Τα ομηρικά έπη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου – «Η απόγνωση της Πηνελόπης» από την ποιητική συλλογή Επαναλήψεις Β΄ – Του Δημήτρη Χίου

ritsos-pinelopi
21 Μαρτίου: Παγκόσμια ημέρα της ποίησης και την τιμώ [μέσω του Ομήρου] με μικρή αναφορά στον ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσο…Γιάννη Ρίτσου, «Η απόγνωση της Πηνελόπης»
[ από την ποιητική συλλογή «Επαναλήψεις Β ΄»]

Α] Όπως προσημειώθηκε στο εισαγωγικό μου σημείωμα, ως προκαταβολή άκρως συνοπτική, με τίτλο «Τα ομηρικά έπη στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου», [18/2/2014]: «Σε ολόκληρη την ροή και της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, διαπλέκονται, αλληλοσυμπληρώνονται, κάποτε το ένα υποχωρεί έναντι της κυρίαρχης εμφάνισης του άλλου, κάποιες φορές αλληλοαναιρούνται ακυρώνοντας το ένα το άλλο, τρία κύρια μεγαθέματα και πολλά μικροθέματα και υποθέματα. Τα μεγαθέματα είναι “ο πόλεμος”, “η ομιλία” και “ο νόστος”, που εμφανίζονται, με ιδεολογικές όμως αποκλίσεις, και στα δύο έπη. Τα μικροθέματα και υποθέματα είναι πάρα πολλά στον αριθμό, έλκουν την γέννηση και την κάθε φορά εμφάνισή τους από τα μεγαθέματα, και εμφανίζονται σε κάθε σχεδόν πρότυπη στιγμή των ηρωικών και τραγικών συνάμα, επικών διηγήσεων…”.
Στην μεταπολεμική Οδύσσεια το μεγάθεμα του “πολέμου”, σε αντίθεση με την Ιλιάδα, υποχωρεί χωρίς όμως και να αναιρείται, εμφανιζόμενο είτε ως μετατρωικές – μεταπολεμικές περιπλανήσεις του Οδυσσέα [βλ. “Μεγάλοι Απόλογοι”], είτε, συντηρώντας τον πυρήνα του, δηλαδή τον φόνο, με κύρια παραλλαγή του, όχι όμως μοναδική, την μνηστηροφονία [που μας ενδιαφέρει όμως εδώ].
Εδώ, πλέον, ως κύρια μεγαθέματα εμφανίζονται ο “νόστος” και η “ομιλία” [συζυγική – παρασυζυγική – εταιρική]. Ο νόστος επικρατεί και κυριαρχεί σε ολόκληρο το έπος, δεν θα μας απασχολήσει όμως σε αυτό το σημείωμα, αφού εδώ ο νόστος θεωρείται ήδη συντελεσμένος. Η “ομιλία”, με κορυφαία αυτήν που εμφανίζεται και προς το τέλος του έπους [πρώτιστα σε τρεις ραψωδίες – 17η (ρ΄), 19η (τ΄), 23η (ψ΄)] είναι η συζυγική ομιλία Οδυσσέα – Πηνελόπης, την οποία και θα προσπαθήσω να προσεγγίσω εδώ πολύ συμπιεσμένα και με γενικές αναφορές, και στην συνέχεια την ενδογλωσσική ποιητική της “μετάφραση” από τον Γιάννη Ρίτσο στην “Απόγνωση της Πηνελόπης”…

Β] Η ομηρική “σκηνοθεσία” της συζυγικής ομιλίας Οδυσσέα – Πηνελόπης και ο τελικός αναγνωρισμός του πρώτου, συντελείται σε τρία κλιμακούμενα επίπεδα:

1] Το “σκηνικό” ανοίγει στην 17η (ρ΄) ραψωδία: ο Οδυσσέας, φορώντας το “προσωπείο” του ρακένδυτου επαίτη, αφού ήδη έχει γίνει ο αναγνωρισμός του από τον Τηλέμαχο, οδηγείται από τον έμπιστο χοιροβοσκό Εύμαιο στο παλάτι του. Εδώ ο ήρωας ζητιανεύει λίγο φαγητό, έρχεται σε σύγκρουση, λεκτική και σωματική με τον εκ των μνηστήρων Αντίνοο… Ακολουθεί και αρχίζει το πρώτο επίπεδο της συζυγικής ομιλίας… [στ. 505-588]: η Πηνελόπη παρακολουθεί τα δρώμενα από τον γυναικωνίτη και προστάζει τον Εύμαιο να έλθει στα δώματά της τον οποίο και ρωτάει για τον ξένο. Αφού ακούσει τα επαινετικά γι΄ αυτόν σχόλια του χοιροβοσκού, τον διατάζει να οδηγήσει τον ξένο ενώπιόν της. Ο Οδυσσέας όμως δεν συμφωνεί με την ώρα της πρόσκλησης και αντιτείνει συνάντηση για το βράδυ, αφού θα έχουν αποχωρήσει οι μνηστήρες από το παλάτι, και ταυτόχρονα ορίζεται και ο χώρος, πλάι στην εστία του παλατιού [“παραί πυρί”]. Η Πηνελόπη βρίσκει φρόνιμη την αντιπρόταση του ξένου τον οποίο μάλιστα και θεωρεί “πολύπλαγκτον” [στ. 511] και “ουκ άφρονα” [στ. 586]. Προσωρινά, η ομιλία αστοχεί, έστω κι αν έχει αρχίσει ως “διάλογος” μέσω και διά του Εύμαιου…

2] Δεύτερο επίπεδο του ομηρικού “σκηνικού” η 19η [τ΄] ραψωδία: η ραψωδία αυτή που επιγράφηκε από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς “Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία – Τα νίπτρα”, θεωρείται από πολλούς ομηριστές σκανδαλώδης ως προς το προσδόκιμό της. Όμως, μελετώντας βαθύτερα την επική διήγηση σε αυτό το σημείο της, αντιλαμβάνομαι ότι αντισταθμιστικά προς αυτήν την θεώρηση, μας προσφέρονται ως αντίδωρα πρώτα η περαιτέρω αναστολή της “αναγνώρισης” και συνεπώς η περαιτέρω εξέλιξη του ομηρικού σενάριου και σκηνοθεσίας και δεύτερον, μιά πρώτη σημαντική “υποψία” στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω…
Ας έλθουμε όμως στην αφήγηση: όπως είδαμε στην ρ΄ ραψωδία, ο χρόνος και ο χώρος της ομιλίας ήδη προκαθορίστηκε πλάι στην εστία του παλατιού [“παραί πυρί”] που φωτίζεται με φωτιά στους πυρσούς, και την Πηνελόπη να κάθεται στον τεχνουργημένο θρόνο της, ενώ στον ξένο προσφέρεται ένας άνετος δίφρος. Εδώ οι δύο ομιλητές αντικρίζονται για πρώτη φορά μέσα στο έπος και αρχίζει η πρώτη βαθμίδα της άμεσης πλέον συζυγικής ομιλίας [στ. 103 – 360]. Οδυσσέας και Πηνελόπη διαλέγονται με αμοιβαίες διηγήσεις [γνήσιες ή αμφίβολες στην περίπτωση της βασίλισσας, πλαστές αλλά αληθοφανείς στην περίπτωση του ξένου επαίτη]. Αν και ο αναμενόμενος άμεσος αναγνωρισμός προσωρινά αναστέλλεται, η πλοκή και η σκηνοθεσία της αφήγησης ευνοούν την υπόνοια ότι, παρά ταύτα, η Πηνελόπη έχει αναγνωρίσει τον Οδυσσέα. Όμως ο ποιητής του έπους για αφηγηματικούς λόγους απωθεί αυτό το ενδεχόμενο από το μυαλό της βασίλισσας η οποία δεν το ομολογεί. Μιά τέτοια τολμηρή υπόθεση δεν αντιβαίνει στην αφηγηματική τακτική της Οδύσσειας, όπου συχνά κάποια “σημεία” ταλαντεύονται ανάμεσα στο βέβαιο και στο αβέβαιο, στο πραγματικό και στο υποθετικό. Ας συγκρατήσουμε όμως αυτή την υπόνοια, γιατί προκύπτουν κι άλλες ενδείξεις για αυτήν την εκδοχή…

Ακολουθεί το συγκλονιστικό επεισόδιο των “Νίπτρων” [στ. 361 – 507] στο οποίο η πιστή γερόντισσα υπηρέτρια και τροφός του Οδυσσέα Ευρύκλεια, καλείται να πλύνει τα πόδια του ξένου διαδεχόμενη στην ομιλία την Πηνελόπη. Καθώς διαλέγεται με τον ξένο αναγνωρίζει στο προσωπείο του τον ίδιο τον Οδυσσέα, από την ομοιότητα στην σωματική διάπλαση, στην φωνή και κυρίως από την ουλή που έχει στο πόδι του. Ουλή η οποία προήλθε από το δάγκωμα ενός λευκοδόντη κάπρου όταν ο νεαρός Οδυσσέας είχε πάει για κυνήγι με τον παππού του, περιστατικό που περιγράφεται με λεπτομερή αφηγηματικό τρόπο στο παρένθετο επεισόδιο με τον Αυτόλυκο [στ. 394 – 466]. Αμέσως η Ευρύκλεια στρέφεται προς την Πηνελόπη και της κάνει νόημα, όμως εκείνη, στη κρισιμότερη στιγμή των “Νίπτρων” έχει πέσει σε λήθαργο, μετά από την θαυματουργή και απροσδόκητη επέμβαση της θεάς Αθηνάς η οποία της θόλωσε το μυαλό [στ. 476 – 479].
Η ομηρική αφήγηση συνεχιζεται σε αυτήν την ραψωδία με την δεύτερη βαθμίδα και τον επίλογο της άμεσης συζυγικής ομιλίας [στ. 508 – 604].
Κατά την διάρκεια της ομιλίας γεννιέται μία σημαντική “υποψία” στην οποία προαναφέρθηκα [στ. 524 – 534]. Είναι γενικά παραδεκτή και ακλόνητη η θέση ότι η Πηνελόπη παρέμεινε επί είκοσι χρόνια πιστή στον Οδυσσέα…σε πολλά σημεία της Οδύσσειας την συνοδεύει το επίθετο “περίφρων” που σημαίνει φρόνιμη και σεμνή. Όμως, στους παραπάνω ένδεκα στίχους ακούμε την ίδια την βασίλισσα να λέει σε τόνο εκμυστηρευτικό στον ξένο:

“…ως και εμοί δίχα θυμός ορώρεται ένθα και ένθα, / ηέ μένω παρά παιδί και έμπεδα πάντα φυλάσσω, / ή ήδη αμ΄ έπωμαι Αχαιών ος τις άριστος…”,

δηλαδή,

“… έτσι και η καρδιά μου διχάζεται από εδώ κι από εκεί / ή να μείνω με το παιδί και σταθερά τα πάντα να φυλάξω / ή ν΄ ακολουθήσω τον πιό άριστο από τους Αχαιούς…”.

Η φράση “δίχα θυμός ορώρεται” και τα δύο διαζευκτικά “ηέ” και “ή”, μήπως υποκρύπτουν μία λανθάνουσα [;] έλξη προς τους μνηστήρες η οποία και πιθανόν να υπονοεί κάποιες “υποχωρήσεις” της Πηνελόπης απέναντι σε κάποιον από τους μνηστήρες που την πολιορκούσαν ερωτικά επί χρόνια; Ας μην αποπειραθούμε να το μεταφράσουμε κι ας κρατήσουμε την “υποψία”…Εξάλλου, στην συνέχεια ακολουθούν κι άλλες “υποψίες” στις οποίες και θα αναφερθώ… [υπό Γ]…
Θα αναρωτηθεί, πιθανόν, ο αναγνώστης αυτού του σημειώματος γιατί η σχετικά εκτεταμένη αναφορά στο επεισόδιο των “Νίπτρων” και στις “υποψίες” που αφορούν την συζυγική πίστη της Πηνελόπης… Μα γιατί απλούστατα, όπως θα δούμε, έχουν άμεση σχέση με την “μετάφραση” που έκανε ο Γιάννης Ρίτσος στην επική διήγηση…

3] Τρίτο, τελευταίο, κρίσιμο και κορυφαίο επίπεδο του ομηρικού “σκηνικού” η 23η [ψ΄] ραψωδία με τον τίτλο “Αναγνωρισμός υπό Πηνελόπης”… [Στις αμέσως τρεις προηγούμενες ραψωδίες [υ΄ , φ΄ , χ΄ ] περιγράφονται, τα όσα προηγήθηκαν της μνηστηροφονίας, ο αγώνας της τοξοβολίας και η μνηστηροφονία]: Το επίπεδο αυτό χωρίζεται σχηματικά σε τρεις βαθμίδες και κάποιες παρένθετες σκηνοθετικά υποβαθμίδες.

Η πρώτη βαθμίδα [στ. 1 – 151] χωρίζεται σε δύο μέρη, και στο πρώτο [στ. 1 – 84] παρακολουθούμε την υπηρέτρια Ευρύκλεια γελώντας δυνατά [“καγχαλόωσα”], να ανεβαίνει στα δώματα της Πηνελόπης την οποία βρίσκει να κοιμάται, την ξυπνάει, η Πηνελόπη καταρχήν αντιδρά γι΄ αυτό διαμαρτυρόμενη γιατί η υπηρέτρια την ξύπνησε από τον γλυκύτερο ύπνο της ζωής της [“…και εξ ύπνου μ΄ ανεγείρεις ηδέος …ου γαρ πω τοιόνδε κατέδραθον…”] και ακολουθεί η αναγγελία από την υπηρέτρια της διπλής χαρούμενης είδησης, δηλαδή την επιστροφή του Οδυσσέα και την μνηστηροφονία… Ακολουθεί διάλογος Ευρύκλειας – Πηνελόπης όπου η μεν πρώτη περιγράφει συνοπτικά αλλά μεγαλοπρεπώς την εικονογράφηση της μνηστηροφονίας με τον τιμωρό Οδυσσέα ανάμεσα στα πτώματα των μνηστήρων. Η βασίλισσα αμφιταλαντεύεται… χαίρεται, αμφιβάλλει, αλλά τελικά υπό την φορτική επιμονή της υπηρέτριας, αποφασίζει να κατέβει από το υπερώο της…

Στο δεύτερο [στ. 85 – 151] ο Όμηρος μας εισάγει στον καθαυτό αναγνωρισμό των συζύγων, προπεριγράφοντας τις διαζευκτικές ταλαντεύσεις της καρδιάς της Πηνελόπης [“…πολλά δε οι κηρ / όρμαιν΄, ή απαύνεθε φίλον πόσιν εξερεείνοι, / ή παρστάσα κύσειε κάρη και χείρε λαβούσα…” δηλαδή, “…πολλά η καρδιά σκεφτόταν, ή από μακρυά να ρωτήσει τον άνδρα ή από κοντά πιάνοντάς του τα χέρια να τον φιλήσει στο κεφάλι…” – στ. 85 – 87] αλλά στην συνέχεια, αποτυπώνει την δραματική ένταση του πρώτου αμοιβαία άφωνου αντικρισμού των συζύγων, κεντρώνοντας όμως κυρίως στην άφωνη Πηνελόπη:

“…έζετ΄ έπειτ΄ Οδυσήος εναντίη, εν πυρός αυγή, / τοίχου του ετέρου, ο δ΄ άρα προς κίονα μακρήν / ήστο κάτω ορόων… / η δ΄ άνεω δην ήστο, τάφος δε οι ήτορ ίκανεν, / όψει δ΄ άλλοτε μεν μιν ενωπαδίως εσίδεσκεν, / άλλοτε δ΄ αγνώσασκε κακά χροϊ είματ΄ έχοντα…”,

δηλαδή,

“…κάθισ΄ έπειτα στον Οδυσσέα αγνάντια στην ανταύγεια της φωτιάς από τον άλλο τοίχο, εκείνος καθόταν σκυφτός…εκείνη έμεινε σιωπηλή για πολλή ώρα, και όταν καταπρόσωπα τον θωρούσε θάμπωνε η καρδιά της, μα όταν κοίταζε τα άθλια ρούχα που φορούσε της ήταν ένας άγνωστος…” – στ. 89 – 95]….

Η συνέχεια της ομηρικής αφήγησης μέχρι τον στ. 151 αφορά λόγους που εκφέρονται μεταξύ Τηλέμαχου, Πηνελόπης και Οδυσσέα και δεν έχουν επήρεια στη ποιητική “μετάφραση” του Γιάννη Ρίτσου…

Προχωράμε στην δεύτερη βαθμίδα: [στ. 152 – 204], η οποία έχει σημασία γιά μιά «υποψία»… Ας τα πάρουμε με την σειρά: Είδαμε στην εισαγωγή της αναγνωριστικής σκηνής ότι η αμηχανία της Πηνελόπης οφειλόταν στην βρώμικη όψη και στα κουρέλια που φορούσε ο Οδυσσέας. Εδώ αίρεται το εμπόδιο αφού ο Οδυσσέας λούζεται, φορεί λαμπρή χλαμύδα και χιτώνα και η Αθηνά τον εξωραϊζει. Έτσι, αλλαγμένος, φωτεινός και ωραίος προκαλεί την γυναίκα του σε ερωτική δοκιμασία, η οποία ακόμη αντιστέκεται και αυτός ζητεί από την Ευρύκλεια να του στρώσει το κρεβάτι, για να κοιμηθεί μόνος, αφού η καρδιά της Πηνελόπης δεν έχει λυγίσει ακόμη. Διαμαρτυρόμενη αυτή, αλλά αφήνοντας κατά μέρος την συγκίνηση, προχωρά στον έσχατο δόλο της… παραγγέλλει της Ευρύκλειας να φέρει έξω από τον θάλαμο το κρεβάτι, αυτό που ο ίδιος ο Οδυσσέας κάποτε κατασκεύασε μόνος του… με ερωτηματικά «υποψίας» [στ. 184 – 188] ο Οδυσσέας διηγείται την ιστορία της «αμετακίνητης» συζυγικής κλίνης, και με τον τρόπο αυτό παρέχει το κρίσιμο σημάδι του αναγνωρισμού του [στ. 188 – 201]. Η βαθμίδα αυτή τελειώνει με τον Οδυσσέα να επαναλαμβάνει για μιά ακόμη φορά την «υποψία» του [στ. 202 – 204]…

Και η τρίτη και τελευταία βαθμίδα [στ. 205 – 343]: μετά το «σημάδι» που δίνει ο Οδυσσέας με το κρεβάτι, ακολουθεί ο εναγκαλισμός του από την Πηνελόπη, το φιλί στο κεφάλι του [στ. 205 – 208] και ακολουθεί ένα είδος αναγνωριστικού ερωτικού μονόλογου της βασίλισσας όπου η γεμάτη κατανόηση αναφορά της Πηνελόπης στην Ελένη είναι ερεθιστική [στ. 209 – 230]. Ακολουθεί ο αμοιβαίος εναγκαλισμός, ο αμοιβαίος ανακουφιστικός θρήνος και ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη σμίγουν ερωτικά μετά από είκοσι χρόνια [στ. 229 – 300], ενώ παρεμβάλλεται η μαντεία του Τειρεσία για περαιτέρω αποδημία του Οδυσσέα [στ. 248 – 253], αλλά παρόλο που τα σώματα και των δύο χόρτασαν ερωτικά, ο ύπνος δεν έρχεται ακόμη και η μεν Πηνελόπη θυμάται όσα τράβηξε είκοσι χρόνια, ο δε Οδυσσέας συνοψίζει τις περιπέτειές του από τους Κίκονες ως την Ιθάκη… ήλθε επιτέλους ο λυσιμελής γλυκύς ύπνος [στ. 301 – 343]…
Εδώ τελειώνει η ομηρική αφήγηση…

Γ] Η φήμη της «πιστής» Πηνελόπης: είναι πολλές οι φορές που ο ποιητής της Οδύσσειας κλείνει πονηρά το μάτι στους ακροατές του, ιδίως όταν έχει δαιμονισμένα κέφια… αλλά το κλείνει σε όσους ακούν όχι μόνον τα λεγόμενα, αλλά τα παραλειπόμενα, τις «υποψίες»… Είναι γεγονός ότι η Πηνελόπη, όπως ο Οδυσσέας, διαθέτει συζυγικό πρόσωπο και συζυγικό προσωπείο…
Καταρχήν, με βάση τα προφανή δεδομένα της Οδύσσειας, δηλαδή η εκ μέρους της αναμονή επί είκοσι χρόνια του Οδυσσέα, δικαιολογεί τον συμβολικό χαρακτηρισμό…
Όμως κάτω από τα «σημεία» της απόλυτης συζυγικής πίστης της Πηνελόπης, το ίδιο το κείμενο της Οδύσσειας δεν αποκλείει παρασυζυγικές αποκλίσεις… Ήδη μερικές από τις «υποψίες» αυτές τις είδαμε ήδη…
Μερικά πρόσθετα: αντί του πολλαπλώς αναφερόμενου λογοτυπικού «περίφρων» Πηνελόπη, το αναμενόμενο επίθετο «πιστός» ακούγεται μόνο στην «Μεγάλη Νέκυια» από το στόμα του Αγαμέμνονα [ λ΄ 454 – 456]:

«άλλο δε τοι ερέω, συ δ΄ ενί φρεσί βάλλεο σήσι
κρύβδην, μηδ΄ αναφανδά, φίλην ες πατρίδα γαίαν
νήα κατισχέμεναι. Επεί ουκέτι πιστά γυναιξί»

δηλαδή,

«Έχω και κάτι άλλο να σου πω, και να το στοχαστείς καλά
Κρυφά, ποτέ στα φανερά να μην αράξεις στη γλυκιά πατρίδα
Το καράβι σου, γιατί πιστές γυναίκες δεν υπάρχουν πιά».

Άλλο στοιχείο που μας «υποψιάζει» για την απιστία της Πηνελόπης είναι ότι η σύζυγος του Οδυσσέα ανέχεται για πολλά χρόνια, μέσα στο ίδιο το παλάτι της, τους μνηστήρες. Και παραμένει αναποφάσιστη αν και πότε θα ενδώσει στις προτάσεις τους για γάμο. Οι μνηστήρες είναι ο μεγάλος πειρασμός για την Πηνελόπη.
Άλλες δύο ενδείξεις: στην 15η ραψωδία η Αθηνά επαναφέρει τον Τηλέμαχο στην Ιθάκη με το αληθοφανές ψεύδος του επικείμενου γάμου της μητέρας του με τον εκ των μνηστήρων Ευρύμαχο. Το επινοημένο από την Πηνελόπη άθλημα της τοξοθεσίας, το οποίο με κάποια πιθανότητα θα μπορούσε να αναδείξει τον δεύτερο σύζυγο…
Πρόσθετο στοιχείο «υποψιασμού» είναι η κατανόηση που δείχνει η γυναίκα του Οδυσσέα, στην 23η ραψωδία, την στιγμή της κορύφωσης του αναγνωρισμού, για την άπιστη Ελένη [ψ΄ 218 – 224]…

Δ] Ας έλθουμε όμως στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου:

“Η απόγνωση της Πηνελόπης

Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι. Τρομαγμένη, ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μια προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.

Λέρος, 21.ΙΧ.68″

Φαίνεται ότι, ο Γιάννης Ρίτσος όταν έγραφε το ποίημα, όπως και ο Όμηρος, είχε διαβολεμένα κέφια…
Ας τα πάρουμε όμως με την σειρά έχοντας σαν βάση της προσέγγισης του ποιήματος, το εισαγωγικό μου σημείωμα της 18/2/2014:
1] Γενικές και λίγες ειδικές αξιοσημείωτες παρατηρήσεις:

α] Ο Γιάννης Ρίτσος επέγραψε την ποιητική συλλογή, από όπου και το παραπάνω ποίημα ‘Επαναλήψεις”, για να μας υποδείξει ότι επαναλαμβάνει, με δικό του όμως τρόπο όπως θα δούμε, θέματα ή μοτίβα των ομηρικών επών.

β] “Η απόγνωση της Πηνελόπης” αποτελεί τυπικό παράδειγμα εν όλω μυθολογικού ποιήματος, δηλαδή ο μύθος του είναι εξ ολοκλήρου “μεταγραφή” της ανάλογης οδυσσειακής “σκηνής”, αλλά είναι άξιο παρατήρησης ότι ο Ρίτσος στο ποίημά του δείχνει σεβασμό μεν, σε δομικά στοιχεία του ομηρικού πρωτότυπου – προτύπου [αναγνωρισμός – ομιλία – μνηστηροφονία], αλλά ταυτόχρονα ανατρέπει την σκηνοθεσία του. Γράφει: “Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς…”. Εδώ πραγματικά υπάρχει μιά ανατροπή του αναγνωρισμού. Αν ανατρέξουμε στους σχετικούς στίχους της οδυσσειακής “σκηνής” διαπιστώνουμε ότι μέχρι την τελευταία στιγμή του αναγνωρισμού [και παρά την παρέμβαση του Τηλέμαχου] η Πηνελόπη αμφιταλαντεύεται για την ταυτότητα του επαίτη, μιάς και είναι ακόμη ντυμένος με τα βρώμικα ρούχα και έχει τα άγρια γένια του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον επόμενο στίχο: “…δεν ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση…”. Όμως η συνέχεια είναι αποκαλυπτική ως προς την ανατροπή της σκηνοθεσίας, γιατί αν διαβάσουμε τους δύο επόμενους στίχους “ανυποψίαστοι”, θα οδηγηθούμε σε λάθος παραδοχές. Γιατί η ποιητική “μεταγραφή” αναφέρεται καθαρά στο επεισόδιο των “Νίπτρων”. Συγκεκριμένα: “…όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι”… Όμως, όπως είδαμε στο ομηρικό κείμενο και “την ουλή στο γόνατο, και την ρώμη και την πονηριά στο μάτι” δηλαδή τα καθαρά σημάδια της ταυτότητας προσώπου και προσωπείου του Οδυσσέα τα αποκάλυψε η υπηρέτρια Ευρύκλεια, στο επεισόδιο των “Νίπτρων”. Μάλιστα, ως προς το αποφασιστικότερο σημάδι του αναγνωρισμού, την ουλή, η Ευρύκλεια μονολογικά κάνει και μακροσκελή αναφορά της αιτίας που προξενήθηκε αυτή [δάγκωμα από λευκοδόντη κάπρο, στην αναφορά του επεισόδιου με τον Αυτόλυκο].
γ] Από τα μεγαθέματα, υποθέματα ή μικροθέματα του ομηρικού έπους, στο ποίημα εμφανίζονται ο [ήδη συντελεσμένος] νόστος, η ομιλία και ο πόλεμος, με την εκδοχή της μνηστηροφονίας. Ο αναγνωρισμός του Οδυσσέα ως μικρόθεμα και η επακολουθήσασα ομιλία του με την Πηνελόπη, είναι το βασικό μοτίβο του ποιήματος. Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος:

“Και: «καλωσόρισες», του είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της.”…

Έναρξη ομιλίας, αλλά με πλήρη αντιστροφή –παραχάραξη του ομηρικού κειμένου, στο οποίο το νοούμενο “καλωσόρισες”, περιγράφεται ως ένας θερμός εναγκαλισμός, φιλιά και γόος…που οδηγούν στην συζυγική κλίνη για ερωτική σμίξη ύστερα από είκοσι χρόνια…
δ] Ως προς τον χρόνο εξέλιξης του ομηρικού μύθου τα “σήματά” του δεν αντιστρέφονται στο ποίημα. Επίσης και ως προς τον χώρο, η σκηνοθεσία παραμένει περίπου η ίδια.
ε] Το ποίημα εμφανίζεται συσταλτικά σε σχέση με την έκταση, τις εναλλαγές, τις παρένθετες διηγήσεις και αναφορές, ορισμένες επί μέρους “σκηνές”, του αντίστοιχου αναγνωρισμού της ομηρικής Οδύσσειας, στην οποία όπως είδαμε η σκηνή του αναγνωρισμού καταλαμβάνει τρεις ραψωδίες.

2] Πιό ειδικά το πρόβλημα:
Πως συμπεριφέρεται το ποίημα απέναντι στο μυθολογικό του πρωτότυπο και πρότυπο; Συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του, τόσο στο σύνολο, όσο και στα επιμέρους στοιχεία του;
Εμφανίζονται δύο εκδοχές:

α] Η πρώτη φανερώνει μία καταρχήν συμμόρφωση του ποιήματος, μόνον όμως ως προς τα κύρια στοιχεία το μυθολογικού του πρότυπου [αναγνωρισμός – ομιλία]. Θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε “ταυτοσημία”…

β] Η δεύτερη ορίζει προκλητικά την σημασία ή ανατρέπει επί μέρους στοιχεία της μυθολογικής του εξέλιξης, με την μεταμόρφωση ή την παραμόρφωσή τους και ταυτόχρονα την δική του “σκηνοθεσία”. Είναι αυτό που αποκαλούμε “ετεροσημία”. Δύο από αυτές, ήδη τις είδαμε. Ας δούμε και κάποιες άλλες: Γράφει στο ποίημα ο Ρίτσος:

“…Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη;”…

Εδώ το ποίημα εμφανίζει την μία πλευρά των συναισθημάτων – αυτοερωτήσεων της Πηνελόπης. Γιατί, από την άλλη πλευρά, στο ομηρικό κείμενο εμφανίζεται αμφιταλάντευση της Πηνελόπης… Από την μία πλευρά περιγράφεται, ό,τι και στο ποίημα, αλλά αλλά από την άλλη, περιγράφεται ισομερώς η λαχτάρα της Πηνελόπης να ριχτεί στην αγκαλιά του Οδυσσέα…

γ] Μερικές από τις αλλάγές, τις αποκλίσεις, τις μεταμορφώσεις ή παραμορφώσεις που επιχειρούνται σε σχέση με το μυθολογικό πρότυπο είναι “λανθάνουσες”, μη διακριτές δηλαδή με γυμνό μάτι και μιά πρώτη ανάγνωση. Ωστόσο, εάν προσεγίσουμε το ποίημα “υποψιασμένοι” θα αντιληφθούμε, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν γράφεται κάτι παντελώς αυθαίρετα, γιατί μιά τέτοια ανατρεπτική εκδοχή λανθάνει, κατά κάποιο τρόπο, και στο ομηρικό πρότυπο και αποτελεί ένα υπονοούμενό του.
Εδώ, αναφέρομαι καθαρά στις “υποψίες” και στα υπονοούμενα για την περίφημη “συζυγική πίστη” της Πηνελόπης. Για αυτό αναφέρθηκα διεξοδικά, νομίζω, στην ανάλυση του ομηρικού κειμενου και δεν χρειάζεται να επανέλθω… Θα κάνω μόνο, μιά παράθεση στο τελευταίο στίχο του ποιήματος:

“…χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας.”.

Το υπονοούμενο της συζυγικής απιστίας είναι και εδώ φανερό…και μιά δεύτερη στο στίχο που μας “υποψιάζει” εξίσου, αν όχι περισσότερο:

“…κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες.”…

δ] Ένα ερώτημα που εύλογα τίθεται όταν εξετάζουμε αρχαιόθεμα ποιήματα, και στην συγκεκριμένη περίπτωση της Οδύσσειας, ή έστω μιά “σκηνή” από αυτήν, είναι το εξής:
– πόσοι και ποιοί ήρωες προβάλλονται εδώ ευθέως ή πλαγίως;
– ποιοί είναι πρωταγωνιστές;
– εμφανίζονται [στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο] δευτεραγωνιστές ή περιφερειακά πρόσωπα;
Στην “Απόγνωση της Πηνελόπης” οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές είναι, βέβαια,
-ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, και στο παρασκήνιο ανακαλύπτουμε τον Τηλέμαχο, την υπηρέτρια Ευρύκλεια,
– απουσιάζουν παντελώς βασικοί πρωταγωνιστές,
– πλήρης εξαφάνιση της αποφασιστικής παρέμβασης της θεάς Αθηνάς σε τρία τουλάχιστον, σημεία της ομηρικής αφήγησης.

Νομίζω, όμως ότι γράφτηκαν πολλά… θα μπορούσαν να γραφτούν περισσότερα, αλλά με τον Γιάννη Ρίτσο ειδικά όταν είναι διαβολεμένα κεφάτος, που συνήθως έτσι συμβαίνει, δεν υπάρχει αρχή και τέλος…

Αθήνα 19-21 Μαρτίου 2014
Δημήτρης Χίου

@Ανδρέας Καπανδρέου : Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου στον Γρηγόρη Αυξεντίου

@Ανδρέας Καπανδρέου : Ο «Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου στον Γρηγόρη Αυξεντίου (Click ΕΔΩ για να δείτε ολόκληρο το αφιέρωμα).
Στην Κύπρο μαίνεται ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας εναντίων των βρετανών με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο εικοσιεννιάχρονος υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου μετά από προδοσία,περικυκλώνεται μέσα στο κρησφύγετο του, από βρετανούς στρατιώτες. Διατάζει τους συντρόφους του να παραδοθούν και συνεχίζει να πολεμάει μόνος του μέχρι που οι αντίπαλοί του με τη βοήθεια ελικοπτέρου τον καίνε ζωντανό.
Το γεγονός αυτό συγκλονίζει τον μεγάλο ποιητή Γιάννης Ρίτσο και γράφει ένα από τα συγκλονιστικότερα ποιήματα του με τίτλο «Αποχαιρετισμός».