Ξαναδιαβάζουμε τις «Μαρτυρίες», ποιήματα για την καθημερινότητα, ανώτερα από τη «Ρωμιοσύνη» και τον «Επιτάφιο». Η αστική παράδοση στον λόγο ενός αριστερού ποιητή…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΣΗΣ – ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΥΠΟ ΤΗ ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ
(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο μοντέρνου σπιτιού. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ντυμένος στα μαύρα, μιλάει σε μια σκιά. Δεν έχουν ανάψει φως. Από τα μεγάλα παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι ο Άντρας με τα Μαύρα είναι μάλλον άθεος και έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες πολιτικές μελέτες. Λοιπόν, ο Άντρας με τα Μαύρα μιλάει στη Σκιά):
Άφησε με μόνο. Το φεγγάρι απόψε
μεγαλώνει τη Σκιά σου.
Την απλώνει παντού μέσα στο σπίτι
κάνοντας τις στιλπνές του επιφάνειες
να μοιάζουν με τα γυρτά κυπαρίσσια
της ποίησής σου.
Άφησέ με μόνο. Θέλω να δω την πολιτεία
απ’ τα παράθυρά μου
θρασύτατη να περιγελά το φεγγάρι,
τόσο επίφοβη και υλική
τόσο δυνατή σαν υπερφυσική
που με κάνει στ’ αλήθεια να πιστεύω πως υπήρξες πάντα
μέσα κι έξω από τους στίχους σου
γήινος την ίδια στιγμή και ουράνιος
μαθήματα να δίνεις σε πολίτες αδαείς
και στα αστέρια λάμψη για να αντέξουν τη φθορά τους.
Άφησέ με μόνο.
Θα καθίσω εδώ στο γραφείο μου,
θα ανοίξω ήσυχα ήσυχα ένα τόμο
από τους πολλούς που έγραψες – ποτέ δε σου
το συγχώρεσαν αυτό οι ολιγογράφοι ομότεχνοί σου –
και θα διαβάσω,
προτιμώ, ξέρεις, τα ποιήματα απ’ τη Σκιά σου,
γιατί μου δίνουν την αίσθηση ότι πετάω
πάνω από το λιακωτό, το ακροθαλάσσι,
έξω από θαμπά παράθυρα άδειων σπιτιών,
ενίοτε σε ραγισμένους δρόμους προσγειώνομαι
για να γευτώ τη χαρά των αναταράξεων,
ψιθυρίζω δε στους περαστικούς
παλιά επαναστατικά τσιτάτα,
για ανέκδοτα τα παίρνουν και γελούν
μα εγώ λυπάμαι,
(δεν είναι το γέλιο τους η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που κι εγώ γελώ με την καρδιά μου)
Άφησέ με μόνο.
Το ξέρω πως μαζί κερδίζεται ο αγώνας,
μαζί στην ήττα και στο θρίαμβο.
Το ξέρω. Το ξεκίνησα. Δε ζει.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι γίνεται μέρα με τη μέρα ένα κελί,
θέλω να πω όλη μου τη ζωή πλέον εδώ μέσα την περνώ, αναχωρητής σ’ ένα δόγμα
χωρίς θέσφατα,
τασάκια, βάζα, κουρτίνες, όλα υψηλής αισθητικής
τερατώδη αριστουργήματα του οίστρου μου
κι οι καθρέφτες γυάλινες τρύπες που ρούφηξαν τις πιο όμορφες πόζες,
όπως ρουφάει το σκοτάδι τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου,
όπως ρουφάει ο πανδαμάτωρ χρόνος και τις πιο ατίθασες από τις παρορμήσεις μας
ή όπως ρουφάει η κατάφωτη γυάλα του φεγγαριού το ασθενικό φως
του προσωπικού μου υπολογιστή.
Στην εποχή σου δεν υπήρχε – όχι το επιστολόχαρτο που κοιτάς με τόση
λαιμαργία –
λέω για τον υπολογιστή, το ιδανικό παράθυρο, μπορείς ώρες ολόκληρες να
κάθεσαι μπροστά του
και με τα μάτια ορθάνοιχτα ν’ αγναντεύεις το σύμπαν
– έναν γαλαξία αυτόφωτο, κρυσταλλικό, απαστράπτοντα
γερμένο ιριδίζοντας στη ράχη του καμπυλωμένου χρόνου,
πιο διαυγή από τους φακούς επαφής μου που κάθε μήνα τους αλλάζω
για ν’ αποφεύγω τους ερεθισμούς,
ή μια λευκή σελίδα άυλη φτιαγμένη από τίποτα
έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δεχτεί τα πάντα από μιαν έμπνευση αναπάντεχη,
ικανή να συναντηθεί με εκατομμύρια μάτια και να διεγείρει χιλιάδες άλλες
εμπνεύσεις, κάνοντας τη γήινη σφαίρα να μοιάζει με ολοστρόγγυλο ψάρι
μπλεγμένο στο γιγάντιο δίχτυ των ιδεών,
σαν σε όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού,
την ώρα ακριβώς που οι ερωτήσεις λιγοστεύουν. Πάντα μου είχα μανία με τις
ερωτήσεις,
όχι για να πάρω απαντήσεις,
τίποτα μισόλογα ή αρχιτεκτονικά δομημένες αποδείξεις με το βάρος
της αυθεντίας
ή να χαϊδέψω τις βεβαιότητές μου όπως ο παππούς την εγγονή του
ή να καμωθώ το φιλόσοφο που αναζητά την αλήθεια με το λυχνάρι – πάνε πια
τα λυχνάρια κι οι άνθρωποι. Μια απλή ιδιοτροπία οι ερωτήσεις.
Τώρα τις ταξινομώ, τις ιεραρχώ, τις επαναδιατυπώνω
για να απασχολώ το μυαλό μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι σφυρηλατούσα το πολιτικό μου φρόνημα σαν πήγαινα στις συνελεύσεις
με μαύρο παντελόνι καμπάνα και φαβορίτες μέχρι το πιγούνι
– θέση, αντίθεση, σύνθεση –
σίγουρος ότι ο σοσιαλισμός υπάρχει και πως η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρλα
(συχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – θέση, αντίθεση – κ’ οι
δικοί μου τράβηξαν
μεγάλες λαχτάρες με τις πολιτικές μου εμμονές. Λοιπόν, σούλεγα για τον
υπολογιστή –
θαύμα – σου δίνει σχεδόν ό, τι πληροφορία του ζητήσεις –
στα χρόνια τα δικά σου οι πάσες φύσεως αλφαμίτες
θά ‘τριβαν τα χέρια τους αν τον είχαν – τι να σου κάνουν κι οι φάκελοι –
έλεγα να ανατρέξω στη μηχανή αναζήτησης – φοβήθηκα
τις αναμνήσεις με τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ποιος δαίμονας άραγε
κέντησε στον καμβά της μνήμης μας το στίγμα της
νοσταλγίας
και στη μεμβράνη του θυμικού μας την αγωνία του
θανάτου;
Άφησε με μόνο.
Θα βγούμε για λίγο στο μπαλκόνι με θέα την πολιτεία
που την ονειρεύτηκες ανυπόταχτη,
ύστερα εσύ θα πετάξεις για το δικό σου κόσμο,
τον κόσμο των στιχουργημένων αγγέλων σου,
κι ας αρνήθηκες όσο τίποτα να γίνεις άγιος εν ζωή και μετά θάνατο
με το πρόσχημα του αγιοπλάστη ενός εικονοστασίου που ακόμη και σήμερα
σκανδαλίζει τους καθιερωμένους σεμνότυφους αγιολάτρες,
αν κι εκείνο που τους διαολίζει περισσότερο κι από τα σαρκαστικά πορτρέτα
των ανωνύμων σου
είναι η υπογραφή σου,
Αρίοστος ο Προσεκτικός,
μ’ έναν αναγραμματισμό, επισήμανες, γίνεται Αόριστος αλλά και Άριστος –
βλέπεις εσύ έμαθες από μικρός πόση ειρωνεία μπορεί να χωρέσει σ’ ένα ο –
όσο για μένα θα επιστρέψω στα βιβλία μου και στον υπολογιστή
έχοντας στο μυαλό μου εκείνη την απαράμιλλη παρομοίωσή σου
με την άχνα απ’ το φεγγάρι να σ’ ακολουθεί σα μια μεγάλη συνοδεία
ασημένιων κύκνων –
και φοβάμαι στ’ αλήθεια αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
δε συνομίλησα ποτέ με το Θεό, για την ακρίβεια χρόνια ολόκληρα δεν πίστευα
καν ότι υπάρχει,
το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν μ’ επισκέφτηκε με ή χωρίς τη δόξα ενός τέτοιου
σεληνόφωτος,
άλλοι ήταν οι δικοί μου θεοί, μήπως δεν ήταν και δικοί σου,
Θουκυδίδης κι Αριστοτέλης, Μαρξ και Λένιν
και πόσες άλλες ακόμη τέτοιες συστοιχίες γήινων θεοτήτων,
που διόλου δε με εμπόδισαν να πολιορκήσω και να πολιορκηθώ
να πυρπολήσω και να πυρποληθώ
νέες πολλές πιο ωραίες κι από το φεγγάρι,
μαλλιά σαν καταρράκτες, χείλη και στήθη,
λαγόνες και μέσες,
μπούστα και δάχτυλα λεπτά και μάτια
που στις διαφάνειές τους αναζήτησα το θάμβος
– ξέρεις όμως, τις περισσότερες φορές το θαυμασμό
τον αποσπά σχεδόν όλον αυτός που ‘ναι αλλού, εκείνος που πέθανε νωρίς
ή ο άλλος που ποτέ δεν τον γνώρισαν –
τίποτα δε στερήθηκα,
ταξίδεψα και νου και σώμα
και μέσα κι έξω και πάνω και κάτω.
– Όχι δε φτάνει.
Άφησέ με μόνο.
Το ξέρεις, η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια ποτέ δεν έμεινα μόνος,
δοτικός, επιρρεπής κι άσωτος,
ακόμη και στους συντροφικούς κύκλους άσωτος κι επιρρεπής,
σκαρώνοντας διαλεκτικά επιχειρήματα στα χνάρια των μεγάλων πνευμάτων,
επιχειρήματα που, είμαι βέβαιος όπως κι εσύ άλλωστε, θα σκορπίσουν στον άνεμο
μακριά σα να μην υπήρξε ποτέ η δική μου ζωή,
σε πείσμα ακόμη και της δικής σου πολύφερνης ζωής,
στον άνεμο μακριά. Δε φτάνει.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι είναι η κιβωτός μου.
Εδώ τακτοποιώ μ’ επιμέλεια τα ποιητικά σου προσωπεία
– κατά προτίμηση σε ζεύγη ως αντίδοτο στη μοναξιά –
για να τα προστατεύσω απ’ τους φιλότεχνους.
Στον έναν τοίχο ο Άρης Βελουχιώτης παρέα με τη Ρωμιοσύνη,
στον άλλον ο Μαύρος Άγιος με την Ελένη γερμένη νωχελικά στην πλάτη του,
κάτω απ’ το κρεβάτι οι Μαντατοφόρες να παίζουν με τον πόνο του Ορέστη
και μέσα στην ντουλάπα ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο εξομολογείται βιαστικά
στον Ξένο πριν τον εκτελέσουν για δεύτερη φορά.
Πού και πού κάποιος απ’ όλους κάθεται στο πιάνο και παίζει
παλιές μελωδίες από ‘κείνες που σ’ άρεσαν,
Εαρινή Συμφωνία, Το Εμβατήριο του Ωκεανού, Παλιά Μαζούρκα σε Ρυθμό Βροχής.
Κόσμος μου έγινε ο κόσμος σου,
τον κουρδίζω, με ξεκουρδίζει, τον κοιμίζω, με ξυπνάει. Δεν αντέχω.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι ενίοτε παίρνει το σχήμα της απουσίας σου
και γι’ αυτό φέρω, εγώ μονάχα, όλη την ευθύνη.
Πρώτες του ύλες οι μικροί έρωτες, οι μεγάλες ζωές,
οι άσκοποι θρήνοι, οι γδαρμένες φωνές,
όλες καλά πλεγμένες
προστατευμένες από το αδιαπέραστο επίχρισμα του θανάτου.
Και σε ρωτώ – εσένα που ξέρεις καλά από θανάτους – πόσοι
θάνατοι χρειάζονται για να μας κάνουν μια ζωή ακέρια.
Άφησέ με μόνο.
Εδώ, κατά τις ώρες της βαθιάς περισυλλογής – ειδικά κάτι νύχτες αχνοστόλιστες
σαν κι ετούτη – μοιάζει με θεατρικό εργαστήρι λίγο πριν τ’ ανέβασμα,
μάσκες, κοστούμια, κομπάρσοι, ηθοποιοί σε πλήρη δραστηριότητα
για να υποδυθούν τους ρόλους που τους έγραψες.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τα λόγια κι η μουσική της παράστασης –
η υποκριτική, λένε, έχει πετάξει από αιώνες τους κοθόρνους –
κι αν κάνεις να χειροκροτήσεις μιαν ερμηνεία ή μιαν ατάκα
πέφτει ακαριαία η αυλαία,
γιατί οι ήρωές σου είναι όλοι τους σεμνοί κι εύθικτοι,
άλλο δε ζήτησαν στη ζωή που τους χάρισες
από το να τραγουδάνε όχι για να ξεχωρίσουνε από τον κόσμο
μα για να σμίξουνε τον κόσμο.
Ούτως ή άλλως πολύ φοβάμαι
ότι δεν είναι πια καιρός για μεγάλους ποιητές,
γιατί οι άνθρωποι εκεί έξω έχουν πολλές δουλειές, μεγάλα σπίτια
και κλειστές αγκαλιές – τι να τους κάνουνε τους ποιητές; –
όσο και να μελαγχολούνε – τι να τους κάνουν; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για επιχειρήματα, – έτσι, επιχειρηματολογώντας,
βεβαιώνομαι πως υπάρχω.
Άφησέ με μόνο.
Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω από τα παράθυρα κατεβαίνουν τα σύννεφα με την αδήριτη
λευκότητά τους
με τις βαμβακένιες τούφες τους όλο δαντέλες και υπαινιγμούς
για να σου υπενθυμίσουν ότι δεν ανήκεις πλέον εδώ,
εδώ ανήκουν μόνο τα ποιήματά σου
κι οι στίχοι σου σκόρπιοι, αδέσποτοι, αποκομμένοι
από το σώμα που κάποτε εσύ γέννησες ατόφιο
φιγουράρουν λαμπεροί, υποβλητικοί, επινίκιοι
σε χάλκινες επιγραφές, πολιτικά λογύδρια, περιοδικές εκδόσεις,
εσχάτως δε και σε τοίχους ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης
σαν τεχνητά μέλη μιας επικοινωνίας που γεννήθηκε ανάπηρη –
και τα ποιήματα συνεχίζουν το ταξίδι τους στην αιωνιότητα,
αδιαφορώντας για προορισμούς κι ερμηνείες –
έχουν πολυαναλυθεί, δεν μπορούν πια να ξαφνιάσουν τον αναγνώστη
δεν μπορούν να ποντάρουν στις φθαρμένες τους λέξεις για να συγκινήσουν τους
νέους, τους διαβασμένους, τους τηλεθεατές,
και το μόνο που τους απομένει είναι να τυπώνονται και να επανατυπώνονται
αφήνοντας να τα κομματιάζουν, επιζητώντας έτσι την ύστατη
απαγγελία τους,
αποκαλύπτοντας τη φυσική τους ροπή προς τη λησμονιά,
την αποστροφή τους στις γνώμες των ειδικών, στα βραβεία των
επιτροπών, στην αίγλη της μοναδικότητάς τους,
την αποστροφή τους στο φόβο και στη διάρκεια
με τη σίγουρη συμμαχία της λήθης – έστω και μιας ασυνείδητης λήθης –
την οριστική τους αποστροφή στη λήθη με τη συνέργεια και την έποψη της
διάρκειας
που ίπταται υπεροπτικά κι ενσυνείδητα πάνω απ’ τα όριά της.
Μα τι μπορεί ν’ αντέξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Και τα ποιήματα διαβάζονται πάλι και συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο
ακολουθώντας το συλλαβισμό τους, τα μέτρα τους, τα συναισθήματά τους,
γυαλίζοντας με τους παραστρατημένους στίχους τους μέσα στα εισαγωγικά που τους
βάζουνε οι αθώοι και φανατικοί θιασώτες
(αθώοι ακριβώς γιατί είναι φανατικοί)
και θυμίζοντας ότι υπάρχουν. Γιατί τα ποιήματα που παλιώσανε
το μόνο που τους μένει να κάνουνε είναι: να υπάρχουν, να υπάρχουν.
Άφησέ με μόνο.
Τούτος ο κόσμος με πνίγει. Η ειρωνεία είναι πως ποτέ ο ορίζοντάς του
δεν υπήρξε μεγαλύτερος. Και συνεχώς μεγαλώνει σαν ένα μπαλόνι που στη διάφανη
μεμβράνη του καθρεφτίζονται πολλαπλασιαζόμενα εκατομμύρια πρόσωπα όλων
των φυσικώς δυνατών αποχρώσεων, σφραγισμένα όμως μ’ ένα χαμόγελο το ίδιο
πάντα εκνευριστικά λαμπερό σαν πυγολαμπίδες που φωτίζουν τη νύχτα – δεν μπορώ
να τις διακρίνω από τ’ αστέρια ύστερα,
δεν μπορώ να προσανατολιστώ –
πού η Δύση και πού η Ανατολή; – καταρρέω
κι ανοίγω τα χέρια μου προσδίδοντάς τους την ελκτική δύναμη μαγνητικής
βελόνας
και προσπαθώ να δείξω το Βορρά
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται κάπου εκεί κοντά και βλέπει
αυτές τις παραδοξότητες,
τάχα πως πεθαίνει κάποιος ή πως ένας γέροντας πετάει χαρταετούς;
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που έτσι γερμένος ανάσκελα
στη δίνη του μαγνητικού στροβιλισμού ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του ουρανού,
προοπτικές κι ελπίδες κι ιδεολογίες που ακόμη δεν επινοήθηκαν,
γνήσιες δημοκρατίες, αλλοτινές και μελλούμενες,
μιαν επιβεβαίωση σχεδόν διαχρονικότητας,
κάποια ευκαιρία, κάποια αχτίδα φωτός, όπως λένε,
μιαν αγορά, μια Πνύκα, κ’ εξεγέρσεις ακόμη,
προοπτικές κι ελπίδες και προτάγματα·
μονάχα που δεν ξέρω να τα μεταδώσω – όχι, τα μεταδίδω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να παραληφθούν – πάντως εγώ τα μεταδίδω.
Άφησε με μόνο.
Μια στιγμή, να πάρω μαζί μου την αμφιβολία.
Τούτες οι Άνοιξες υπόσχονται πολλά και πρέπει να φυλαγόμαστε.
Εσύ, θυμάμαι, έζησες αρκετές τέτοιες.
Τις πίστεψες άραγες όλες;
Άσε να σε ξεπροβοδίσω μέχρι τη βεράντα – ακόμα αγέρωχο το παράστημά σου,
– τι αγέρωχο φεγγάρι, – ο υπολογιστής, λέω – εικόνες χιλιάδες
έρχονται
κατά πάνω μου μανιασμένα, σηκώνω τα χέρια μου να τις ανακόψω
μα περνώ από μέσα τους, – κατεβάζω πάλι τα χέρια·
κι η μορφή μου μια ακόμα εικόνα στο εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων σου – μην
κάνεις το λάθος να προσευχηθείς, μια παραίσθηση είναι – μην προσευχηθείς, μην
προσευχηθείτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα λοιδορηθείτε. Τούτος ο ίλιγγος
απρόσμενα λυτρωτικός – θα αναληφθείς –
ένας τροχός ανέλκυσης το φεγγάρι,
άγγελοι τραβούν αόρατους ιμάντες, ανεπαίσθητοι τριγμοί – δεν τους ακούτε;
Όσο εσύ θα ανεβαίνεις ψηλά στον παράδεισο των μεγάλων ποιητών,
εγώ θα κατεβαίνω στην κόλαση των άδειων λέξεων,
το σκληρό τους κέλυφος σπάει το φράγμα του ήχου,
άγρια επίφοβο το νόημα της σιωπής τους, –
δύστροπες καταλήξεις της αρχέγονης γλώσσας, όπως ταλαντεύεσαι μες στην ίδια
σου την ιστορία,
παιχνίδι των μουσών. Απρόσμενα λυτρωτικός
ο ίλιγγος τούτος, – εσύ απαλλάχτηκες οριστικά από το δέος της πτώσης. Όσο για
μένα, το συνήθισα το ταλάντευμα – σαν τον εξαίσιο ίλιγγο εκείνης της γυναίκας.
Μόνο που η κράση μου και η ανδρική μου φύση ίσως
εμένα με γλίτωσαν από πονοκεφάλους και ζαλάδες.
Συχνά αναρωτιέμαι αν η μοναξιά είναι πλέον η καλύτερη μου φίλη,
συντρόφισσα πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα
την ακούω να μαλώνει με τους φόβους μου κάθε που μ’ επισκέπτεται
η μελαγχολία,
ή σ’ άλλες περιστάσεις πάλι διασκεδάζει με την αισιοδοξία μου,
σε κάθε περίπτωση με προφυλάσσει – ποιος απειλεί ποιον; –
αστείο αλήθεια, κάποτε την κλειδώνω έξω για να μείνω μόνος
ή την αποκοιμίζω και ξεπορτίζω, ψάχνοντας στους δρόμους για
άλλες μοναξιές
σαν λαθρεπιβάτης σε τραίνα που ήρθαν να πάρουν
όλους τους άλλους εκτός από μένα – τι να με κάνουν άλλωστε;
Άφησέ με μόνο.
Ά, ανεβαίνεις; Καληνύχτα. Επιτέλους. Καληνύχτα.
Κι όμως, θα βγω κι εγώ σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί ήρθε η ώρα
να βγω απ’ αυτό το καλογυαλισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία – όχι, όχι την πολιτεία της γροθιάς και του
μεροκάματου, την τίμια και την ανεκτική –
πάει αυτή, θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια του τείχους που έπεσε,
ούτε την πολιτεία με τις συναλλαγές της, τα μικροσυμφέροντα, τις αγυρτείες της,
με τους επιδεικτισμούς, την αγραμματοσύνη της και τις ψευτοσοφίες της, –
να αφουγκραστώ την πολιτεία που έρχεται
με τα βέβαια βήματα των πολιτών της,
χωρίς σωτήρες , χωρίς δεκανίκια. Καληνύχτα.
(Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Ο Άνδρας με τα Μαύρα έκλεισε τα παράθυρα και κατέβασε τα
στόρια. Πήρε στο χέρι του ένα τηλεκοντρόλ και δυνάμωσε την ένταση στο υπερσύγχρονο
ηχοσύστημά του. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε σκόπιμα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Η Σκιά θ’ ανηφορίζει τώρα μ’ ένα στωικό κ’ ίσως συγκαταβατικό χαμόγελο στα αχρονικά της χείλη και μ’ ένα συναίσθημα μακαριότητας. Όταν φτάσει στον ιδεώδη κόσμο των ποιητών, πριν ακουμπήσει την πλάτη της στην αιωνιότητα, θα σχολιάσει – ένα σχόλιο λιτό, ανεπιτήδευτο. Το σχόλιό της δε θ’ ακουστεί καθόλου παράταιρο μέσα στο σύμπαν. Ίσως το μόνο παράταιρο νάναι το ότι δεν είναι καθόλου παράταιρο. Σε λίγο η Σκιά θα σωπάσει και το σχόλιό της θ’ αντηχήσει: «Η παρακμή μιας ακόμα εποχής». Έτσι απόλυτα γαλήνια πια, θ’ αφεθεί στη βεβαιότητα του πιο απέριττου στίχου: «ζωή, μια πληγή στην ανυπαρξία». Όσο για τον Άνδρα με τα Μαύρα, βγήκε τελικά από το σπίτι. Περπάτησε για ώρες μόνος κάτω από το φεγγάρι. Λέχθηκε πως δεν επέστρεψε ποτέ στο διαμέρισμα. Εκεί οι σκιές συνεχίζουν να υποδύονται τις ζωές που τους όρισε ο μεγάλος ποιητής. Ακούτε; Το ηχοσύστημα συνεχίζει):
Αθήνα, Ιούνιος 2013
Σίμος Ανδρονίδης: Γιάννης Ρίτσος: “Μονοβασιά”
«Πως έγινε έτσι; – το κενό οικοδομημένο στοές και στοές· κι οι νεκροί να γνωρίζουν το’ να παράθυρο, τ’ άλλο, τη χαραγμένη πόρτα. «Θα γυρίσω –είχε πει· – το κλειδί το’ χω αφημένο κάτω απ’ τη γλάστρα». Δεν ήρθε. Η αναμονή στη σκάλα και στον τοίχο. Πιο μέσα ήταν ο απρόσωπος καθρέφτης· – αυτός είχε κρατήσει το κλειδί και το πρόσωπο, είχε κρατήσει το τραπέζι με τη λάμπα· στη μέση ανέπαφο το μεγάλο ταριχευμένο ψωμί» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Στο κέντρο’).
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε την ποιητική συλλογή ‘Μονοβασιά’ κινούμενος και ενθυμούμενος την ιδιαίτερη ‘πατρίδα’ του, την Μονεμβασιά. Ο ποιητής, με ιδιαίτερη προσοχή, ενσωματώνει στο ποίημα του μνήμες, χρόνια περασμένα, ημέρες που ορίζονται από το μεγάλο εύρος της ποίησης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Γιάννης Ρίτσος «αντλεί» ποιητικό υλικό από τις πέτρες της Μονεμβασιάς, και ιδιαίτερα από τον μεγάλο βράχο που δεσπόζει στην περιοχή. Κάθε λέξη του «σκαλίζεται» στους δρόμους και στις «πέτρες» της γενέθλιας πόλης. Και ορμώμενος από την γενέθλια γη και τις μνήμες της, προσφέρει στους μη υποψιασμένους αναγνώστες ένα ποιητικό «υλικό» «ατόφιο» και άμεσο, θεμελιώδες και «γεμάτο» γνώση για την αποστολή της ποίησης.
«Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο. Η αγριοσυκιά κι η σιδηρόπετρα. Πάνοπλη θάλασσα. Καθόλου χώρος για γονυκλισία. Έξω απ’ την πύλη του Ελκομένου πορφυρό πορφυρό μέσα στο μαύρο. Οι γριές με τα καζάνια τους λευκαίνοντας το πιο μακρύ φαντό της ιστορίας περασμένο σε κρίκους απ’ τις σαράντα τέσσερις βυζαντινές καμάρες. Ο ήλιος αμείλιχτος φίλος με το δόρυ το κατάντικρυ στα τείχη κι ο θάνατος απόκληρος μέσα σ’ αυτή την τεράστια φωταψία όπου οι νεκροί διακόπτουν κάθε τόσο τον ύπνο τους με κανονιές και σκουριασμένους φανοστάτες, ανεβοκατεβαίνοντας σκαλιά και σκαλιά σκαλισμένα στην πέτρα. Τα τσακμάκια τους κροτούν στην κόψη της παλάμης τους· σπιθοβολούν. Εγώ – είπε – θ’ ανέβω πιο ψηλά, πάνω απ’ τη μαλακή συνέχεια, πατώντας στον τρούλο της μεγάλης υποβρύχιας εκκλησιάς με τ’ αναμμένα μανουάλια. Εγώ με το γαλάζιο κόκαλο, το κόκκινο φτερό και τα κάτασπρα δόντια».
Λιτό το σκηνικό, εκεί όπου κυριαρχεί ο μεγάλος βράχος που ορίζει και νοηματοδοτεί την ζωή στην Μονεμβασιά. «Ο βράχος. Τίποτ’ άλλο». Από εκεί ξεκινούν όλα. Ο βράχος αποτελεί την αφετηρία της ποιητικής σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου ακριβώς διότι ο βράχος δεσπόζει στην περιοχή, στέκοντας «ακοίμητος φρουρός». Κι όπως βράχος επιβλέπει την ζώσα κίνηση έτσι και η ποίηση επιβλέπει τα συμβάντα της ανθρώπινης ζωής και της ιστορίας. Εικόνες καθημερινές, που μέσα από την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου γίνονται οικείες, ζεστές, όψεις χαρακτηριστικές της καθημερινότητας. Οι ακτίνες του ήλιου «πυρακτώνουν» το τοπίο, αποκαλύπτοντας όχι μόνο τις ομορφιές του τοπίου αλλά και τον θάνατο, τον θάνατο που «εμφιλοχωρεί» στην ποίηση του.
Ο «αμείλικτος» ήλιος συμφύεται οργανικά με το ποιητικό μέτρο του Γιάννη Ρίτσου. Όπως οι ακτίνες του ήλιου «εγγίζουν» την γη, έτσι και οι λέξεις του Γιάννη Ρίτσου, λέξεις χαρακτηριστικές του ποιητικού του γίγνεσθαι «εγγίζουν» το μέτρο του ανθρώπου στο διάβα της ζωής. Ο σπουδαίος Λάκωνας ποιητής μετασχημάτισε το κοινωνικό-πολιτικό πράττειν σε ποίηση της «μίκρο» και της «μάκρο» κλίμακας, εκεί όπου στέκει ο άνθρωπος-προλετάριος και ο ευγενής σκοπός της απελευθέρωσης του. Έτσι απλά «ο βράχος. Τίποτ’ άλλο». Από εκεί εκκινούν όλα και εκεί καταλήγουν. Ο μεγάλος και σκληρός βράχος ορίζει την ποιητική ‘Μονοβασιά’, «χαράζει» τις ζωές των ανθρώπων της. Και ο βράχος στέκεται δίπλα στον ποιητή, έτσι όπως ο επιβλητικός Ταΰγετος στέκει δίπλα στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Οι δύο Λάκωνες ποιητές ενδόμυχα επικοινωνούν, επικοινωνούν με νοήματα και αξίες που υπερβαίνουν σύνορα και κανόνες. Ο βράχος της Μονεμβασιάς και ο Ταΰγετος αποτελούν δύο συμβολικά «σύνορα» που συγκροτούν το ποιητικό όλον.
«Έρωτας είναι η σκληρότερη πέτρα και τα εύθραυστα αρμυρόβρεχτα καράβια, έρωτας το άλλο πέτρινο καράβι, το αταξίδευτο, χιλιοταξιδεμένο στους ψηλότερους πόντους·- ώ αδημονία της υπομονής, -μ’ έρωτα δούλεψα το θάνατο μου, μ’ έρωτα και τη δουλειά μου· κατέβηκα- είπε- στο παζάρι της χώρας, αγόρασα πρόκες, κουβαρίστρες, βελόνες, το σφυρί, το πριόνι, δυό σανίδες, τρία μέτρα πορφυρό πανί, πέντε γαλάζιο, ένα πάκο παλιές εφημερίδες. Ανέβηκα πάλι στο άδειο κάστρο, έσιαξα τη στολή του Ναυτικού· γέμισα τη φανέλα του τσουκνίδες, το βρακί του χαλίκια. Τον έστησα Σκιάχτρο στα χαλάσματα για τα κοράκια και τους γλάρους. Τα πουλιά ξεμάκρυναν τρομαγμένα· μ’ αφήκανε μόνο. Έγειρα τότε στον ώμο του Σκιάχτρου μου κι έκλαψα ευτυχισμένος, νιώθοντας στα μαλλιά μου την ανάσα απ’ το σαρκώδες ανύπαρκτο στόμα- ευτυχισμένος, ναι, γιατί μοναχός μου διάλεξα τούτη τη μοίρα όπως διάλεξα κάτω στο παζάρι τα καρφιά, τις κλωστές, το πανί, τα σανίδια».
Διαλέξαμε το ποίημα ‘το σκιάχτρο’ ακριβώς διότι ο ποιητής με λίγες λέξεις που όμως κάνουν την πολύτιμη διαφορά, αναφέρεται στον έρωτα, στον έρωτα που «είναι η σκληρότερη πέτρα» που νικάει τον χρόνο και την λήθη. Και εδώ ο Γιάννης Ρίτσος «συνομιλεί» με τον Γάλλο φιλόσοφο Αλέν Μπαντιού και με το δοκίμιο του ‘εγκώμιο για τον έρωτα’. Ο ποιητής μας υπενθυμίζει ότι ο έρωτας είναι μία βαθιά ανθρώπινη «διαδικασία» που «εγγίζει» και σφραγίζει πολύπλευρα την ίδια την πορεία του ανθρώπου στο «χώρο» και στον «χρόνο». Δεν είναι μία απλή «μηχανική» του φιλιού και της ερωτικής πράξης.
Ο έρωτας μετασχηματίζει το ανθρώπινο είναι, ο έρωτας είναι «το άλλο πέτρινο καράβι, το αταξίδευτο, χιλιοταξιδεμένο στους ψηλότερους πόντους». Σε αυτό το μικρό ποίημα από την ποιητική συλλογή ‘Μονοβασιά’ ο έρωτας δύναται να υπερβεί τα σκουριασμένα «λόγια», τις εφήμερες πράξεις, τον καθημερινό θάνατο της λήθης. Ο ποιητής «συνδιαλέγεται» με το σκιάχτρο, προσδίδοντας του ανθρώπινες ιδιότητες. Νιώθει την ανάγκη να ανασάνει και να «εξομολογηθεί» σκέψεις και πράξεις μίας άλλης εποχής και ενός τωρινού καιρού. Και νιώθει ευτυχισμένος όπως ένας ερωτευμένος δέχεται όχι τα μυθικά «βέλη» αλλά τις πολύπλευρες πτυχές του έρωτα. Νιώθει ευτυχισμένος με τα απλά υλικά, με τις λέξεις του που σχηματοποιούν το πολύτιμο «είναι» της ποίησης του. Ο έρωτας γίνεται το όχημα που «ταξιδεύει» τον ποιητή, τον σφυρηλατεί, καθότι ουσιαστικά μας λέει πως με τον έρωτα πορεύτηκε σε όλη του την ζωή, με τον έρωτα που νοείται ως επαναστατική ρήξη με τις καθωσπρέπει συμβάσεις. «Ο έρωτας για τον Μπαντιού είναι μια κατασκευή, μια διαδικασία αλήθειας και ξεκινά με ένα συμβάν».
Ο έρωτας είναι μία διαδικασία αλήθειας και για τον Γιάννη Ρίτσο, μία διαδικασία που καταρρίπτει τις ψευδαισθήσεις της συμβατικότητας. «Ρίξαν στ’ αρχαία πιθάρια τα κλειδιά της πόλης. Δάγκωμα του σκορπιού στη μνήμη. Η φωνή της κουκουβάγιας ψηλά στο βράχο απ’ τις ρωγμές της νύχτας. Τότε ένα παιδί μαρμάρωσε μ’ ένα καλάθι στον αγκώνα. Ήρθαν η αφάνα, η φτέρη, η κάππαρη να κρύψουν τα σημάδια, ν’ αλλάξουν τη μοίρα, κολλημένη στο διάτρητο τείχος, εκεί που το νερό διφορούμενο μιλάει με την πέτρα, εκεί που σμίγει η περηφάνια με την ταπεινοφροσύνη».
Κι η πλούσια ποίηση του Γιάννη Ρίτσου σμίγει ακριβώς την ‘περηφάνια’ με την ‘ταπεινοφροσύνη’, προσφέρει, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, στιγμές και συμβάντα υπέρβασης.
1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Μονοβασιά’, 1974-1976, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1997, σελ. 438.
2. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘το σκιάχτρο’…ό.π, σελ. 448.
3. Βλ. σχετικά, Γαλανόπουλος Αντώνης, ‘Ο έρωτας ως διακινδύνευση, συμβάν και κατασκευή αλήθειας. Για το εγκώμιο για τον έρωτα του Αλαίν Μπαντιού’, Εφημερίδα Αυγή, 24/01/2015, www.avgi.gr
4. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Κρίσιμο σημείο’…ό,π, σελ. 456-457.
Κώστας Στοφόρος: Το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων
«…Στη μέση της κάμαρας η μεγάλη πράσινη λεκάνη της εξορίας – τέλειος κύκλος…»
Τριάντα χρόνια πριν, τον Φεβρουάριο του 1985, με αυτή τη φράση έκλεινε ο ένατος και τελευταίος τόμος του Εικονοστάσιου Ανωνύμων Αγίων, του Γιάννη Ρίτσου. Ήταν το τέλος μιας περιπέτειας που ξεκίνησε το 1942:
«…Προσπαθώ να είμαι ειλικρινής, αφού και το 1942, μέσα σ’ εκείνη την τρομερή εποχή, γράφοντας κάτι σαν ημερολόγιο, για να ξεδώσω μια στάλα απ’ την πίκρα, την πείνα και τον θάνατο, το ’χα ονομάσει “Ασκήσεις ειλικρίνειας”… κάτω από ’να ύφος καραγκιοζίστικο, παλαβό, αυτοειρωνικό ή και παρανοϊκό (κι αυτό το βλέπω καθαρότερα τώρα), πολλά κρύβονταν, αποσιωπούνταν, παραμορφώνονταν, για χίλιους γνωστούς και άγνωστους λόγους, κάτω απ’ τις απαγορεύσεις πολλαπλής λογοκρισίας τόσο γενικής όσο και ατομικής…»
Το υλικό αυτό είχε αποτελέσει τη βάση του βιβλίου Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του που γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1942, στην Αθήνα, ξαναγράφτηκε το 1971 στο Καρλόβασι και πήρε την τελική του μορφή το 1983, οπότε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά.
Στην ουσία έμεινε για 41 χρόνια στο συρτάρι, αλλά η έκδοσή του πυροδότησε την έμπνευση του συγγραφέα που λίγο καιρό αργότερα γράφει και κυκλοφορεί το Τι παράξενα πράματα, που θα προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Ακολουθεί σε λίγους μήνες το μυθιστόρημα Με το σκούντημα του αγκώνα και για πρώτη φορά ο Ρίτσος, σε σημείωσή του στο τέλος του βιβλίου, μιλά για «Τριλογία» που ίσως εκδοθεί σε έναν τόμο.
Ακολουθεί το Ίσως να ’ναι κι έτσι, το οποίο θεωρεί «ολοφάνερη συνέχεια του Με το σκούντημα του αγκώνα» και γράφει πως μπορεί να υπάρξει και συνέχεια.
Το Ίσως να ’ναι κι έτσι, χωρίς να είναι πιο τολμηρό από τα δυο προηγούμενα βιβλία πυροδότησε… θύελλα.
Ξέσπασε μια απίστευτη διαμάχη που ξεκίνησε από σειρά άρθρων της Πολιτιστικής, πέρασε στην Αυγή και στον Ριζοσπάστη και σε άλλες εφημερίδες της εποχής.
Οι τίτλοι είναι χαρακτηριστικοί:
Αντώνης Στέμνης, Όχι κι έτσι – Κ., Ψάρεμα στα θολά νερά – Έλλη Αλεξίου, Προβοκάτσια εναντίον τίνος; – Γιώργος Λιζικιρίκης, Κρούσμα οδυνηρό – Λιλιάνα Δρίτσα, Κριτική αναφορά χαρακτηρισμοί κι ιδανικά – Αύγουστος Μπαγιόνας, «Ηθικολογία» και ποιητικός λόγος – Ελένη Αστρινάκη, Ή δεν είναι έτσι; – Θάνος Ασίκης, Ίσως να ‘ναι η ουσία – Λιλή Ζωγράφου, Η ώρα της κριτικής – Νίκος Παππάς, Μακάρι στο χώρο της στενής κι ευρύτερης Αριστεράς να ’χαμέ τέτοιας ποιότητας όργανα – Ευτύχης Μπιτσάκης, Αλλόκοτα πράγματα – Ήλεκτρα Ανδρεάδη, «Ήθος», άποψη και «προβοκάτσια» – Δημήτρης Βάρος, Ασυλία κριτικής; – Μαρία Νεοφώτιστου, «Θεοί» και λογοτεχνία – Στρατής Γ. Φιλιππότης, Βαρύτατη ύβρις
(Ίσως να ‘ναι κι έτσι, Πολιτιστική, 20 (Ιούνιος ‘85) 41-55, [Δ 1049] )
Πάντως, πριν ξεσπάσει η διαμάχη ο Ρίτσος είχε ήδη γράψει τον Γέροντα με τους χαρταϊτούς, το Όχι μονάχα για σένα, το Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο, το Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις καθώς και τον ένατο και τελευταίο τόμο, Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει Άγιος…
Όπως γράφει ο ίδιος ο ποιητής, τα κείμενα ήταν ουσιαστικά έτοιμα, όταν «ένα ξαφνικό γεγονός (ο θάνατος του αξέχαστου φίλου Μάνου Κατράκη) με υποχρέωσε να επιστρέψω στην Αθήνα και μ’ έβγαλε εντελώς έξω απ’ το σαρκαστικό πνεύμα του Αρίοστου…». Πέρασαν πέντε μήνες για να ξαναπιάσει τα χαρτιά του.
Το «Εικονοστάσιο» σήμερα
«…Πιο πολύ ο Ρίτσος με αγγίζει με τη γραφή του και με την προσοχή που δίνει στα μικρά πράγματα της καθημερινότητας, το κομμάτι του σπασμένου γυαλιού, όπου καθρεφτίζεται ο ουρανός. Είναι ποιητικός χωρίς να γίνεται απολιτικός και πολιτικός, χωρίς να παραβλέπει την ποίηση και το αίνιγμα που είναι ο κόσμος και ο κάθε άνθρωπος…». Ο Αυστριακός συγγραφέας Ξάβερ Μπάγιερ, στη συνέντευξή του στον Δρόμο, εντόπισε την ουσία της πεζογραφίας του Ρίτσου και επί της ουσίας με παρακίνησε να ξαναπιάσω τα βιβλία στα χέρια μου, λέγοντας πως συχνά ο ίδιος ανατρέχει στο Εικονοστάσιο.
Οι ίδιοι οι τίτλοι των βιβλίων είναι τα κεφάλαια-κλειδιά ενός σημαντικού έργου. Όσοι προτίμησαν να διαλέξουν τα «τολμηρά» και κατά κάποιους «πορνογραφικά» κομμάτια κατάφεραν να συσκοτίσουν και να εμποδίσουν την ελεύθερη προσέγγιση του έργου.
Προφανώς κι ο ίδιος ο Ρίτσος θέλησε, στο τέλος, να προσγειωθεί με τον κάπως «κατευναστικό» τελευταίο τόμο. Παρ’ όλο που την στιγμή που έγραφε συνειδητοποιούσε κι ο ίδιος τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε, ήδη από το Τι παράξενα πράματα που αποτελούν και το βιβλίο-τομή της εννεαλογίας:
«…Τι παράξενα πράματα είναι τούτα. Ξεδιάντροπα, πορνά… φτου πιπέρι στο στόμα του. Θα του ’στριψε του παιδιού. Πρέπει να του τα ψάλουμε. Τον παραχαϊδέψαμε βλέπεις κι εμείς… Αμέ τα παλιά του; Α, εκείνα μάλιστα. Ας μη τον πικράνουμε, λέω δικός μας είναι. Θα συνέλθει…».
Και απαντά ο ίδιος: «Θα νιώσουν μια μέρα τα συντρόφια μου, τα σημερινά (και πιότερο τ’ αυριανά) πως με τούτα ακριβώς τα «παράξενα πράματα» τους έχω δώσει ό,τι περισσότερο και καλύτερο κι ελεύθερο, ό,τι πιο ξάστερο έχω και έχουν και έχουμε και θα έχουν, από άσπρο, από κόκκινο, από βαθύ και μυστικό και γαλάζιο, από φτερό και αιωνιότητα. Αλλά μπορεί και να με κόψει κι η μονόφθαλμη, άγρυπνη λογοκρισία…».
Σελίδες συγκλονιστικές, σελίδες βαθύτατα πολιτικές, ερωτικές, προσωπικός σπαραγμός. Για εκείνα που δεν κατανοούσε η Αριστερά, αλλά που είναι αξεχώριστα κομμάτια της προσωπικότητας του καθενός μας.
«Άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας…». (Ίσως να ’ναι κι έτσι)
Τόλμησε να μιλήσει…
Διαβάζω, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα στο Διαδίκτυο κριτικές που αναπαράγουν και δικαιώνουν την απίστευτη επίθεση που είχε δεχτεί το έργο του Ρίτσου. Και σκέφτομαι πόσο θα είχαμε όλοι ωφεληθεί και δει καθαρότερα, αν 30 χρόνια πριν μπορούσαμε να διαβάσουμε με ανοικτό μυαλό και να καταλάβουμε το μεγάλο τόλμημα του ποιητή. Ο ίδιος μέσα από την εννεαλογία μάς χαρίζει σπαράγματα μιας αυτοβιογραφίας, δισταγμών, διχασμών, προβληματισμών, τολμώντας να μιλήσει για εκείνα που δεν μιλάμε. Και έχω την εντύπωση πως χωρίς αυτά τα εννιά βιβλία του Εικονοστάσιου είναι αδύνατον να μπούμε στο βάθος του έργου του Ρίτσου. Να δούμε πώς γεννήθηκαν οι στίχοι του. Άλλωστε, μέσα στα βιβλία παρελαύνουν κάποιοι φίλοι-πρωταγωνιστές που προσεγγίζουν με διαφορετικό τρόπο αυτά που γράφει ο ποιητής, αμφισβητώντας τον συχνά. Είναι σαν να διαβάζουμε τον λόγο και τον αντίλογο.
Πιστεύοντας πως όλοι αυτοί οι προβληματισμοί για την τέχνη, την Αριστερά, τον έρωτα, την προσωπική στάση, τον τρόπο που μοιράζεται κανείς, «γιατί η ομορφιά παιδί μου είναι κάτι… που δεν το αντέχεις μόνος σου και θέλεις να το μοιράσεις σ’ όλους, να το δουν και να το χαρούν όλοι ανεξαιρέτως, κι όσο το μοιράζεις τόσο και πιο πολύ πολλαπλασιάζεται και τόσο πιο πολύ γίνεται δικό σου και σε ονομάζει…». Είναι αυτό που ο Ρίτσος λέει «σκούντημα του αγκώνα». Ο τρόπος που καλούμε το σύντροφο, το φίλο να μοιραστεί μαζί μας κάτι όμορφο που βλέπουμε. Μακάρι να είχα το χώρο να αναφερθώ σε κάθε ένα από τα βιβλία χωριστά, διότι το καθένα αποτελεί κι ένα αυτόνομο σύνολο, πάντα στην ίδια λογική.
Ένα «σκούντημα του αγκώνα» είναι αυτά τα πεζογραφήματα. Κι αν μπορούσαμε να τα διαβάσουμε και να κατανοήσουμε το βάθος τους σήμερα, πολλά πράγματα μέσα μας και γύρω μας θα ήταν διαφορετικά.
«…Κι ίσως μια μέρα, με μυριάδες αγώνες κι αγρύπνιες κι ανασκαφές μέσα μας κι έξω μας, μέσα στην ιστορία και στο μέλλον, να φτάσουμε στη Χώρα του Χαμόγελου, εκεί, που πέρα από φυλές, θρησκείες, παραδόσεις, γλώσσες, θ’ αναγνωρίζει ο άνθρωπος τον άνθρωπο αδελφό του απ’ το ίδιο αυτεπίγνωστο χαμόγελο και θ’ ανταλλάσουν βλέμματα κι αισθήματα μιας πανανθρώπινης δημιουργικής ευχαριστίας»… (Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο)
(Δημοσιεύτηκε στο site “Δρόμος της Αριστεράς“, στις 19/2/15)
Σίμος Ανδρονίδης: Ο θεατρικός Ρίτσος
Β’ Γυναίκα: «Στο σκοτεινό δωμάτιο ήσυχη η αναπνοή του καθρέφτη ανεπηρέαστη απ’ την έξω συμπαγή συνωμοσία του φεγγαριού και των δέντρων» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Εντευκτήριο’).
Ο πάντα επίκαιρος Γιάννης Ρίτσος λειτούργησε και ως εν δυνάμει θεατρικός συγγραφέας. Σε αρκετές ποιητικές του συνθέσεις, η θεατρική δομή και το θεατρικό ύφος συγκροτούν τον ποιητικό λόγο και το ποιητικό «μήνυμα». Ο Γιάννης Ρίτσος αναπλάθει τους αρχαίους μύθους, προσδίδοντας τους την «χωροχρονική» διάσταση του καιρού του, ενώ, την ίδια στιγμή, και μέσα από κάθε λέξη και πράξη, ποιεί «θεατρικότητα». Η θεμελιώδης θεατρικότητα του Γιάννη Ρίτσου συνθέτει και συγκροτεί μία νέα ενεργητική αντίληψη περί ποιητικής τέχνης, εκεί όπου οι ίδιες οι αποκρυσταλλώσεις του αρχαίου δράματος απηχούν τις ποιητικές επισημάνσεις του Γιάννη Ρίτσου. Οι θεατρικοί ήρωες του Γιάννη Ρίτσου είναι «πολλαπλοί» και καίριοι, «σιωπηλοί» και ενεργητικοί, αναζητώντας όχι απλά την υπέρβαση των κανόνων που διέπουν την ζωή τους, αλλά την ποιητική λέξη και πράξη που θα δικαιώσει, εις το διηνεκές, αυτή την υπέρβαση.
Ο ποιητής «εργαλειοποιεί» με έναν αριστοτεχνικό τρόπο τις θεατρικές συνηχήσεις της ποίησης, λειτουργώντας ως ένα «αντηχείο» που επιδιώκει να συμπυκνώσει σε «ρέον» λόγο την τραγικότητα των περιστάσεων και του καιρού του. Κι αυτό ακριβώς είναι το σημαίνον του ποιητή: δεν προλέγει απλώς την τραγικότητα, δεν την μεταπλάθει σε άφθαρτο ηρωισμό, αλλά κύρια την «εγκιβωτίζει» μέσα στη ρέουσα αφήγηση και συνθήκη της ζωής, «μορφοποιώντας» την στη μορφή του ανθρώπου που, μέσα από τις αντιφάσεις του, προχωρά ακατάπαυστα μπροστά.
Στο σπουδαίο του ποίημα Ρωμιοσύνη, το τοπίο που αρχικά παραπέμπει στη «γυμνή» σιωπή και στις εικόνες της φύσης, λειτουργεί ως προείκασμα μίας θεατρικής σκηνής, πάνω στην οποία θα πρωταγωνιστήσουν οι «ζώντες» ηθοποιοί που, κινούμενοι, συμβάλλουν στην αλλαγή νοηματοδότησης του ίδιου του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. στη Ρωμιοσύνη ο σκηνοθέτης-ποιητής δίνει «χώρο» και λόγο στους ηθοποιούς του, δίνει χώρο στη «σιωπηρή» κίνηση και στην αλληλουχία των εικόνων. Η θεατρικότητα της Ρωμιοσύνης έγκειται σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Με αυτόν τον τρόπο, το ήδη διαμορφωμένο παρόν δεν προοικονομεί το μέλλον και την μέλλουσα ανθρώπινη συνθήκη και πράξη.
«Αυτό το χώμα που είναι το δικό τους και δικό μας» αντλεί στέρεο υλικό από την θεμελιώδη «χαρτογράφηση» των ανθρώπινων χαρακτήρων, βασικό συστατικό των οποίων είναι η κίνηση προς τα εμπρός. Ο Γιάννης Ρίτσος προσδίδει βάθος στους αφανείς (και μη αφανείς) δρώντες, με τον τρόπο που ο μεγάλος William Shakespeare προσδίδει βάθος και εύρος στους θεατρικούς του χαρακτήρες και στην ίδια την τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν συγκροτεί τους χαρακτήρες του ηρωικά, αλλά καθημερινά. Και είναι ακριβώς αυτή η καθημερινότητα τους που τους καθιστά ικανούς για την δομική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών.
Η ίδια η ποίηση του είναι βαθιά «γειωμένη» μέσα στη γη, ήτοι μέσα στο πεδίο της κοινωνικής ολότητας. Αυτή η βαθιά «γειωμένη» ποίηση μας αποκαλύπτει πρωτίστως το ήθος και το ύφος του ποιητή. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος δεν αναιρεί καθόλου τον θεατρικό Γιάννη Ρίτσο. Στο ποιητικό του πράττειν ενυπάρχει και ενσωματώνεται οργανικά και αρμονικά η θεατρική διάσταση της «χαρτογράφησης» των ανθρώπινων χαρακτήρων και των κοινωνικών συνθηκών.
Η θεατρική συνθήκη αντλεί καθημερινή έμπνευση από τις «ρηγματώσεις» της ζωής. Ο ηθοποιός, χρησιμοποιώντας ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο το σώμα του, διαμορφώνει στάσεις, νοήματα και αξίες. Δεν μιμείται απλώς, αλλά διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί και η άμεση ή και έμμεση θεατρικότητα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Διευρύνει τους ορίζοντες του πεπερασμένου κόσμου ώστε ακριβώς να λειτουργεί ως εργαλείο ανάλυσης του κοινωνικά πολλαπλού που μας περιβάλλει. Το θέατρο είναι η επανεφεύρεση του κόσμου μας. Έτσι ακριβώς και η ποίηση δύναται να επανεγγράψει στο κοινωνικό φαντασιακό συστατικά όπως η στοχαστική αντίληψη και η εμβάθυνση.
Λέει η Α’ Γυναίκα στο ‘Εντευκτήριο’ του Γιάννη Ρίτσου: «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μές στη φούχτα μας και λείπουν. Στον τοίχο βλέπω κίτρινες κηλίδες όμοιες βουλιαγμένες χερσονήσους. Ένα στενόμακρο φεγγάρι είναι πιασμένο στο δίχτυ της αράχνης». Συμπληρώνει η Β’ Γυναίκα: «Έρχονται πάλι μεγάλες βροχές· γεμίζουν οι λακκούβες του δρόμου. Πλάτς, πλάτς, μες στη λάσπη λεωφορεία, ποδήλατα, ο πλανόδιος μουσικός με το βιολί του, οι μικροπωλητές με τα πανέρια τους, διαβάτες με σηκωμένα μπατζάκια, γυναίκες με ψώνια και ομπρέλες, πιεσμένες από ‘ναν χαμηλό ουρανό κι από την έγνοια τους μη και γλιστρήσουν. Κοιτάω απ’ τα τζάμια του παράθυρου. Ω, ανόητοι, λέω, τι προφυλάξεις μέσα στο απροφύλαχτο· κάλτσες, παπούτσια, ποδάρια μουσκεμένα,- αν αφεθείς μπορεί και να γίνεις νερό, να κυλήσεις ποτάμι, καθάριο νερό, σέρνοντας πίσω σου χιλιάδες ομπρέλες- οι πιότερες μαύρες- σέρνοντας και το Τρίτο Λουλούδι πάνω σ’ ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, αυτό που επιπλέει χωρίς κατεύθυνση και λάμπει».
Και οι δύο γυναίκες προσλαμβάνουν τα θεατρικά χαρακτηριστικά διήγησης των τετριμμένων της καθημερινότητας. Πραγματικά, ο Γιάννης Ρίτσος «στήνει», με έξοχο τρόπο τους ηθοποιούς τους της δική τους ποιητικής-θεατρικής παράστασης. Γυναίκες που μιλάνε, που κινούνται, που γίνονται «μεταφορείς» μύχιων πόθων και συναισθημάτων, που εμβαθύνουν στο ακέραιο και στην ακεραιότητα της ύπαρξης, που φορούν το «προσωπείο» της ύπαρξης, της ύπαρξης που «τονίζεται» μέσω της ομιλίας και του βαθέος αισθήματος. «Ω, πράγματα πολύτιμα που τα κρατάμε μες στη φούχτα μας και λείπουν». Αυτό θα μπορούσε να είναι το καθημερινό απόσταγμα της ποίησης, της θεατρικής ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Το κενό της απώλειας «γεμίζει» μέσω της ποίησης και της αλληλεπίδρασης δύο γυναικών που αναζητούν εκείνες τις πλέριες σημασιοδοτήσεις της ύπαρξης. Η κάθε λέξη, η κάθε επιτηδευμένη λέξη, στήνεται θεατρικά, θαρρείς και μία θεατρική παράσταση, που περιλαμβάνει πολύ κόσμο, περνά από μπροστά μας. Και μετά από την βροχή που «σκεπάζει» τα πάντα, αχνοφαίνεται ο απόηχος των λέξεων, των οικείων και των καθημερινών λέξεων που συντροφεύουν την ζωή αυτών των δύο γυναικών, όλων των γυναικών.
Η γυναίκα στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου στέκει ακέραια και έτοιμη, έτοιμη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να δώσει και να πάρει, να μας «ξεδιψάσει» με την δύναμη της πράξης της και της αγάπης της, με την πειθώ που επιβάλλουν τα νοήματα και οι μεγάλες αξίες. Ο Γιάννης Ρίτσος αποκαλύπτει τις πολλαπλές σημάνσεις της ποίησης του. Όρθιος και αγέρωχος, κάνει πράξη το αξίωμα του ποιητή: «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Η ποίηση του «κανονικοποιείται» στον μακρινό ορίζοντα, στο γαλάζιο του ουρανού και της θάλασσας, στο βάθος του ουράνιου τόξου και στη θεατρική απόδοση της ανθρώπινης ύπαρξης.
1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Εντευκτήριο’, Ποιήματα Η’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1999, σελ. 101.
Σίμος Ανδρονίδης: Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’
«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’).
Αυτό είναι το παντοτινό εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Εκεί που τα ίδια τα δάκρυα νοηματοδοτούν τις λέξεις, τις κατατεθειμένες στο χαρτί
Η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ‘το γυμνό δέντρο’ αποτελεί το απόσταγμα της μακρόχρονης ποιητικής του πορείας στο χώρο και στον χρόνο. ‘Το γυμνό δέντρο’ είναι μικρό σε έκταση, αλλά πλούσιο σε «εγχάρακτες» αξίες που νοηματοδοτούν το εύρος της ποίησης και της ποιητικής πράξης του Γιάννη Ρίτσου. Πολλές φορές, ενυπάρχει η τάση, όχι της απόκρυψης, αλλά της βιαστικής «προσπέρασης» των μικρών ποιητικών ιστοριών του Γιάννη Ρίτσου. Κι όμως, η ποίηση του Ρίτσου είναι ένας ολόκληρος κόσμος φανερών συμβολισμών και «κρυμμένων» νοημάτων που μας καλεί να τον γνωρίσουμε και να τον κάνουμε κτήμα μας. Κι αυτό συμβαίνει ακριβώς διότι το μέτρο της ποίησης του είναι βαθιά ανθρώπινο, πρόδρομος δείκτης μίας πρωταρχικής ποιητικής συσσώρευσης που οδηγεί στην γνώση του οικουμενικού.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, «πέρασε» μέσα από τις συμπληγάδες του καιρού του, ανήγαγε την ποίηση σε μορφή θεατρικής πρόζας, διαμόρφωσε ένα νέο ήθος «άσκησης» της ποιητικής πράξης, κινητοποίησε το σώμα και τον νου, εκεί όπου το σώμα «πάσχει» και ο νους δημιουργεί. Μέσα από μία μακρόχρονη πορεία, ο ποιητής φθάνει στο δικό του ‘γυμνό δέντρο’, για να εναποθέσει εκεί στοχασμούς και αναπολήσεις. Το δικό του ποιητικό παρόν έχει το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον.
«Ως εδώ. Ναι. Δεν έχει πιο πέρα. Δεν έχει. Το λεωφορείο της γραμμής κατεβάζει ξένους τουρίστες, ξένες αποσκευές, ξένους υπνόσακους. Δεν αναγνωρίζεις ούτε καν αυτή τη βαλίτσα που κάποτε περιείχε κάτι δικό σου – το γαλάζιο πουκάμισο που προτιμούσες ή τις φωτογραφίες νεανικών ερώτων. Τα βιβλία στα ράφια σου γυρίζουν την πλάτη. Σωρός τα κλειδιά στο τραπέζι κι ούτε που ξέρεις που ταιριάζει το καθένα κι ούτε σε νοιάζει. Και τούτο το μικρό αργυρό κλειδί; Α, ναι, θυμάμαι, είναι της κοσμηματοθήκης πού ‘πέσε πριν χρόνια στο πηγάδι κι είχε πολλά διαμάντια και ζαφείρια και σμαράγδια κι έναν Εσταυρωμένο ολόχρυσον με τρία ρουμπίνια. Αδειάσαν το πηγάδι. Ψάξαν. Τίποτα. Μονάχα πέτρες. Τα πήρε, λέει, κάτω απ’ τη γης η μικρή Περσεφόνη».
Βαδίζοντας προς το τέλος της ποιητικής του διαδρομής, ο Γιάννης Ρίτσος μας παρέδωσε αυτό το έξοχο ποιητικό απόσπασμα, που θαρρείς πως «ξεπήδησε» μέσα από τα μάτια του που παρατηρούσαν προσεχτικά τα πάντα, και την μικρότερη και φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια της ποίησης. Αυτός ο σπουδαίος τεχνίτης του λόγου και της ποιητικής πρόζας, αυτός ο ιδανικός και παντοτινός εραστής των διακεκομμένων λέξεων, παρατηρεί το διάβα της ζωής με περίσκεψη και προσοχή. «Το λεωφορείο της γραμμής» παίρνει τα πάντα μαζί του. Λόγια τρανταχτά, ορέξεις και πάθη, προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που κάποτε διάβηκαν, δακρυσμένοι και ματωμένοι, την πυρίκαυστη λάβα της ζωής. Πλέον, η ίδια η ζωή, «κατεβάζει» στην επόμενη στάση τουρίστες, «διαμάντια» και «ζαφείρια». Όλα κατευθύνονται στη «χοάνη» της λήθης, της λήθης που δεν κινείται απλώς στον αντίποδα της μνήμης, αλλά «παράγει» το ήθος της μη συνειδητοποιημένης πράξης. Μονάχα «πέτρες» απέμειναν, λοιπόν, πέτρες «γυμνές» και ακανόνιστες, «πέτρες» που λειτουργούν ως σπαράγματα μίας άλλης εποχής που έρχεται να διασώσει, από το βιαστικό «λεωφορείο» της γραμμής, η ποίηση.
Η απαισιοδοξία του ποιητή (που εδώ συνδέεται με την φθορά του χρόνου και με το αναπόφευκτό βιολογικό γήρας) δεν είναι τμηματική και αποσπασματική. Αντιθέτως, από κάθε ποιητικό του «πόρο», εκφράζει την «βουβή» φωνή των ανθρώπων που έδωσαν τα πάντα, χωρίς να λάβουν τίποτα. Κι αυτή ακριβώς είναι η λεπτή γραμμή που συμφύει την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με το μεγάλο βάθος μιας πορείας που εκκινεί από τα μικρά (λεπτομέρειες του παρόντος χρόνου), και καταλήγει στα μεγάλα ιδανικά (κοινωνικοπολιτικοί αγώνες για έναν φωτεινό αύριο). Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο ποιητής της έκφανσης και της έκφρασης των δακρυσμένων και «μουσκεμένων» ονείρων. Δεν αναζητά την λύτρωση ως τελική πράξη, αλλά ως καθημερινό βίωμα. Η «μικρή Περσεφόνη» «έκρυψε» τις ζωές, όχι όμως και τις λέξεις που θα «ανασυστήσουν» και θα ανασυνθέσουν, βήμα-βήμα, την μεγάλη εικόνα. Η ποίηση ως πολιτική πράξη και πολιτικό παίγνιο είναι ακριβώς η ανασύνθεση της μεγάλης εικόνας.
«Εκείνα που δεν έλεγες ποτέ, ακριβώς εκείνα, έδιναν αίμα στα λόγια που έλεγες κι έμεναν στον αέρα μετέωρα, διφορούμενα, σαν ανεξήγητοι ήχοι νυχτερινής μελλοντικής μουσικής. Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις. Η σιωπή σε κλείνει ολόσωμον έξω απ’ τα γεγονότα ν’ ακούς τις νεανικές μοτοσικλέτες κάτω στον παραθαλάσσιο δρόμο, ν’ ακούς και τα σφυρίγματα των πλοίων «Σάμαινα», « Ίκαρος», «Αιγαίο», που αρμενίζουν νυχτοήμερα σ’ εναλλασσόμενες μπουνάτσες και φουρτούνες με τελικό τους προορισμό το μέγα, σκοτεινό Αγκυροβολείο».
Τι μπορείς να προσθέσεις την στιγμή που ο ποιητής δημιουργεί ένα ποιητικό πράττειν, που, την ίδια στιγμή, «χαράσσεται» στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι; Και μάλιστα, μέσω της ίδιας της «μηχανικής» της σιωπής; «Τώρα δεν έχεις τίποτα να πεις, αφού δεν έχεις τίποτα να κρύψεις». Έτσι, το σώμα μένει «γυμνό», «άφωνο», λέγοντας με θαρρείς «αυτοματοποιημένες» κινήσεις όσα δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, οι ατάκτως ερριμμένες. Ίσως θα ήταν ερευνητικά κοινότοπο να ειπωθεί ότι ο ποιητής διαβλέπει απλώς το φυσικό τέλος, το τέλος της ζωής και των πραγμάτων. Αν αντιστρέψουμε την φυσική διαδικασία των πραγμάτων, μπορούμε να αναφέρουμε πως ο Γιάννης Ρίτσος διαβλέπει την αρχή μίας πορείας που «εμβαπτίζεται» στα νάματα της καθάριας σιωπής των πραγμάτων. Όλα είναι εδώ, ανοιχτά, κατατεθειμένα. «Γυμνά» Σώματα, σιωπές και λέξεις, λέξεις που δεν περιέχουν την σιωπή, αντιθέτως, είναι αυτή η καλοκαιρινή σιωπή της θάλασσας και των πλοίων που «περιέχουν» τις ανθρώπινες λέξεις. Το τέλος του θανάτου, παραχωρεί την θέση του στην έστω και βραχύβια, ποιητική σιωπή. Κι ο Γιάννης Ρίτσος, μαθήτευσε κατεξοχήν στο είδος της δημιουργίας ποίησης μέσω της διακεκομμένης ανάσας και της σιωπής. Η δική του σιωπή μπροστά στον επελαύνοντα πολιτικό «καιρό» δεν νοείται ως παραίτηση και αδράνεια.
Η δική του, ολόδικη του σιωπή, υπερβαίνει τα δεσμά της εγκαρτέρησης, μετασχηματιζόμενη σε πολιτική πράξη και απάντηση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι η ποίηση είναι μία κατεξοχήν πολιτική διαδικασία, μία διαδικασία ανασυγκρότησης του πολιτικού παιγνίου. Η ίδια η λογοτεχνία είναι μία μορφή πολιτικής επιστήμης, ήτοι μία μορφή ερμηνείας και ανάλυσης του πολιτικού κόσμου δια του οράματος, της μυθιστορηματικής πλοκής, της σύνθεσης και της δράσης χαρακτήρων. Ο Γιάννης Ρίτσος γνώριζε πολύ καλά ποιος είναι ο καθημερινός προορισμός της ποίησης, της ποίησης ως πολιτικής πράξης.
«Οι ελιές εβάρυναν απ’ τον πολύ καρπό, τ’ αμπέλια δέσαν, οι γυναίκες γκαστρώνονται ακόμα, τ΄αγόρια κολυμπάνε, ο κυρ Μιχάλης αγόρασε καινούργια βάρκα, άσπρη με κόκκινη διπλή λουρίδα. Τα βράδια βγαίνουνε τα γρι γρι για ψάρεμα, τρέμουν τα φώτα από μιαν ήσυχη συγκίνηση, σα να μην έχει αλλάξει τίποτα τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο. Μόνοι εκείνοι που χρόνια περιπλανήθηκαν, που πέρασαν πολλές Συμπληγάδες, έχοντας πάντα κρεμασμένο στο λαιμό τους το χωματένιο φυλαχτό της πατρίδας, αυτοί, χτες βράδυ, μας φέραν κάτι νέο κι αιώνιο. Αλλά, την άλλη μέρα, πήγε να χτενιστεί η Ελένη στον μεγάλο καθρέφτη, κι ο καθρέφτης είχε πολύ γεράσει και τα μαλλιά της είχαν πέσει».
Ο Γιάννης Ρίτσος «εκμαιεύει» το αιώνιο, το άπειρο και το άφθαρτο, μέσα από την ίδια την επίπονο διαδικασία της βιωμένης ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο κατεξοχήν ποιητής του βίου που αξίζει να βιωθεί ως όλον, πέρα και πάνω από τις «πολλές Συμπληγάδες». Ο ποιητής του παντοτινού «καιρού», μας έμαθε τι σημαίνει η «ποίηση» σε δύσκολους καιρούς, η ποίηση που δεν είναι εύκολη, «βιαστική», απλή και «ευθύγραμμη» αλλά πολύπλοκη και περίπλοκη. Ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να κοιτάξει πίσω από την επιφανειακή όψη των πραγμάτων. Γιατί αυτό είναι η ποίηση: η διαλεκτική σύνθεση της αντιφατικότητας και της πολυπλοκότητας των πραγμάτων, που, την ίδια στιγμή, εστιάζει στην βαθύτερη όψη του γίγνεσθαι. Το ‘γυμνό δέντρο’ είναι η «γυμνή» ζωή, η ζωή χωρίς περιττά φτιασίδια, εκεί όπου αρκούν λίγες ανάσες για να λάβει «σάρκα και οστά» και για να προχωρήσει η ποίηση.
Ο Γιάννης Ρίτσος επικοινωνεί οργανικά με τους μεγάλους ποιητές του καιρού του. Η δική του ποιητική προσταγή τον συνδέει άμεσα με τον σπουδαίο Χιλιανό ποιητή Pablo Neruda. Κι ο Ρίτσος έκανε πράξη και ποίηση τα λόγια του Neruda: «Κάποιος που με περίμενε ανάμεσα στα βιολιά, βρήκε έναν κόσμο σα θαμμένο πύργο με μπηγμένη τη σπείρα του κάτω απ’ όλα τα μουντά θειαφόχρωμα φύλλα. Πιο κάτω, μες στο χρυσάφι της γεωλογίας, σα σπαθί τυλιγμένο σε μετέωρα βύθισα το ανήσυχο και τρυφερό χέρι στο πιο γεννητικό απ’ τα γήινα. Έβαλα το μέτωπο ανάμεσα στα βαθιά κύματα, κατέβηκα σα σταγόνα μέσα στη θειαφένια ειρήνη και, σα τυφλός, γύρισα στο γιασεμί της φθαρμένης ανθρώπινης άνοιξης».
1. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Άχρηστα κλειδιά’ (‘Το γυμνό δέντρο’), ‘Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1991, σελ. 99-100.
2. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Της σιωπής…ό.π, σελ. 103.
3. Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Μικρό χρονικό…ό.π, σελ. 107-108.
4. Βλ. σχετικά, Neruda Pablo, ‘Υψώματα του Μάτσου Πίτσου’, Canto General, Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1974, σελ. 55-56.
Σίμος Ανδρονίδης: “O Γιάννης Ρίτσος για τον Καβάφη”
Ο σπουδαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος «τίμησε» με τον δικό του έξοχο ποιητικό τρόπο τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Η συλλογή ποιημάτων με τίτλο ’12 ποιήματα για τον Καβάφη΄ (1963) δείχνει ακριβώς την «έμμεση» ώσμωση του ποιητικού λόγου των δύο μεγάλων ποιητών που συναντώνται υπό το «φως» μίας έξοχης πνευματικής-ποιητικής διάδρασης. Ο Γιάννης Ρίτσος των υψηλών κοινωνικών νοημάτων, αλλά και του υπόκωφου πόνου «εγγίζει» με την δική του υψηλή ποιητική «ουσία» την αμφισημία και την «χαμηλόφωνη» ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Με «εργαλείο» την ποιητική γραφή τέμνει και ανατέμνει το Καβαφικό ποιητικό «σύμπαν», ενσταλάζοντας στο Καβαφικό «έργο» λέξεις, έννοιες και αξίες που αναδίδουν το «όλο» Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο, ένα παλίμψηστο που ακριβώς μέσω της ποιητικής γραφής «εμφυσύει» ζωή και «κίνηση» στον «παγωμένο» και «νεκρό» χρόνο.
Πέρα και πάνω από όλα, ο Γιάννης Ρίτσος ενσταλάζει το δικό του προσίδιο ποιητικό ήθος, καρπό της πολύχρονης και επώδυνης άσκησης του στο πεδίο του ποιητικού λόγου και της ποιητικής γραφής. Με αυτόν τον τρόπο, το Καβαφικό ποιητικό έργο υπερβαίνει τα «χωροχρονικά» δεσμά της Αλεξάνδρειας, προσεγγίζοντας τον «χώρο» όπου η ποίηση της λυρικής εσωτερίκευσης «συναντά» την ποίηση που παράγει φως και «ζωή».
«Το μαύρο σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του».
Ο Αλεξανδρινός ποιητής, «κεντά» και «στολίζει» με λέξεις και υψηλά νοήματα τα ποιήματα του. Έτσι ακριβώς, με αυτόν τον τρόπο, το σωματικώς «αόρατο» καθίσταται «ποιητικά ορατό» μέσω των λέξεων, μέσω της ίδιας της «φωτεινής» διαδικασίας της ποίησης που «μεταγγίζει» ζωή στο μικρό δωμάτιο, στο γραφείο του ποιητή.
Το νήμα που συνδέει οργανικά τους δύο ποιητές είναι ο ποιητικός λόγος που νοείται ως διαμόρφωση του «ανοιχτού» πεδίου, ως διαμόρφωση ενός «νέου» κόσμου εντός του οποίου η διαδικασία της ποιητικής γραφής μετασχηματίζεται σε ζωή πέρα και πάνω από την αχλή του χρόνου, σε ζωή πέρα και πάνω από την φθορά, το γήρας και τον θάνατο. Οι λέξεις επικοινωνούν, «συναλλάσσονται» με τον «χώρο» και τον «χρόνο» μεταβαίνοντας στο πεδίο της μετουσίωσης της γραφής σε συγκεκριμένη νοηματοδότηση της ίδιας της ζωής.
Κατά τον ίδιο θαυμαστό τρόπο, οι λέξεις που αποτυπώνει στο χαρτί ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας Eduardo Galeano ταξιδεύουν παραμένοντας αναλλοίωτες στο «χώρο» και στον «χρόνο». Έτσι, ο Γιάννης Ρίτσος, που με «εγγίζει» ζωή και «φως» την Καβαφική καθημερινότητα, μεταπλάθοντας και αναπλάθοντας τα προσίδια Καβαφικά ποιητικά νοήματα, «συναντά» τον Eduardo Galeano στη διαδικασία της δημιουργίας και της διαμόρφωσης μίας «νέας» ζωής. Εκεί που οι λέξεις «αγγίζουν» τις ημέρες ενός νέου κόσμου. «Και οι μέρες άρχισαν να περπατούν. Και μας δημιούργησαν. Και γεννηθήκαμε εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε τα παιδιά των ημερών, που πορευόμαστε εξερευνώντας τη ζωή».
Οι ημέρες της «πεζής» καθημερινότητας στην Αλεξάνδρεια μαζί με τις «άχρονες» ποιητικές λέξεις διαμόρφωσαν το Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο ιδεών και νοημάτων. Και αυτό το ποιητικό παλίμψηστο έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου ο Γιάννης Ρίτσος, εμφυσώντας με «φως» και «λέξεις» το «μικρό σκαλιστό γραφείο», το φθαρμένο από τον χρόνο και την σιωπή.
«Όχι, δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο, την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί της λάμπας να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης. Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιο του τα χαράματα».
Η «καπνιά της λάμπας» είναι το ίδιο το ποιητικό φως που έχει «χαράξει» την ζωή του Αλεξανδρινού. Έτσι μπορεί και φυσά «κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης». Φυσά στο «αυτί της αιωνιότητας», όχι μία αλλά πολλές λέξεις που πλάθουν και μεταπλάθουν ένα ολόκληρο ποιητικό γίγνεσθαι «έμφορτο» νοημάτων και αξιών που «εγγίζουν» και προσεγγίζουν την «μουσική διάσταση» της αιωνιότητας.
«Ο στεναγμός της ύλης, το ίδιο του χνώτο» στην ουσία, αφίσταται των ζωτικών αναγκών που άπτονται της ίδιας της «λειτουργίας» του ανθρώπινου σώματος, και μετασχηματίζεται σε προσίδια και «ζώσα» ποιητική «ύλη» που μετατοπίζεται προς το πεδίο της ζωής και της αιωνιότητας. Η ποίηση είναι μουσική μελωδία, και η μουσική μελωδία γίνεται ποιητικός λόγος «συνάντησης» δύο σπουδαίων ποιητών. Κάθε ποιητική λέξη ενσταλάζει και «χαράζει» ταυτόχρονα την πιο όμορφη μουσική μελωδία.
«Αφουγκράζομαι, κι ακούω μουσικές που έρχονται από πολύ μακριά, από το παρελθόν, από άλλους καιρούς, από ώρες που έχουν πια φύγει και από ζωές που δεν υπάρχουν πια Ίσως οι ζωές μας να είναι φτιαγμένες από μουσική. Την ημέρα της ανάστασης, τα μάτια μου θα ανοίξουν πάλι στη Σεβίλλη».
Με έναν ποιητικό τρόπο, ο Γιάννης Ρίτσος, επικοινωνώντας υπόκωφα με τον τελευταίο βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας, «ακούει μουσικές από ζωές που δεν υπάρχουν πια». Και με τις δικές του ποιητικές λέξεις, με την δική του ποιητική γραφή, αναδίδει στην «επιφάνεια» τις μουσικές, την «εξαίσια μελωδία» της ποιητικής «κίνησης» του Καβάφη. Η ποιητικά πρόζα συστέλλει και υπερβαίνει τον «χωροχρόνο» της λήθης και της ακινησίας, αναγόμενη στο μείζον και υπερβατικό ποιητικό φως. Ο Γιάννης Ρίτσος αφουγκράζεται, σκέπτεται, ακούει και αποτυπώνει στο χαρτί, μία ποιητική-μουσική μελωδία αλλοτινών εποχών.
«Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος, ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης και αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του- τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Η ίδια η ποίηση που τέμνει και ανατέμνει συνάμα όχι μόνο το ποιητικό αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ποίηση που εκφράζει υψηλά νοήματα και αξίες, ανάγεται στο πεδίο του συμπαντικού «φωτός», ενώ, την ίδια στιγμή, «κεντάει» την κοινωνική αλλά και πολιτική κανονικότητα με λέξεις, με λέξεις που φθάνουν στην «καρδιά» της ίδιας της ζωής.
Η αποκρυστάλλωση της ποιητικής γραφής γίνεται στο «πεδίο» της ζωής. Η ποίηση νοείται όχι απλώς ως «άφεση» αλλά ως υψηλή ενατένιση, ως μουσική που διεισδύει στα μύχια και μυστικά «πεδία» της ανθρώπινης ζωής. Και ο μεγάλος Αλεξανδρινός, ως ο «μέγας αναμάρτητος» στοχάζεται και ανατέμνει την αμφισημία της ανθρώπινης πράξης και φύσης.
Η ποίηση υπερβαίνει τις νόρμες του πολιτικού κομφορμισμού και καθωσπρεπισμού, εγγράφοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα που ορίζουν και προσδιορίζουν την «παρουσία» της την εγγενή αμφισβήτηση και αμφιβολία για τα «κακώς κείμενα» της πολιτικής πράξης και πρακτικής. Με αυτό τον τρόπο ανάγεται στο «υψηλό» συμπαντικό φως της λαϊκής αυτενέργειας και δράσης.
1. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ’12 ποιήματα για τον Καβάφη’, (1963). Ρίτσος Γιάννης, Ποιήματα, Θ΄, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 179.
2. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Η Γένεση κατά τους Μάγια’, από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ.13
3. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π., σελ.181.
4. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Είμαστε από μουσική’, (του Μποαμπτνίλ, του τελευταίου βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας), από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ. 396.
5. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ.179.