Σίμος Ανδρονίδης: Οι ‘Μαρτυρίες’ του Γιάννη Ρίτσου

martyries
«Επάνω απ’ την κλεισμένη ημέρα απόμεινε μονάχα αυτό το αστέρι σαν ένας κόμπος από σπάγκο πάνω σ’ ένα σάκο βαθύ, μαλακό, με αβέβαιο όγκο. Τάχατες τι να’ χει μέσα αυτός ο σάκος; Τι μπορείς να διαλέξεις; Θα ‘ πρεπε να κόψεις με τα δόντια ή με τα νύχια σου τον κόμπο. Τα δέκα δάχτυλα σου έγιναν αργυρά, σχεδόν χρυσά. Μήπως αυτό ήταν μές στο σάκο; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Το τέλος μιας ημέρας’, ‘Μαρτυρίες’).

Το κείμενο αφιερώνεται στη μικρή ανιψιά μου

Οι ‘Μαρτυρίες’ του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκαν την δεκαετία 1957-1967, μία δεκαετία κατά την διάρκεια της οποίας επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο ελληνικό και παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τις ‘Μαρτυρίες’ εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού «χωροχρόνου», κάτι που συμβάλλει στην ανάδυση ενός «διαφορετικού» Ρίτσου, υπαινικτικού και έμμεσου, «υπόγειου» και χαμηλόφωνου. Ο Γιάννης Ρίτσος των μεγάλων και επικών οραματικών ποιητικών αφηγήσεων ενυπάρχει σιωπηλά και χαμηλόφωνα στις ‘Μαρτυρίες’. Οι ‘Μαρτυρίες’ μας αποκαλύπτουν  έναν ποιητή που «συνομιλεί» με το ευρύτερο περιβάλλον του, με την ζωή του και με τις στοχεύσεις του. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως στις ‘Μαρτυρίες’ οι αναγνώστες «εγγίζουν» τον Γιάννη Ρίτσο των χαμηλόφωνων αλλά πολλαπλών νοημάτων, που, απέχοντας από τα μεγάλα ποιητικά κοινωνικοπολιτικά προτάγματα του, «διεκδικούν» την δική τους θέση στον ευρύτερο ποιητικό κόσμο του Γιάννη Ρίτσου.

Κι οι ‘Μαρτυρίες’ δύνανται να είναι χρονικές και λεκτικές, σιωπηλές και βαθιές, «σπαράγματα» έκφρασης του εσωτερικού κόσμου του ποιητή. Το σώμα πονά και η μνήμη ενθυμείται. Και είναι αυτής ακριβώς η υπενθύμιση που αποτυπώνεται στην ποιητική συλλογή ‘Μαρτυρίες’, ακριβώς διότι όλη η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι μία διαρκής υπενθύμιση και της μικρής λεπτομέρειας που «εισχωρεί» στο μείζον κύκλο της ζωής και της ποίησης. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία προσπάθεια αποκατάστασης των ρηγματώσεων που προκαλούνται από την φθοροποιό διαχείριση των πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επιθυμεί την απλή συμπόρευση του αναγνώστη στους μεγάλους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες για ένα καλύτερο και ελπιδοφόρο αύριο, αλλά την ηθική «συναυτουργία» του στα μεγάλα και μικρά συμβάντα της ποίησης.

«Μέρα με την ημέρα αφοπλιζόταν. Πρώτα γδύθηκε τα ρούχα του, αργότερα τα εσώρουχα του, αργότερα το δέρμα του, αργότερα τη σάρκα και τα οστά του, ώσπου στο τέλος έμεινε αυτή η απλή, ζεστή, καθάρια ουσία, που μόνος του, αφανής και χωρίς χέρια, την έπλαθε μικρά λαγήνια, ποιήματα κι ανθρώπους. Και πιθανόν, ένας ανάμεσα σ’ αυτούς, να’ ταν κι εκείνος».[1] Ο άνθρωπος ακολουθεί την ‘διεργασία’ της φύσης και των πραγμάτων. Ξεγυμνώνεται, μένει «γυμνός» από σάρκα και οστά, τοποθετούμενος όμως εντός της εδαφικής επικράτειας της ποίησης.

Κι ο Γιάννης Ρίτσος, δεν διασώζει απλώς την «καθαρή» ουσία των πραγμάτων και των κάθε φορά λεχθέντων, αλλά κύρια διασώζει την λεπτομέρεια του γδυσίματος, που εκκινώντας από την αφαίρεση των βαριών ρούχων, καταλήγει στη «γυμνή» και διάφανη επιφάνεια όχι απλά του «χωρίς χέρια» σώματος, αλλά της «γυμνής» ουσίας της ποίησης. Ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την «καθάρια» ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Στην ‘Διεργασία’ του «γυμνού» σώματος και της απόλυτης ποίησης, ο ποιητής ουσιαστικά μας λέει πως ο κάθε πόρος του σώματος, του σώματος που πάσχει, δύναται να δημιουργήσει ποίηση. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία του γδυσίματος, τα βαριά ρούχα απομακρύνονται. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία της ποίησης, «χαρτογραφείται» ένα σύμπαν ακριβών και μοναδικών λέξεων και νοημάτων. Γιατί ακριβώς η ποίηση «αναπτύσσεται» εντός του βασιλείου των λέξεων. Και αυτήν την διάσταση, αυτή την ‘Μαρτυρία’ μας την υπενθυμίζει διαρκώς ο πάντα παρών Γιάννης Ρίτσος.

Τα σώματα των ανθρώπων είναι δυνητικοί φορείς της ποίησης. Είναι εξαιρετική η ικανότητα του Γιάννη Ρίτσου να «παίζει» με τα σώματα που επηρεάζονται από τη φθοροποιό τριβή του χρόνου, συγκρατούν την μνήμη και σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όπως η ποίηση εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. «Έρχονται, φεύγουν οι μέρες, χωρίς σπουδή, χωρίς απρόοπτα. Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη. Ένας βάζει μια πέτρα για προσκέφαλο. Άλλος, πριν κολυμπήσει, αφήνει τα ρούχα του κάτω από μια πέτρα μην του τα πάρει ο αέρας. Άλλος έχει μια πέτρα για σκαμνί του ή για σημάδι στο χωράφι του, στο κοιμητήρι, στο μαντρί, στο δάσος. Αργά, μετά το λιόγερμα, γυρίζοντας σπίτι σου, όποια πέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι αν ακουμπήσεις στο τραπέζι σου είναι ένα αγαλμάτιο-μια μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης, κι αυτή, όπου ένας έφηβος το μεσημέρι ακούμπησε τα βρεγμένα του πόδια, είναι ένας Πάτροκλος με σκιερά, κλεισμένα ματόκλαδα».[2]

Ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση, μπορεί να λεχθεί ότι το υπέροχο ‘λιόγερμα’ του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί κεντρικό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του, όχι ως συμβολικό κλείσιμο της ημέρας, αλλά ως «χρώμα» που «χρωματίζει» την ίδια την ποίηση του. Από το συμβολικό ‘λιόγερμα’ εκκινεί η ποιητική πράξη του Γιάννη Ρίτσου. Στο ‘λιόγερμα’ αποκρυσταλλώνεται όλο το νόημα της ποίησης του. Οι ημέρες «έρχονται» και «φεύγουν», προχωράνε όπως προχωρούν και οι «θεατρικές» ανθρώπινες φιγούρες. Στις ‘Μαρτυρίες’ του, ο Γιάννης Ρίτσος στήνει ένα θεατρικό σκηνικό όπου όλα, άνθρωποι και πέτρες, χωράφια και αγάλματα θαρρείς πως επικοινωνούν «υπόγεια» και αμφίδρομα.

Και σε αυτό το θεατρικό σκηνικό όπου τα πάντα τελούν υπό αίρεση και «επαναδιαπραγμάτευση», η ποίηση λειτουργεί ως η απόλυτη σταθερά των εξελισσόμενων πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος θέλει η ποίηση του να είναι κινητική και επιθετική ταυτόχρονα, διαρκές ‘καταφύγιο’ όλων όσοι στερήθηκαν και στερούνται την «φωνή» τους. Έτσι, μπορεί και «θεατροποιείται», γυρεύοντας την κάθε φορά κατάλληλη απάντηση. Η «μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης», ο νεαρός «Πάτροκλος» αποκτούν την υπόσταση του υποκειμένου που κινείται και δραστηριοποιείται. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «Ο Ρίτσος μυθοποίησε την καθημερινότητα σε έκταση και βάθος που κανείς άλλος ποιητής μας δεν το επιχείρησε. Και οι Μαρτυρίες είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Κάθε μυθοποίηση, ιδιαίτερα για έναν ποιητή που ζούσε το παρόν όπως εκείνος, συνεπάγεται την αμφισημία ως κινητήρια δύναμη».[3]

Αυτή η μυθοποίηση ανασύρει στην επιφάνεια τις πολύσημες πτυχές του παρελθόντος, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος» όπου η ποίηση «διατρέχει» τον χρόνο και η θεατρική τέχνη «κινητοποιεί» τις μορφές. Αυτό το μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα επιχείρησε να φέρει εις πέρας ο ποιητής, ήτοι το εγχείρημα της σύμπραξης ποίησης και θεατρικής τέχνης. Οι δικές του «μυθικές» μορφές είναι κινητικές και διόλου στατικές, θαρρείς πως διαμορφώνουν οι ίδιες τον περίγυρο τους. Κι αν η μοίρα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αρχαίους μύθους, στο παρόν του Γιάννη Ρίτσου το αναπότρεπτο φεύγει, δίνοντας την θέση του στην υπόκωφη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην αξιοπρέπεια που ενυπάρχει μέσω της ποίησης. Η μοίρα στον Γιάννη Ρίτσο συγκροτείται μέσω της θεατρικής «τραγικότητας» της ζωής.

«Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη», γράφει σε ένα σημείο ο ποιητής.  Αυτές οι «πέτρες που μουσκεύουν», άλλοτε μεγάλες, άλλοτε μικρές, αποτελούν αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου που άλλοτε μεγαλόφωνα, άλλοτε υπόγεια και θεατρικά, μεταφέρει και πολλαπλασιάζει τις νοηματοδοτήσεις της ποίησης του. Το «φως» και η «μνήμη», «ανιχνεύουν» το εύρος της ποίησης του, όχι απλά ως οπτικά ερεθίσματα (φως) και σημάνσεις (μνήμη), αλλά κύρια ως όψεις που φανερώνουν την ποίηση ως αυτό που πραγματικά είναι: φως (λέξεις) και μνήμη (κάθαρση).

Φυσικά, το φως και η μνήμη βοηθούν στο να «καταγραφεί» η «γυμνή» και «περιρρέουσα» τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επικαλείται τυχαία το φως. Το φως δεν είναι μία απλή φυσική διαδικασία, αντιθέτως, στην ποίηση του «καθρεφτίζει» αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Αυτές είναι οι ‘Μαρτυρίες’ λοιπόν. Οι ‘Μαρτυρίες’ της μνήμης, της βαθιά χαραγμένης πέτρας και του φωτός. Οι πολλαπλές ‘Μαρτυρίες’ αντανακλούν το μεγάλο εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, ποίηση που διαστέλλεται «υπόγεια». Με τις ‘Μαρτυρίες’ του ο ποιητής θέλησε να «πειράξει» το κιβώτιο της δραματοποιημένης και θεατρικής ποίησης, εκεί όπου το θέατρο και κατ’ επέκταση η θεατρική πράξη δεν συγκροτούνται ως παράσταση αλλά ως λιτή «απεικόνιση» του ανθρώπου που βαδίζει ποιητικά στη ζωή.

«Ένα τσιγάρο αναμμένο. Ένα κορίτσι στ’ ακρογιάλι. Μια πέτρα έπεσε στη θάλασσα. Μόλις που πρόφτασε να πει: ζωή».[4] Κι η πέτρα έγινε ένα με το «ατελείωτο» θαλασσινό νερό, έτσι όπως η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου «συναντά» και εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτός ο σωματικός και βιωματικός ποιητής έκαμε ποίηση σωματική, ποίηση που «καρφώνεται» στον μακρύ ορίζοντα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεγάλη θεατρική τέχνη και πράξη ενυπάρχει στην ποίηση του, ποίηση που συντίθεται λέξη-λέξη, ως αποτέλεσμα και καρπός σκληρής και πολύχρονης δουλειάς. Η ποίηση δεν είναι απλή πρόζα, ή η πρόζα του φτασμένου, αντιθέτως, είναι η δοκιμιακή μορφή που διευρύνεται για να περιλάβει ακριβώς τα χαμηλόφωνα σημεία της ύπαρξης.

[1] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Διεργασία’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 189.

[2] Βλ. σχετικά, ‘Πέτρες’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 191.

[3] Βλ. σχετικά, Βιστωνίτης Αναστάσης, ‘Η αμεσότητα της εμπειρίας’, Βήμα της Κυριακής, Πολιτισμός, 24/01/2015, www.tovima.gr

[4] Βλ. σχετικά, ‘Δευτερόλεπτο’, Ποιητική Συλλογή, ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 196.

(O Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ)

Συλλογή ενδοσκόπησης και εκμυστήρευσης η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον»

Εφημερίδα “Ο Φιλελεύθερος” από τον Γιώργο Φράγκο, Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Υπερώον» γράφτηκε το 1985, αλλά εκδόθηκε σε βιβλίο μετά θάνατον, μόλις το 2013. Μακάρι σταδιακά να δουν το φως της δημοσιότητας όλα τα ανέκδοτα έργα του μεγάλου μας ποιητή. Να μην μείνει καμιά πτυχή και κανένα μέρος του έργου του αθέατο. Έχουμε ανάγκη, αισθητική και πολιτισμική, του συνόλου του έργου του. Και αυτή η ανάγκη θα εκτείνεται στο βάθος του μέλλοντα χρόνου.
Στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος δεν μιλά για όσα συμβαίνουν γύρω του, ίσως και με τη συμμετοχή του. Μιλά για τα όσα συμβαίνουν μέσα του, ενδεχομένως και παρά τη θέλησή του. Δεν είναι μια συλλογή – κοινωνική έπαλξη, όπως τα πλείστα έργα του, αλλά μια συλλογή ενδοσκόπησης και εκμυστήρευσης προς
τον αναγνώστη των βαθιών προσωπικών προβληματισμών του. Όπως, πολύ εύστοχα, σημειώνει και ο Ελλαδίτης κριτικός λογοτεχνίας Ηρακλής Κακαβάνης, στον ιστότοπο «poiein.gr», στη συλλογή «Υπερώον» ο Ρίτσος «κυρίως παρουσιάζει συμβάντα της εσωτερικής του ζωής. Εκμυστηρεύεται σκέψεις και συναισθήματα. Εξομολογείται. Πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του, θέλει να μιλήσει για όλα όσα
συμβαίνουν μέσα του. Για τις ανάγκες και τα συναισθήματα του καθημερινού ανθρώπου». Θα πρόσθετα πως σ’ αυτή τη συλλογή ο Ρίτσος αποποιείται υποσυνείδητα, ενδεχομένως και ενσυνείδητα, -έστω προσωρινά και
για λίγο- τον ρόλο του ποιητή-συμβόλου για τους αγώνες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Ίσως αυτή η οπτική να συνέτεινε και στην απόφασή του να αφήσει στο συρτάρι του αυτά τα ποιήματα.
Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ρίτσος γράφει τη συλλογή «Υπερώον» έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τις πρώτες πολιτικές διώξεις που έχει υποστεί και την πρώτη εξορία του το 1948. Ωστόσο, εκείνα τα βιώματα συνεχίζουν να καθορίζουν την τέχνη του, εκείνες οι μνήμες ορίζουν το είναι του, η λήθη τον τρομάζει και τον ταλανίζει. «Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα, / σημαδεμένοι τοίχοι- /
πόσοι εκτελεσμένοι. / Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους, / απ’ τα πουκάμισά τους, / μαζεμένα / σ’ ένακουτίσιδερένιο, / κουδουνίζουν τις νύχτες. / Ράβω, ξεράβω στίχους / να τους κουμπώσω ως το λαιμό / μη μου κρυώσουν,
/ μη και μου ξεχαστούνε, / μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ». (σελ. 54)
Όσο και να τον τρομάζει όμως η λήθη, άλλο τόσο τον απασχολεί ως αντικείμενο αι
σθητικής μετάπλασης. «Δε θέλω να θυμάμαι τους νεκρούς -είπε- / θα μπω ν’ αγοράσω / εκείνο το ουρανί πουκάμισο / με τα μικρά στιλπνά, φιλημένα κουμπιά του». (σελ. 46)
Η ανάγκη του ποιητή να είναι απλά, απέριττα, εντελώς αφτιασίδωτα και χωρίς καμιά ανάσχεση, ο εαυτός του, μακριά από κάθε έννοια καθωσπρεπισμού, ιδεολογικού, κοινωνικού ή άλλου, σκιαγραφείται μέσα από το ποίημα «Υπερώον» απ’ όπου πήρε τον τίτλο της ολόκληρη η συλλογή. Το ίδιο ποίημα θεωρώ πως είναι συνάμα κι ένας ύμνος στο μεδούλι, στην ουσία των πραγμάτων, πέρα από
τα όποια φτιασιδώματα, πάνω από την όποια περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πέρα και πάνω από το όποιο σκηνικό των δρώμενων. Παραθέτω το ποίημα εξ ολοκλήρου: «Μετά την παράσταση έμεινε κρυφά στο υπερώον / στα σκοτεινά. / Η αυλαία ολάνοιχτη. / Εργάτες της σκηνής, / φροντιστές, ηλεκτρολόγοι / ξεστήνουνε τα σκηνικά, / μετέφεραν στο υπόγειο/ ένα μεγάλο γυάλινο φεγγάρι, / σβήσαν τα
φώτα, / έφυγαν, / κλείδωσαν τις πόρτες. /
Σειρά σου τώρα, / χωρίς φώτα, / χωρίς σκηνικά και θεατές / να παίξεις εαυτόν». (σελ. 22)
Στο ίδιο ποίημα φρονώ ότι παράλληλα υφέρπει και μια υπόγεια μομφή κατά της υποκριτικής ως υποκρισίας, υπό την έννοια της ανειλικρίνειας.
Στο ποίημα «Διαιτησία» (σελ. 27) έχω την εντύπωση ότι ο Ρίτσος ψέγει τις ακρότητες, τις ακραίες τοποθετήσεις, το φανατισμό, τοποθετώντας εαυτόν κάπου στη μέση, επιτηρητή του μέτρου, και χρησιμοποιώντας αλληγορικά ένα άθλημα: « …στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, οι φίλαθλοι / και των δυο παρατάξεων, κραυγάζοντας / γρονθοκοπούσαν τον Διαιτητή. / Διαιτητής / ήμουν εγώ. Κι έτσι
/ με ματωμένο στόμα, γνώρισα (και το ’πα) πως είχα απόλυτα δίκαιο».
Όμως ο Ρίτσος, κυρίως στα έργα που έγραψε σε ώριμη ηλικία, προσδιορίστηκε
πρωτίστως ως ο ποιητής της ψυχικής ανάτασης, της προσδοκίας, του ευτυχέστερου μέλλοντος, της ελπίδας πως θα χαράξει κάτι καλύτερο και φωτεινότερο για τον Άνθρωπο.
Αυτή τη στρατηγική υπηρετούν και οι στίχοι:
«Ξυλοκόποι – / σκοτωμένα δέντρα. / Κυνηγοί- / σκοτωμένα πουλιά. / Ο αυλητής φυσάει στο καλάμι / όλη την ανάσα. / Και να, το δάσος, / να, τα πουλιά». (σελ. 21)
Γενικά, η μαεστρία του Ρίτσου να ξεχωρίζει και να αναδεικνύει το ωραίο και συνάμα να δημιουργεί ελπίδες, προοπτικές, προσδοκίες, ένα αίσθημα ανάτασης και προσμονής στις καρδιές των αναγνωστών του, σε όσους
παθιάζονται με την ποίηση του, είναι απαστράπτουσα και σε αυτή τη συλλογή: «Πίσω απ’ τη μάντρα, σπασμένα γυαλιά, / σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια, / τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους / ένα μικρό λουλούδι κίτρινο, / σαν άστρο παραμελημένο, / έχει
αναλάβει να πληρώσει / όλα τα σπασμένα…».
(σελ. 49) Πόσο παραπέμπει αυτή η εικόνα στη γνωστή ρήση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»…
Ολοκληρώνω την παρουσίαση με την εξής επισήμανση: Ζώντας στους ειρηνικούς καιρούς της μεταπολίτευσης, αλλά και στους χρόνους της αλλοτρίωσης και διάβρωσης των ανθρώπινων αξιών, ο Ρίτσος ήταν αδύνατο να παρακολουθεί απαθής τη στρέβλωση των αρχών και των ιδανικών, την αντιστροφή και ανατροπή των οραμάτων με τον ωφελιμισμό, τον κομφορμισμό, την κιβδηλότητα και ούτω
καθ’ εξής: «Σαν φτάσαμε στα σύνορα / μας σταμάτησαν. / Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα. / Εμείς δεν περάσαμε». (σελ. 58)

“Διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημά τους” – Της Αγγελικής Κώττη

«Ομολογώ ότι έχω ζήσει». Πραγματικά εντυπωσιακός τίτλος για απομνημονεύματα. Ετσι είχε τιτλοφορήσει τα δικά του, ο Πάβλο Νερούδα. Οταν το είπα στον Γιάννη Ρίτσο, διόλου δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό μου. Αγαπούσε τον Νερούδα, όπως και τους ευρηματικούς τίτλους. Δεν αγαπούσε τα απομνημονεύματα. Οταν γράφεις για σένα, δεν αποφεύγεις την αυτοσυμπάθεια, συνήθιζε να λέει. Ο ίδιος, την απεχθανόταν βαθιά. Ως «ποιητής και επομένως δίκαιος» άρχιζε από τον εαυτό του.

Παρόλα ταύτα, είχε γράψει κάποια απομνημονεύματα, -ποιητικά πάντως- «ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα». Εν ολίγοις, «Το τερατώδες αριστούργημα». Αριστούργημα τω όντι. Γραμμένο εξαρχής με αυτή τη στόφα. Μέσα σε πέντε μόλις ημέρες. Αστραπιαία. Απαράλλαχτα όπως ο «Επιτάφιος» και «Η σονάτα του σεληνόφωτος», ποιήματα της ίδιας σπουδαιότητας ως προς την Ποιητική του. «Το τερατώδες αριστούργημα», μια ποιητική σύνθεση απείρως πιο απειθάρχητη από τις δύο που προαναφέρθηκαν, έχει  στέρεες ρίζες στον σουρεαλισμό και στην αυτόματη γραφή. Εξαρχής φαίνεται πως αυτό δεν έγινε εμπρόθετα, το ίδιο το ποίημα επέβαλε τη γραφή και τη μορφή του. Γι’ αυτό άλλωστε και έχει  δικαιωθεί αισθητικά. Ακόμη και ο αρχικός τίτλος, «Το εξαμβλωματικό αριστούργημα» έχει μια σουρεαλιστική χροιά, χρήσιμη απολύτως για τη σύνθεση.

Λένε πως η ζωή των δημιουργών δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει σε σχέση με το έργο τους. Ισως. Αλλά, εφόσον είναι σύγχρονοί μας, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε. Τι θα ήταν, φερ’ ειπείν, ο Γιάννης Ρίτσος χωρίς τις αρχοντικές του καταβολές; Ενας ποιητής- εργάτης (κατά κυριολεξίαν;) Θα έμενε η ποίησή του στο μέλλον ή θα είχε συνθλιβεί και συντριβεί με την πτώση του (υπάρξαντος;) σοσιαλισμού; Η Ιστορία δεν γράφεται φυσικά με το «αν». Ομως, μάλλον δύσκολα θα πιστέψουμε πως οι ποιητικές του απαρχές δεν τράφηκαν και από την καταγωγή του. Ο ίδιος, σε μια προσπάθεια άρνησής τους όχι και τόσο πειστική, αλλά πολύ δυναμική, γράφει:

«εντούτοις εμένα δε μ’ άρεσε να δίνω λεπτομέρειες της γενεαλογίας μου/ τι Βενετσιάνοι και καπεταναίοι Μονοβασιώτες και χωλοί τσιφούτηδες μεγαλογαιοκτήμονες κι αμάξια/ δεν ξέρω τίποτα μόνο το μέγα βράχο τις ελιές τ’ αμπέλια και τη θάλασσα ξέρω/ και τους ξερακιανούς αγρότες με τις ψάθες τους και τις μουστάκες ντάλα μεσημέρι του Αλωνάρη/»

Οπως ήδη θα προσέξατε από το απόσπασμα που προηγήθηκε, το ποίημα δεν έχει κανένα σημείο στίξης. Μάλιστα, ξεκινά με μικρό γράμμα και κλείνει χωρίς τελεία. Ετσι, που ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να διαβάζει τα πάντα σε πλήρη ελευθερία.

Τα γνωστά θέματα του Ρίτσου, ο θάνατος και η αντιπαλότητα προς αυτόν, η επανάσταση, η οικογένειά του με τη δραματική μοίρα, οι άνθρωποι που αγάπησε και τον αγάπησαν, πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα η ίδια η Ποίηση, είναι οι «κόκκινες κλωστές» στο «τερατώδες» στημόνι του. Κάποια περιστατικά, σφραγίζονται «με τη χρυσή πεντάλφα της αθανασίας στο μέτωπο» και ξεχωρίζουν, μέσα από μια ζωή αληθινά περιπετειώδη. Οσο για τον Ερωτα; Είναι κι εκείνος παρών, αλλά με κάποια συστολή θα λέγαμε. Ο ποιητής είναι εξομολογητικός σαν έφηβος σε άλλα έργα του. Εδώ, επειδή μιλά για τον εαυτό του, επειδή πλέον θα ήταν ευδιάκριτα τα πρόσωπα που σκιαγραφούνται (έστω και στην ίδια τη ματιά του) κρατά επτασφράγιστα πολλά μυστικά, μόνο και μόνο επειδή έχουν να κάνουν με άλλους ανθρώπους. Και το σέβεται.

Αρχίζει με την Επανάσταση. Δεν θα παραλείψει τις αναφορές στον Λένιν, στη Λούξεμπουργκ, στο θωρηκτό Ποτέμκιν, στον Μαγιακόφσκι (που «είχε αυτοκτονήσει») στο Σμόλνι, στο Κρεμλίνο. Θα καμαρώσει διαπιστώνοντας:

«και με φοβούνται στρατηγοί δικτάτορες συνταγματάρχες βασιλιάδες στρατοδίκες/ παρότι δεν έχω στην κωλότσεπη μπιστόλι/ ούτε γροθιά σιδερένια/ ούτε σουγιά να κόβω το ψωμί μου/ ούτε μπαστούνι ούτε γεράκι/ τίποτα τίποτα/ πάρεξ ένα τρεμάμενο χαμόγελο μπροστά στο θαύμα του κόσμου που ετοιμάζουν οι πραγματικοί επαναστάτες».

Δεν θα ξεχάσει, κατά βάσιν, τους συντρόφους, και μάλιστα τους εκτελεσμένους, τους σκοτωμένους σε μάχες, τους απόντες, γενικώς, επειδή  η γνώμη τους είναι η πλέον αδέκαστη

«γιατί αυτοί ακριβώς μάς θυμίζαν βαθύτερα τα γεγονότα και το χρέος μας/ γιατί αυτοί ακριβώς όντας νεκροί/ είταν οι μόνοι ανιδιοτελείς οι μόνοι αμνησίκακοι/ δε διεκδικούσαν αξιώματα τίτλους διαμερίσματα παράσημα/ ούτε καν ένα μνημείο από πλιθιά και μια γλάστρα από γεράνια» (ποιος λέει, λοιπόν, ότι ο Ρίτσος δεν κάνει κριτική;)

Η μητέρα που κρατούσε τα χλωμά της χέρια ένα μπουκέτο μενεξέδες και προσευχόταν στα ποιήματα που επρόκειτο να γράψει ο μικρότερος γιος της, ο «δύσκολος» πατέρας, τα αδέρφια (ο Μίμης με τη λίγη ζωή, η Νίνα με τις μεγάλες προσωπικές  δυσκολίες, η μικρή μητέρα του Λούλα με την κακή μοίρα,) άλλα πρόσωπα της οικογένειας, έρχονται ξανά και ξανά στους στίχους του. Μαζί οι δικές του αρρώστιες, με σαρκαστικό τρόπο (ευτυχώς ήρθαν οι αιμοπτύσεις να γλυτώσουμε απ’ τις άλγεβρες και να συλλογιστούμε απ’ τα μέσα) η ανέχεια, οι εξορίες, οι μάχες του («κι αντέστρεφα με κάποιαν ευκολία το θάνατο αλλά και με καχυποψία συνάμα»), τα διλήμματα και οι αμφιβολίες, οι διχασμοί (ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός του Ζτνάνωφ και δίπλα οι γάτες της Αχμάτοβα). Ορισμένα από τα πιο επιφανή γεγονότα της Ελλάδας και του βίου του, περιγράφονται καταιγιστικά.

Ο Ρίτσος ήταν σεμνός, όπως τα αρχαία αγάλματα, που κοιτάζουν πάντοτε χαμηλά. Ξέρει όμως πολύ καλά και την αξία του. Μια από τις ελάχιστες φορές που τον παρακολουθούμε να περιαυτολογεί, είναι σε τούτο το μακροσκελές ποίημα:

«και δες το χέρι μου είπε είναι αγιασμένο σε μιαν ένθεη όραση/ από τη μνήμη των γυμνών σωμάτων που μ’ ευλάβεια τάχει περπατήσει στους αιώνες των αιώνων/ έτσι να κάνω μια μικρή χειρονομία σου χτίζω έναν άνθρωπο» και «έχω μια αυτοκρατορία δική μου κάτω απ’ το κάθε μου νύχι».

Με αυτό το αγιασμένο χέρι κρατά τις λέξεις, που τον μεθούν, τον κάνουν να ονειρεύεται Ολυμπιακούς Αγώνες μεταξύ τους. Τις φιλά «πάνω στα χείλη του λαού και κλείνω τα μάτια» τις μαζεύει μία μία από τη λάσπη, τις πλένει με σαπούνι, τις στεγνώνει στον ήλιο,τις καπνίζει στο σκιόφως του Ερεχθείου. Αλλοτε, πάλι  δοκιμάζει να τις φτιάξει «βόλια που ίσως λέω μια μέρα να σκοτώσουνε την αδικία» (ο ποιητής- πολίτης πανταχού παρών).

Ο τελευταίος από τους βασικούς άξονες του «Τερατώδους αριστουργήματος» είναι ο Ερωτας. Οπως προείπα, είναι εξαιρετικά προσεκτικός και φειδωλός. Περιορίζεται σε γενικές διατυπώσεις του τύπου:

«γέρασα από μια νιότη απέραντη που δεν εννοεί να γεράσει/ όλο και περισσότερο περισσότερες γυναίκες μ’ αγαπάνε με γαλανά μάτια πολύ μεγαλωμένα από μαύρο κραγιόνι/ περισσότερα αγόρια με μακριά μαλλιά και τραγανά πηγούνια/ δεν ξέρω πώς να τα χωρέσω στις φλέβες μου και στις λέξεις».

Ισως, ακόμα, να μην αισθάνεται έτοιμος να πει τα πράγματα ακριβώς με τ’ όνομά τους, παρότι διατείνεται πως ήρθε η ώρα. Το «τερατώδες» γράφεται το 1977. Λίγα χρόνια μετά, θα νιώσει πιο απελευθερωμένος και θα γράψει τα πεζογραφήματα, που τόσο σάλο ξεσήκωσαν ανάμεσα σε κάποιους συντρόφους. Μάλλον θα αισθανόταν δικαιωμένος γιατί είχε αποφασίσει να κόψει, προσωρινά, τους παρακάτω στίχους, αν και τους έχει περιλάβει στην τελική γραφή με τη βεβαιότητα πως θα τυπωθούν σε μελλοντική έκδοση:

 «κουσκουσούρα σουσουράδα πορνοκόριτσο

τσιμπημένο κωλαράκι ροδορόδινο

άι σ’ αρπάζω στο κατάρτι σε ταΐζω λούπινα

τέτοια τραγανά χειλάκια σου που σούπινα

και σε γδύνω και σε γλείφω ρούπι ρούπι να

σου φορώ ένα γλάρο καπελάκι στο κεφάλι

σε κοιτάζω τσιτσιδούλα με το κανοκιάλι

κι από κείθε ας πάνε οι άλλοι»

 

Μήπως ήρθε πια ο καιρός;
*****
Το κείμενο φιλοξενήθηκε στο τεύχος 146 του περιοδικού «Οδός Πανός» που εκδίδει ο Γιώργος Χρονάς. Το συγκεκριμένο τεύχος ήταν αφιερωμένο στα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (ΠΕΡΙΕΧΕΙ CD: Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ)
Εχουν γίνει ελάχιστες γλωσσικές αλλαγές από το δημοσιευμένο.