίγονταν στην πράξη και στην δράση συνομιλώντας με την ιστορία του καιρού του και του παρελθόντος και έφθανε μετά στο κέντημα των ερωτημάτων που ορίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη: Βίωμα – Δράση, Ιστορία, Ὕπαρξη, να οι τρεις πλευρές που ορίζουν το επιβλητικό τρίγωνο δέλτα, εντός του οποίου συγκροτείται και ανδρώνεται το σώμα του ποιητή δηλαδή ο κόσμος και η ψυχή του. Σταχυολογώ, εις επίρρωσιν :» […] Κάνω κ’ εγώ τη δουλειά μου – αντέστε στο καλό με τις αντιρρήσεις σας,/ υφασματέμποροι, τελωνειακοί, αστυνομικοί, διαφημιστές, ειρηνοδίκες/ στρατιές σκονισμένα μπουκάλια{…} Πάντοτε προτιμούσα τα μεγάλα ζώα σε μεταμεσονύχτια δάση {…} ένιωθα πράγματι ελεύθερος και όμορφος/ ανακατεύοντας έτσι ζητωκραυγές , γιασεμιά και στρατάκια / μην έχοντας να δώσω λόγο σε κανέναν… {…} και τους ξερακιανούς αγρότες με τις ψάθες τους και τις μουστάκες / ντάλα μεσημέρι του Αλωνάρη / σαν τους αγριότριχους βυζαντινούς Αγίους με τα φλώρο -/καπνισμένα φωτοστέφανά τους φαγωμένα στις άκριες / και τις γερόντισσες τις μαυρομαντηλούσες να δαγκώνουν την υπομονή τους μπρος στην άδεια σκάφη…{…}/ Και τι να πεις για τις Μεγάλες Πέμπτες στον Ελκόμενο/ με αργές θαλασσινές καμπάνες και πορτοκαλάνθια / Αγρυπνίες πάνδημες στη Χρυσαφίτισσα με καπνισμένα μάτια καρτερώντας τον κομήτη/ {…} Αυτός ο άνθρωπος είπαν είναι ένα τέρας αντοχής, εργατικότητας, πειθαρχίας/{…} ύστερα βλέπεις φοβόμουνα αυτή τη ρυθμική αλληλουχία / έπρεπε διαρκώς ν’ αλλάζω θέση για να’ μαι πάντα παρών./{…} Κι οι σύντροφοι με επιτιμούσαν με αδελφική φροντίδα / ότι τα νέα ποιήματά μου διανθίζονται από κάποιες τάσεις μεταφυσικής/ κ’ εγώ απαντούσα με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός/ πολύ βαθύτερου ρεαλισμού./[…] Αυτός ακριβώς δε μου το συχωρέσανε ποτές οι στέρφοι/ οι φθονεροί κι’ οι ανίδεοι»/ κ’ εκείνοι οι δόλιοι φραγκοφτιασιδωμένοι τελειόφοιτοι Σχολών Φιλελλήνων/ διπλωματούχοι της Σορβόννης και του Καιμπριτζ, του Χάρβαντ/ και κόμπαζαν και μου σφεντόνιζαν πέτρες/ και λέγαν πως δεν έχω ιδέαν απ’ το ξυνόν και το εν ον του ιερατικού Ηρακλείτου/ και μ’ ακοντίζανε οι νωθροί τις κατηγορίες του κομπογιαννίτη και του πολυγράφου/ κι από κοντά τους σεγκοντάριζαν γαυγίζοντας τα σκυλιά της Ασφάλειας.[…]».

Η ιστορία διϋλίζεται δια του ήδη βιωμένου, κι ο άνθρωπος εννοεί την ύπαρξη μόνον μέσω της μεταμορφωτικής διαδικασίας που είναι η ποιητική τέχνη. Ο Ρίτσος, σ’ όλη την έκταση της δημιουργίας του, δείχνει να ασφυκτιά αν δεν μεταμορφώσει την παραμικρή στιγμή στην προοπτική μιας αιωνιότητας που χαρίζεται από την αλχημεία των λέξεων. Είναι γι’ αυτό που το ίδιο ποιητικό πρωτοκύτταρο, με σχάσεις, διασπάσεις και ανασυνθέσεις, εμπυρωμένο από την άσκηση στην πάροδο του χρόνου, αλλάζει μορφές και ποιητικούς τρόπους ακροβατώντας από το ολιγόστιχο αποφθεγματικό ποίημα στο μακροσκελές ποταμικό, από το προσωπείο του μύθου και της αρχαιοελληνικής Γραμματείας τον αναγραμματισμό, με προβολή της στο εκάστοτε τώρα, ως το έμμετρο ρυθμικό επίτευγμα και την ομοιοκαταληξία. Σ’ όλην αυτή την δολιχοδρομία, το ποιητικό υποκείμενο, το πρόσωπο του ανθρώπου, αγωνίζεται και αγωνιά ν’ ανοίξει δρόμους και να σκάψει στοές για να ανέβει και να ξεσπάσει το ποτάμι του αρρήτου. Απορρίπτοντας να καθαρίσει πολλές φορές, τα νερά από τη λάσπη και την ύλη που έχουν συμπαρασύρει κατά την ορμητική προς το φως ροή τους. Αφού το μυστήριο το άρρητό της ζωής τον κατακλύζει: «Οι λέξεις που έμειναν έξω απ’ το ποίημα, φοβούνται./ Το τι θα πεις πιο κάτω οι λέξεις θα σ’ το πούνε./ Όμως οι λέξεις βγαίνουν απ’ τις πράξεις./ Όλες οι λέξεις δε σου φτάνουν για να πεις το τίποτα./ Μα τι ζητάς επιτέλους, πνιγμένος μες τις λέξεις» και πάνω απ’ όλα η σιωπή που έπεται, προηγείται, δεν δαμάζεται: «Αυτός ο άνθρωπος έχει βραχνιάσει απ’ τη σιωπή του». (Βλ. Μονόχορδα).

Η ομιλία του Γιάννη Δούκα, στην εκδήλωση για την παρουσίαση της συλλογής Υπερώον (4/12/13)

doukas
Γιάννης Δούκας

«Απλησίαστος, άτρωτος, ανέγγιχτος»:

ο Γιάννης Ρίτσος στο Υπερώον.

Είναι τιμή μου να βρίσκομαι σήμερα εδώ –κι ευχαριστώ γι’ αυτό τις Εκδόσεις Κέδρος και τον Θανάση Μήνα για την ευγενική τους πρόσκληση–, τιμή που, αναπόφευκτα, είναι σύμφυτη και με μια έντονη αίσθηση αμηχανίας. Πώς θα μπορούσε κανείς, ξεκινώντας από το Υπερώον, να μιλήσει για έναν ποιητή, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ν’ αναμετρηθεί με το εύρος και την εμβέλεια του έργου του και, κυρίως, να αποδώσει τον ποιητή στο σήμερα, να τον τοποθετήσει στον καιρό μας, κρατώντας, όσο γίνεται, σεβαστικό το βλέμμα του, αλλά και διαυγή, απροκατάληπτη την προσέγγιση του; Πώς θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει τον Ρίτσο για την εποχή μας, χωρίς όμως να καταλήξει να τον διαστρεβλώσει και να τον οικειοποιηθεί, στο όνομα ακριβώς της απελευθέρωσής του από παραναγνώσεις και στερεότυπα; Αν υπάρχει απάντηση στα ρητορικά αυτά ερωτήματα, μόνο ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να μας τη δώσει.

                Όσο διάβαζα το Υπερώον, μου ερχόταν διαρκώς στον νου ένα ποίημα του Νάσου Βαγενά από τη συλλογή του Στη νήσο των Μακάρων, ποίημα που φέρει τον τίτλο «Γιάννης Ρίτσος» και σε αυτόν απευθύνεται. Ο Βαγενάς φαντάζεται τον Ρίτσο να μένει για πολύ καιρό «με το βλέμμα καρφωμένο στην πραγματικότητα/ βέβαιος (ή σχεδόν βέβαιος) ότι τα/ εφήμερα περιέχουν και τα αιώνια». Αυτά είναι και που ψηλαφεί ο ποιητής, τα «ζεματιστά, [που του] άφηναν κάτι/ σαν κάψιμο στην άκρη των δαχτύλων».  Ακόμη, του λέει, «μοναχικός και ανάμεσα στο πλήθος (…) ζητούσες ακόμη πιο πολύ τα καίρια,/ εκείνα που σου καίγαν και το στήθος». Κάπως έτσι βλέπω κι εγώ το Υπερώον, σαν άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε αυτά που του έκαιγαν τα δάχτυλα και σ’ εκείνα που του έκαιγαν το στήθος, με τη ζυγαριά να κλίνει προς τα δεύτερα, εκεί που ο ποιητής έρχεται να μας αποκαλυφθεί –έντεχνα κι ενσυνείδητα, ας μην το ξεχνάμε– απογυμνωμένος. Και κάπως έτσι θα προσπαθήσω να διαβάσω τη συλλογή, σαν ταλάντωση του Γιάννη Ρίτσου ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό, ανάμεσα στην αδιαμεσολάβητη στράτευση και τον αναστοχασμό της δημιουργίας.

 

Το Υπερώον αποτελείται από ποιήματα είκοσι ημερών, γραμμένα όταν ο Ρίτσος ήταν ήδη 76 χρόνων. Κρατώ δυο φράσεις από το σημείωμα της κόρης του ποιητή, Έρης, που συνοδεύει τη συλλογή: αφενός ότι «ο Γιάννης Ρίτσος θεωρούσε την ποίηση τόσο απαραίτητη για την ύπαρξή του, όσο και την αναπνοή του», αφετέρου ότι τα ποιήματα του βιβλίου είναι «αυτοβιογραφικά». Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι αντιμετωπίζουμε εδώ ένα κείμενο-παρακαταθήκη, ποιητικό υστερόγραφο ή, καλύτερα, σπονδυλωτή ποιητική αυτοβιογραφία, όχι βέβαια με τη φιλολογίζουσα έννοια που θα μπορούσε να πάρει ο όρος.

Το παρόν, μοιραία ίσως, επέχει θέση σκηνικού, ανάμεσα στο περασμένο και στο ακόμη ασχημάτιστο. Είναι μια ατμόσφαιρα παρακμής, «καιρός ναυτίας» («Κρίση»), με «φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φτηνότερα λόγια» («Ο ωραίος δραπέτης») και την υφή του υλικού που φθείρεται κι εκπίπτει. Στους όρους αυτούς, ο «διμέτωπος αγώνας» του ποιητή είναι η ταυτόχρονη αναμέτρησή του με το παρελθόν, προσωπικό, ποιητικό, πολιτικό, και με «το μέλλον» που «διαρκεί πολύ», ακόμη περισσότερο, το μέλλον όχι της ζωής, αλλά της υστεροφημίας. Το ποιητικό εγώ (σε πρώτο, δεύτερο, τρίτο ενικό ή πρώτο πληθυντικό πρόσωπο) εκφέρεται χαμηλόφωνα, και ο «τόνος» του είναι «απολογητικός/ κι ονειροπόλος ταυτόχρονα» («Διαιτησία»). Η μνήμη, ως «πραγματωμένη διαφάνεια», αλλά και «η ονειρεμένη, η εύθραυστη, η διαψευσμένη,/ η προδοτική» («Υαλουργεία») βρίσκεται υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Ίσως να είναι και ο ίδιος που, προς στιγμήν ενδίδοντας, φλερτάρει με τη λήθη   («Πρόθεση λήθης»):

 

Δε θέλω να θυμάμαι τους νεκρούς – είπε, –

θα μπω ν’ αγοράσω

εκείνο το ουρανί πουκάμισο

με τα μικρά, στιλπνά, φιλημένα κουμπιά του.

 

Όπως και να ’χει, αυτή η προσωρινή, ανθρώπινη αυταρέσκεια, αποτροπή, θα λέγαμε, του μνησιπήμονος πόνου, έρχεται ν’ ακυρωθεί από την «Αναδρομή», ποίημα που ανακαλεί το πολιτικό παρελθόν και τον ενεργό ρόλο του ποιητή ως δρώντος υποκειμένου:

Ράβω, ξεράβω στίχους

να τους κουμπώσω ως το λαιμό [ενν. τους εκτελεσμένους]

μη μου κρυώσουν,

μη και μου ξεχαστούνε,

μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ.

 

Και αν, ωστόσο, ο ποιητής αξιολογεί το ίδιο του το έργο, ταυτίζοντας εδώ το αίτημα της υστεροφημίας του με την πολιτική παράμετρό της ποίησής του, είναι και σε άλλους χώρους,  πιο προσωπικούς, που εντοπίζει τον πυρήνα της ποιητικής του και τον διάλογό του με την αιωνιότητα. Στο «Δημόσιο πάρκο», η εικόνα ενός κύκνου μέσα σε μια μικρή λίμνη γίνεται «το επιχείρημά [του]/ να συνεχίσει να γράφει μετά θάνατον», ενώ στο καταληκτικό της συλλογής, «Τ’ άσπρα βότσαλα» του τίτλου γίνονται μεταφορά για την ίδια την ποίηση, έργο που η απερίφραστη απλότητά του αποκρύπτει την επίπονη προσπάθεια, τη δύσκολη, τη σχεδόν ακατόρθωτη, τελείωσή του, τους βυθούς, τις στερήσεις, τις αρνήσεις. Τα βότσαλα «λαμποκοπούν [για] ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους» και για να μην μαρτυρήσουν τον ποιητή «την ώρα της Μεγάλης Δίκης».

 

Διαβάζοντας το Υπερώον, θυμόμαστε συχνά τις «λέξεις που λεν, και κρύβουν» του Κωνσταντίνου Καβάφη. Η ποιητική ιδιοσυγκρασία του ύστερου Γιάννη Ρίτσου προσέγγιζε τον Αλεξανδρινό, αντλώντας, μεταξύ άλλων, από την ποιητική του και τη διαβρωτική ισχύ του υπαινικτικού. Διεκδικώντας τον ιδιωτικό χώρο, το άβατο του καθαρά προσωπικού, ο ποιητής έρχεται να κοινωνήσει κάτι το, στην κρυπτικότητά του, ολοκληρωμένο:  είναι το απόσταγμα της εμπειρίας, η ζωή εις βάθος βιωμένη, ο πολύτιμος θησαυρός του ελάχιστου και του ουσιώδους:

 

Μοναχική ευτυχία,

κι ένα ποτήρι νερό

λάμποντας

μέσα στο κλειδωμένο σπίτι,

 

από το ποίημα με τον εύγλωττο τίτλο «Μυστική ιδιοκτησία». Ο έρωτας, εδώ, γίνεται κάτι που εμπεριέχει και προοιωνίζεται το τέλος του, την απώλεια, ή κάτι που ανήκει στην επικράτεια της ανάμνησης. Το ποιητικό εγώ, ωστόσο, επιμένει, αντέχει στη φθορά, την αρνείται και κατορθώνει να βρει νέες ενσαρκώσεις σαν την «απροσδόκητη/ γαλάζια πόρτα/ πεσμένη στα χαλάσματα/ με το κλειδί της/ στη θέση του» («Μια πόρτα»).

 

Εν γνώσει του οξυμώρου, θα περιγράφαμε τον ποιητή ως συμμέτοχο παρατηρητή. Τεχνουργός, χειρώνακτας των ποιημάτων του, υιοθετεί ως κεντρική του θέση την ισορροπία ανάμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα και τον ενδότερο εαυτό, παρακολουθώντας και τα δύο εκ του σύνεγγυς. Σε όποιο πρόσωπο και αν εκφέρεται, το ποιητικό εγώ έρχεται, αδάμαστα επίμονο, σε πρώτο πλάνο –στην κατακλείδα συχνά των ποιημάτων–  και διεκδικεί τον χώρο του, όχι όμως εγωιστικά, αφ’ υψηλού, ξέχωρα από τον κόσμο, αλλά από τον κόσμο εκπορευόμενο, στον κόσμο αναζητώντας την υπόστασή του.

Εισπράττουμε, όσο διαβάζουμε το βιβλίο, την αίσθηση της περιδιάβασης σε μια καθημερινότητα εσωτερικευμένη και χωνεμένη κατά τέτοιον τρόπο, που καταλήγει να μας δίνει την εντύπωση της περιπλάνησης στο είναι του ίδιου του ποιητή. Ως  μπενγιαμινικός συλλέκτης, «μαζεύει/ σκουριασμένα καρφιά,/ καμένους γλόμπους,/ άδειες κουβαρίστρες» («Αποταμίευση»), έχοντας ως πρώτη ύλη του το, σε πρώτη εντύπωση, άχρηστο, τα αντικείμενα του απτού, υλικού κόσμου που παρατίθενται παρατακτικά, αλλά και μετατρέπονται σε σύμβολα ανεξίτηλα ενός αστερισμού συνθέσεων και συνδυασμών. Ονοματίζοντάς τα με επιμονή και με σεβαστική, σχεδόν αναμονή, παρατηρώντας τα, σχολαστικά, ο ποιητής αναδεικνύει τη λεπτομέρεια που ξεχωρίζει και ξεκλειδώνει την ερμηνεία της συνολικής εικόνας, σαν το «πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα» από το «Επιλογικό» του Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, και πετυχαίνει, μέσα από την περιγραφή του κόσμου, την αναμάγευσή του, μεγεθύνοντάς τον, δίνοντάς του μια νέα, συμβολική υπόσταση.

Μέσα στη συλλογή, πλήθος είναι οι στίχοι και οι εικόνες που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αναφέρονται έμμεσα, αλληγορικά,  στη φύση και τα στάδια της ποιητικής δραστηριότητας. Είναι συχνοί, κατ’ αρχάς, στο βιβλίο οι μονολεκτικοί τίτλοι, αφηρημένα ουσιαστικά θηλυκού γένους, σύνθετα με προθέσεις, που θα μπορούσαν όλα να αποδοθούν ως ιδιότητες στην τέχνη της ποίησης, τις τεχνικές, τους τρόπους, τις εσωτερικές διεργασίες και την εστίαση του ποιητή, τις αφορμές του έργου και τον αντίκτυπό του. Τους παραθέτω: Αντιστροφή, Απογύμνωση, Αποταμίευση, Αναστάτωση, Αναδρομή, Διάσταση, Διαύγεια, Διαιτησία, Διαχωρισμός, Διείσδυση, Μεταπλάσεις, Μετατροπία, Μεταστροφή, Προφύλαξη, Προσέγγιση,  Συσκότιση.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, τον Γιάννη Ρίτσο, καθώς μεταμορφώνεται διαρκώς, όλο και κάτι άλλο να υποδύεται, ν’ «αλλάζει φορεσιά», θα λέγαμε, «και να επανέρχεται», «να γράφει και να σβήνει/ τα μυστικά του κόσμου». Ας τον φανταστούμε, πιστό στις συγγραφικές του πρακτικές, να μας προτρέπει («Μετατροπία»):

 

Χρειάζεται συνεχής προπόνηση

για να μη μείνεις κλεισμένος

μες στην ευγένεια της μετριότητας. (…)

κι ίσως μια νύχτα κατορθώσεις

να βγάλεις, απ’ την έννοια του παρείσακτου, το μέτρο του ύψους.

 

 

Ας τον φανταστούμε ακόμη να βιώνει την ποιητική πράξη ως κάτι το κρυφό και λαθραίο, προσπαθώντας να μείνει ο ίδιος όσο το δυνατόν απαρατήρητος: «αν ανάψω τσιγάρο», γράφει, «θα με δουν» («Προφύλαξη») και περπατάει ξυπόλητος για να μην τον ακούσουν, έχοντας δει τα πιο ωραία απ’ την κλειδαρότρυπα («Διείσδυση»). Ας τον φανταστούμε να παλεύει με τα πολλά που «δυστροπούν» στη ματιά και την αφή του, ν’ αγρυπνά μέχρι να φτάσει «ως τη συγκινημένη εκείνη απάθεια, ώσπου, τέλος,/ τίποτα πια δε θα διαφωνεί μαζί [τ]ου» («Μεταπλάσεις»),  να διαπραγματεύεται συνεχώς τη σχέση του ποιήματος με το ερέθισμα που το προκαλεί, ταλαντευόμενος, αγωνιζόμενος με τα εκφραστικά του μέσα, αναμετρώμενος με το είναι του ολόκληρο, ζητώντας μια ποίηση που θα μοιάζει σαν «ένα δέντρο ολομόναχο/ πράσινο ακόμη»  («Απογύμνωση»), την ώρα που όλα πια θα είναι φθαρμένα, νοθευμένα, νεκρά.

 

Έστω και αν το Υπερώον δεν μας αποκαλύπτει ένα νέο ή διαφορετικό ποιητικό πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου, μας βοηθά –κι είναι γι’ αυτό πολύτιμο– να συλλάβουμε, γι’ ακόμη μια φορά, τη βασική αρχή που διέπει το έργο του, ότι δηλαδή η ποιητική του αναπτυσσόταν στο πέρασμα του χρόνου σαν τις διακλαδώσεις ενός δέντρου. Και τα κλαδιά αυτά, καθώς μεγάλωναν, απέκλιναν το ένα από το άλλο και ξεμάκραιναν, παραμένοντας ωστόσο αναπόσπαστα τμήματα του ίδιου συνόλου, συγκοινωνούντα, με τις ίδιες ζωτικές ουσίες να τα διατρέχουν, όπως το αίμα στις φλέβες του σώματος. Κι ακόμη παραπάνω, στα ύστερα αυτά ποιήματά του, κρίνω πως θα διαβάζουμε με καθαρότητα πώς θα ήθελε ο ίδιος να τον θυμόμαστε και να διαβάζουμε, ο «μεγάλος αταξινόμητος» Γιάννης Ρίτσος, «απλησίαστος, άτρωτος, ανέγγιχτος».

Και τι θα είχε, λοιπόν, σήμερα να μας πει, όπως μας παραδίδεται στο Υπερώον, στοχαστικός, πάνω απ’ όλα, για την ποίηση και για τις συνθήκες που τη γεννούν; Έχει να μας πει ότι όλα όσα, αξεδιάλυτα αλλιώς, συνιστούν την πραγματικότητα –και ο ίδιος ο ποιητής ανάμεσά τους– «από ψηλά, απ’ το βουνό, φαίνονται καθαρότερα» («Διαύγεια»). Έχει να μας πει ότι ο διάλογος με την πραγματικότητα οφείλει να είναι αδιάκοπος και ότι μόνο μέσα από αυτόν σηματοδοτείται και διακρίνεται η ίδια η ύπαρξη: “άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε»”, «Επιτέλους»). Παίζοντας εαυτόν, όπως αναφέρει στο ομότιτλο της συλλογής ποίημα-κλειδί, μας υπενθυμίζει τελικά τι σημαίνει επινόηση του ποιητικού εγώ, ενός εαυτού πέρα από τον εαυτό, ώστε «ο ποιητής», όπως έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης, να είναι «κάτι [που] χάνεται ολότελα μέσα στη γενική φυσιογνωμία της ζωής και άλλοτε ξεχωρίζει με τα πελεκημένα χαρακτηριστικά του». Αδιάφθορος μάρτυρας της εποχής του, με τον τρόπο του ανένταχτος, μάς διδάσκει, πολύ απλά, σχεδόν υποδόρια, ότι όποιος γράφει ποίηση θα πρέπει να στρατεύεται σε υψηλούς σκοπούς, αλλά και να διαφυλάττει τα προσωπικά του ιερά. Να ζει μέσα στην εποχή του, αλλά και να κάνει πάντοτε και δυο βήματα πίσω, πέρα και πάνω από αυτήν για να τη δει καθαρότερα και για να την εκφράσει. Να ταυτίζεται, εντέλει, με τον διαιτητή που γρονθοκοπείται από φιλάθλους και των δύο παρατάξεων και που είναι το ματωμένο στόμα του το μόνο που θα τον διαβεβαιώνει ότι αυτός έχει το δίκιο με το μέρος του («Διαιτησία»).

Έγινε χτες η παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου “Υπερώον”

IMG_20131204_200436
Φίλοι του Γιάννη Ρίτσου, υποδέχτηκαν και με επίσημο τρόπο την έκδοση της ποιητικής συλλογής “Υπερώον“, χτες 4/12/13, στο Μουσείο Μπενάκη,..
Ομιλητές ήταν

  • ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, συγγραφέας, Καθηγητής ΕΚΠΑ,
  • ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, ποιητής, δοκιμιογράφος (το κείμενό του διαβάστηκε από την Έρη Ρίτσου, διότι ο ίδιος απουσίαζε στο Κάιρο, λόγω της βράβευσής τους με το Διεθνές Βραβείο Ποίησης 13ων Καβαφείων)
  • η Αγγελική Κώττη, δημοσιογράφος, βιογράφος του Γιάννη Ρίτσου
  • και ο Γιάννης Δούκας, ποιητής
    Ποιήματα από τη συλλογή ΥΠΕΡΩΟΝ διάβασαν η Νόνικα Γαληνέα και ο Γιώργος Κοτανίδης.

(Οι ομιλίες θα δημοσιευτούν σύντομα στην επίσημη ιστοσελίδα του Γιάννη Ρίτσου)

Σήμερα (4/12/13) η παρουσίαση της νέας συλλογής “Υπερώον”

ritsosatsea
Σήμερα, στο Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Κουμπάρη, θα γίνει η παρουσίαση της νέας ανέκδοτης ποιητικής συλλογής του Γιάννη Ρίτσου “Υπερώον” που κυκλοφόρησε από τον ΚΕΔΡΟ στις 11 Νοέμβρη, ακριβώς 23 χρόνια από το θάνατο του ποιητή!..
Την εκδήλωση θα τιμήσει με την παρουσία της η κόρη του ποιητή, Έρη Ρίτσου!..
ΥΠΕΡΩΟΝ του Γιάννη Ρίτσου
την Τετάρτη, 4 Δεκεμβρίου 2013, στις 7:00 μ.μ. στο Μουσείο Μπενάκη.
Ομιλητές
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, συγγραφέας, Καθηγητής ΕΚΠΑ
Δημήτρης Κοσμόπουλος, ποιητής, δοκιμιογράφος
Αγγελική Κώττη, δημοσιογράφος, βιογράφος του Γιάννη Ρίτσου
Γιάννης Δούκας, ποιητής
Ποιήματα από τη συλλογή ΥΠΕΡΩΟΝ θα διαβάσουν η Νόνικα Γαληνέα και ο Γιώργος Κοτανίδης.
Κουμπάρη 1 & Βασιλίσσης Σοφίας, Αθήνα | τηλ. 210 367 1000

Κυκλοφόρησε ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου

Κυκλοφόρησε ανέκδοτη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου | Άρθρα | Ελευθεροτυπία
Η ποιητική συλλογή «Υπερώον» γράφτηκε στην Αθήνα, απ’ την 1η του Μάρτη 1985 ως τις 21 του ίδιου μήνα. Η Β’ γραφή των ποιημάτων έγινε πάλι στην Αθήνα, απ’ τις 6-29 του Απρίλη και στον Κάλαμο απ’ τις 30 του Απρίλη ως την 1η του Μάη 1985…

Σημείωμα της κόρης του ποιητή Ερης Ρίτσου στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Επιμέλεια του Βασίλη Καλαμάρα