Αρχειο

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι της Αγγελικής Κώττη, η οποία, ως βιογράφος του Γιάννη Ρίτσου, έχει επιμεληθεί το αρχείο χειρόγραφων έργων του ποιητή, που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη. Δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.

===============================

Ηδονοβλεψίες από την κλειδαρότρυπα της Ιστορίας

Το ποιητικό εργαστήριο του Γιάννη Ρίτσου

 # «Ο πολυγράφος, ο ακόρεστος». Δύο επιθετικοί αυτοπροσδιορισμοί, από την εννεαλογία  «Εικονοστάσιο ανωνύμων αγίων». «Και γράφω, γράφω, ο πολυγράφος, ο ακόρεστος» σημειώνει (ασφαλώς) χαμογελώντας κρυφά. Εμπεριέχουν αμφότεροι την έννοια της ανάγκης, αν και στην πρώτη λανθάνει. Πολυγράφος, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης. Ακόρεστος, όπως εκείνοι, αλλά και όπως ο (ολιγογράφος) Κωνσταντίνος Καβάφης. Ανάμεσα σε τόσο ακραίες αντιθέσεις κινείται ο Γιάννης Ρίτσος. Και- δεν θα το πίστευε κανείς- είναι απολύτως ακριβής σε κάθε πόλο, όπως και στο ενδιάμεσο του ποιητικού του σύμπαντος. Αρκεί να αναλύσει κανείς τα δεδομένα με προσοχή. Και προπαντός, χωρίς προκατασκευασμένες απόψεις.

#Σεμνυνόταν πάντοτε για την παραγωγή του καθώς και για την αφοσίωσή του στην Ποίηση. Σημειολογικά, ο πρώτος- πρώτος τυπωμένος στίχος του (σε μεταγενέστερη ωστόσο έκδοση των «Τρακτέρ», της πρώτης του συλλογής, που κυκλοφόρησε στα 1934) είναι: «Μητέρα, Ποίηση, δέξου με». Η έρευνα του αρχείου αυτογράφων έργων του, έδειξε πως η πραγματικότητα ξεπερνά και την πλέον πλούσια φαντασία. Αν η τέχνη μιμείται τη ζωή, η τέχνη του Ρίτσου ήταν σε μεγάλα χρονικά διαστήματα του δικού του βίου, η ζωή του. Αποτέλεσμα: 803 αρχειακές μονάδες. Από μονόφυλλα, έως τεράστια ντοσιέ και πολύφυλλα τετράδια. Παρότι το αρχείο του είχε καταστραφεί τρεις φορές, παρότι, πιθανώς, κάποια από τα αγαπημένα του «μπλοκάκια» λανθάνουν ακόμη, θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρο και κοπιαστικό για οποιονδήποτε να αντιγράψει απλώς τα χειρόγραφα που έχουν μέχρι τώρα βρεθεί. Πολλώ μάλλον και να συνθέσει το περιεχόμενό τους.

#Οι αντίπαλοι αλλά και φίλοι του, που είχαν και έχουν αντιρρήσεις για την ιδιαιτέρως εκτεταμένη ποιητική παραγωγή του, δεν μπορούν καν να φαντασθούν πως στην πραγματικότητα ο Ρίτσος και έσκισε και έκαψε και «αποστράτευσε» (σύμφωνα με τον δικό του όρο) και δούλεψε επανειλημμένα ποιήματα, κύκλους ποιημάτων και πολύστιχες ποιητικές συνθέσεις. Αψευδείς μάρτυρες τα ίδια τα κατάλοιπά του, που παρουσιάζουν ανάγλυφα όχι μόνο την ποιητική του περιπέτεια, αλλά, ταυτοχρόνως, και την προσωπική του. Η μορφή τους και μόνο, οι ημερομηνίες στο τέλος κάθε ποιήματος και κάθε έργου, μερικές σκόρπιες σημειώσεις στις πίσω- πίσω σελίδες κάποιων μπλοκ, μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι ενέχουν θέση ημερολογίων- αφού ο ίδιος δεν κράτησε ποτέ ημερολόγιο. Είναι «εύγλωττα» για τις μετακινήσεις και τα ταξίδια του (κατ’ επιλογήν ή κατ’ επιβολήν- εξορίες-) για τα αντικείμενα που πρέπει να μεταφερθούν σε κρίσιμες στιγμές, για τα δώρα που θέλει να φέρει στους αγαπημένους του, μέχρι και για κάποιο ραντεβού του με τον οδοντίατρο ή τη μεταφράστρια. Καμωμένα από ευτελή έως και πολυτελέστατα υλικά. Πεποικιλμένα με αγάπη. Ακόμα και υπό τις πλέον δύσκολες συνθήκες, των διωγμών, των διαψεύσεων, ο Ρίτσος διατηρεί ακέραιη την αξιοπρέπειά του.

#Το αρχείο αυτογράφων έργων έχει κατατεθεί από την οικογένεια Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Ξεκίνησα την ταξινόμησή του τον Ιανουάριο του 1992, στο διαμέρισμα της οδού Παπαναστασίου,  μετά από πρόταση της Έρης Ρίτσου. Τα πρώτα χρόνια είχα μαζί μου την αείμνηστη Γαρυφαλλιώ (Φαλλίτσα) Ρίτσου η οποία είχε συγκεντρώσει τα χειρόγραφα από το διαμέρισμα του ποιητή στην οδό Μιχαήλ Κόρακα. Το παλαιότερο χειρόγραφο φέρει ένδειξη 1928 και το νεώτερο 1989. Ανάμεσά τους βρίσκονται 801 αρχειακές μονάδες με πρώτες, δεύτερες, τρίτες γραφές (ενίοτε και τέταρτες και πέμπτες), δοκιμές που δεν τελεσφόρησαν, σημειώσεις, δοκίμια, θεατρικά, πεζά, μεταφράσεις, έργα που εκδόθηκαν και άλλα που ο ποιητής όρισε ότι θα εκδοθούν στο μέλλον (τις παρακαταθήκες του τις άφησε στη ΝινέτταΜακρυνικόλα). Βρίσκονται όμως και έργα που ο ίδιος είχε αρνηθεί να εκδώσει κυρίως λόγω του αισθητικού τους αποτελέσματος, το οποίο δεν τον ικανοποιούσε. Σπανιότατα, πάντως, άφηνε έργο ημιτελές. Συνήθως προσπαθούσε να το ολοκληρώσει, με διαδοχικές γραφές. Αν και τότε δεν τον ικανοποιούσε, το κρατούσε στο «συρτάρι» του.

#Ο ποιητής, όπως δείχνει η επιμελής φύλαξη όσων έργων επεστράφησαν στον ίδιο είτε από εκείνους στους οποίους τα είχε εμπιστευθεί κατά τους δύσκολους καιρούς είτε από τους τυπογράφους, είχε συναίσθηση της αξίας του αρχείου του. Κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του διαμαρτυρόταν συχνά για τον όγκο των χειρογράφων, που δεν του επέτρεπαν να βρίσκει εύκολα όποιο έργο αναζητούσε, αλλά δεν έκανε απόπειρα ταξινόμησής τους, παρόλο που μερικές φορές μου είχε ζητήσει να τον βοηθήσω σε αυτό. Άλλαζε γνώμη σύντομα, πάντοτε εξαιτίας του μεγάλου όγκου και, άρα, του χρόνου που θα απαιτούνταν. Χρόνο, τον οποίο προτιμούσε να διαθέτει για τη δημιουργία του. Το άλφα και το ωμέγα της ζωής του. Ας εξηγηθώ:

#Ο Όμηρος, στο Σ της «Ιλιάδας» κάνει μια εκτενή περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα, της περιφημότερης ασπίδας που έχουμε γνωρίσει φιλολογικά. Επενδεδυμένη με έναν τέτοιο ποιητικό μανδύα, πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να μην ήταν; Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για την επιτομή της Ποιητικής της ομηρικής εποχής σε αυτό το θέμα. Η ασπίδα του Αχιλλέα ως μοτίβο στην ποίηση του Ρίτσου, χρησιμοποιείται για να παρουσιαστεί τρόπον τινά, η δική του Ποιητική: το ποίημα επιγράφεται «Άχρηστη ασπίδα», είναι από τα υπό έκδοσιν ανέκδοτα, και λέει:

«Αυτή την ωραία ασπίδα- πιο ωραία κι απ’ του Αχιλλέα-

τη δούλεψα μονάχος μου- είπε- μήνες και χρόνια,

ξεχνώντας κάποτε να κοιμηθώ και να φάω.

          Κι όχι για προστασία

ή για ενδεχόμενη άμυνά μου∙ απλώς συνεπαρμένος

από τη μέθη της δουλειάς (…)»

#Απλώς συνεπαρμένος από τη μέθη της δουλειάς. Με έξι λέξεις, φτάνει στο «δια ταύτα». Ο πολυγράφος, ο ακόρεστος. Που προσπαθεί να μην του ξεφύγει ούτε μια στιγμή,  που καταγράφει «μ’ άγρυπνα μάτια, λαχανιάζοντας από αβάσταχτο κάλλος» ώστε να μετουσιώσει κατόπιν.

#Η ταξινόμηση ενός αρχείου χωρίς την φυσική παρουσία του ανθρώπου που δημιούργησε το υλικό, είναι μια δοκιμή που γίνεται συχνά δοκιμασία. Αμφιβολίες, ερωτηματικά, η προσπάθεια να εντοπίσεις πληροφορίες ενώ η μνήμη- και η δική σου και των άλλων- παίζει παιχνίδια, όλα αυτά και άλλα ακόμη, δίνουν χαρακτήρα βασάνου στο εγχείρημα. Αν μάλιστα το υλικό είναι τόσο μεγάλο, τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται.

#Βεβαίως, η ικανοποίηση είναι το πρώτιστο ζητούμενο σε όλες τις ενέργειες. Όταν λοιπόν το αφηρημένο υλικό άρχισε να μετατρέπεται σε σύνολο μεχαρακτηριστικά και κάποια μορφή, ξεκίνησε και το μακρύ ταξίδι μέσα στο μεγάλο σύμπαν της ποιητικής του Γιάννη Ρίτσου. Ο ίδιος, σε ένα «ταξίδι» του στην Ιστορία, στη συλλογή «Ιταλικό τρίπτυχο» και συγκεκριμένα στο ποίημα «Πομπηία- κόκκινο» γράφει:

«5 η ώρα, πάμφωτο απόγευμα ενός πύρινου Σεπτέμβρη,

κι εμείς εδώ, με αχόρταγο το μάτι κολλητό στην κλειδαρότρυπα

          της Ιστορίας,

αγέρωχοι ηδονοβλεψίες, σε πλήρη στύση, παρακολουθούμε

ατέρμονη τη συνουσία των λεβεντόκορμων γυμνών Ελλήνων

          και Ρωμαίων.»

#Όπως, ακριβώς, στην Πομπηία οι αρχαιολόγοι έχουν μια εικόνα της αρχαίας πόλης από τα αποτυπώματα των καμένων όντων και πραγμάτων μέσα στη λάβα, έτσι κι εμείς μπορούμε να έχουμε μια εικόνα του ποιητικού εργαστηρίου του. Από την κλειδαρότρυπα της Ιστορίας, σε κάθε περίπτωση, αφού ο Ρίτσος ήταν ένα ιστορικό πρόσωπο παρών στις περισσότερες σημαντικές και κρίσιμες στιγμές του 20ού αιώνα. Οπωσδήποτε, από την κλειδαρότρυπα της Δημιουργίας.

#Λένε ότι οι συγγραφείς και οι ποιητές γράφουν ένα έργο σε όλη τους τη ζωή. Ο Γιάννης Ρίτσος κατά την άποψή μου γράφει τρία, παράλληλα, έργα. Το πρώτο και το δεύτερο διαχωρίζονται μεταξύ τους από τη μορφή τους, το τρίτο από το περιεχόμενό του.

#Το πρώτο βιβλίο που γράφει, λοιπόν, είναι τα μικρά ποιήματα, του τύπου των «Μαρτυριών». Θα τα βρει κανείς παντού, συχνά με τον τίτλο «Μαρτυρίες» σημειωμένο κάτω από το καθένα τους, άλλοτε με τίτλους όπως «Ασκήσεις», «Θερινό Φροντιστήριο», «Παρενθέσεις». Στα ποιήματα αυτά, η πρώτη προσπάθεια του ποιητή είναι να «αιχμαλωτίσει» τη στιγμή. Οι πρώτες, ενίοτε και οι δεύτερες γραφές, είναι σε πολλές περιπτώσεις απλές σημειώσεις του απεικάσματος. Κάποιες φορές η πρώτη γραφή φτάνει να είναι ως και πεζολογική. Η τελευταία όμως, είναι μοναδική. Έχει απογειώσει τη μορφή, απογείωσε και το περιεχόμενο. Η πορεία από τη σύλληψη μέχρι την τελική «έκθεση», δείχνει τη μεγαλοφυΐα του ποιητή και το γνήσιο ταλέντο του.

#Τα ποιήματα του τύπου των «Μαρτυριών» ξεχωρίζουν ανά κύκλους εφόσον ο κάθε κύκλος, εκτός από το δικό του, αυτόνομο θέμα, έχει και τη δική του, αυτόνομη ποιητική μορφή, με αισθητές διαφορές και αποκλίσεις σε όλες τις περιπτώσεις. Οι «Μαρτυρίες», οι «Ασκήσεις», οι «Πέτρες», οι «Επαναλήψεις», το «Κιγκλίδωμα», το «Λοιπόν;», η «Μονοβασιά», οι δεκάδες ποιητικές συλλογές του με τα ολιγόστιχα ποιήματα, έχουν η κάθε μια τη σφραγίδα του μοναδικού. Είναι τέλεια σκηνοθετημένες και σκηνογραφημένες ως προς τον τρόπο.

#Το δεύτερο «διαρκές» βιβλίο του είναι οι μακροσκελείς ποιητικές συνθέσεις, εκείνες που αποτελούν την «Τέταρτη Διάσταση», το «Γίγνεσθαι» και άλλους τόμους ποιημάτων του. Οι συνθέσεις αυτές απαιτούν πνευματική διαύγεια, σωματική αντοχή και εμπειρία τεχνικής. Δεν είναι τυχαίο που η μεν πρώτη («Η αποθέωση του δρόμου», 1935- 1941) αποσύρεται από τον ποιητή, ενώ η τελευταία, («Αγιασθήτω») γράφτηκε το 1983, επτά χρόνια πριν από την «αναχώρησή» του. Στην αρχή στερούνταν πείρας- πιθανόν και τόλμης-, στο τέλος ρώμης. Προτίμησε να εκφραστεί δια του πεζού λόγου, που είχε άλλες απαιτήσεις ψυχικές, αισθητικές, τεχνικής, ακόμα και δύναμης.

#Οι συνθέσεις αυτές θεωρούνται από την κριτική τα πιο δυνατά έργα του Γιάννη Ρίτσου. Αν συνυπολογίσουμε ότι το μοναδικό κρατικό βραβείο το πήρε για τη «Σονάτα του σεληνόφωτος», η κριτική έχει, ως ένα βαθμό, δίκιο. Στα πολύστιχα ποιήματά του ο Ρίτσος έχει τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις απόλυτες αρχές της αισθητικής του και, μάλιστα, τη βασικότερη: ότι όλα τα στοιχεία, για να περάσουν στην ποίηση, πρέπει να απωθηθούν και κατόπιν να ανακληθούν δια της νοσταλγίας. Μόνο τότε, και όχι «εν θερμώ» μπορείς να κάνεις υψηλή τέχνη. Αλλά και πάλι, «οι ποιητές δοξάζονται για τα χειρότερα ποιήματά τους». Ή μήπως όχι;

#Η υπαρξιακή αγωνία του, οι φιλοσοφικοί του στοχασμοί, οι αναζητήσεις του, οι διαψεύσεις της ζωής του, οι περιπέτειες του οράματος, οι αισθητικές του κατακτήσεις, όλα μετουσιώνονται με τον καλύτερο τρόπο σε αυτή την κατηγορία ποιημάτων του. Ώριμος από κάθε άποψη, ο Ρίτσος θριαμβεύει. Η σκηνοθεσία, εδώ, έχει επεκταθεί στο έπακρο και  πολλοί από τους ποιητικούς μονολόγους παρουσιάζονται επανειλημμένα στο θέατρο. Τα πάθη των Ατρειδών και των Λαβδακιδών συναντούν τα πάθη της οικογένειας Ρίτσου και τα πάθη της σύγχρονης Ελλάδας, το μυθολογικό παρελθόν χρησιμοποιείται συχνά ως εφαλτήριο εκτίναξης στα μεγαλύτερα ύψη της μετάπλασης ενός κόσμου ολόκληρου, της σύζευξης πραγματικότητας και ονείρου.

#Το τρίτο βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου είναι το βιβλίο στο οποίο κάνει διάλογο με τους συντρόφους του. Αισθανόταν από πολύ νέος σαν «ο εντολοδόχος, ο υπεύθυνος ενός κόσμου», του κόσμου των αδικημένων. Αν και από αρχοντική γενιά, με ανάλογη μόρφωση, επίπεδο ζωής, αξίες, ασπάστηκε τα ιδανικά της αντίθετης παράταξης, ερωτεύθηκε την Επανάσταση, συνδέθηκε αδιάρρηκτα μαζί της, έλαβε ενεργό μέρος στην διαμόρφωση της τύχης του Κόσμου. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας, αλλά συντάχθηκε με αυτήν στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του ’30. Εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με τον γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ήταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό, πιστός στην ιδεολογία του, ασυμβίβαστος, άνθρωπος με ήθος, αξίες, άρνηση απέναντι σε ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή, θέση απέναντι σε ό,τι την κάνει να αξίζει.

#Τα λεγόμενα «στρατευμένα» ποιήματά του έχουν πολλές πτυχές. Σε αυτά ανήκουν και ο αριστουργηματικός «Επιτάφιος» και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», ανήκουν όμως και τα «Συντροφικά τραγούδια» με τις μεγάλες διακυμάνσεις και άλλα, άνισα έργα του. Σημαντικό είναι να διαβαστούν μέσα στο πλαίσιο της εποχής τους, της αγάπης του Γιάννη Ρίτσου για τους συντρόφους του (προπαντός για τους εκτελεσμένους συντρόφους, τους οποίους συχνά βγάζει «βόλτα στο φεγγαράκι» με στίχους γεμάτους συγκίνηση) όπως και στο πλαίσιο ενός ρόλου ενδυνάμωσης που έπαιξαν τόσο ως προς τους Άλλους όσο και ως προς τον ίδιο του τον εαυτό (π.χ. στις περιόδους των εξοριών). Γνώριζε πως κάποια από αυτά δεν θα μείνουν, τα θεωρούσε όμως συντροφικές του υποχρεώσεις. Γνώριζε ότι και για άλλα, το κοινό δείχνει μεγαλύτερη προτίμηση από την πραγματική τους αξία. Όπως και ότι τα πλέον προσεγμένα, τα πλέον δουλεμένα ποιήματα, μπορεί ποτέ να μην αναγνωρισθούν όπως τους αξίζει. Άλλωστε, είχε συναίσθηση των πάντων. Πώς κλείνει την «Υαλογραφία λουτρού»;

«Το ξέρεις- ψιθύρισε- εκείνο

που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.»

 

Οι περιπέτειες

# «Σ’ όλο το διάστημα της 4αυγουστιανής δικτατορίας, τα περισσότερα παλιά χειρόγραφά μου μαζί με τα καινούρια μου, αναγκαζόμουνα να τα κρύβω σε διάφορα φιλικά σπίτια ‘κάπως ασφαλή’, πότε σε στέγες, σε αυλές, σε σιδερένια κουτιά θαμμένα στο χώμα. Τέτοια χειρόγραφα σήμαιναν βαρύτατα βασανιστήρια για εκείνον που τα είχε γράψει, αν τον συνελάμβαναν.»

#Η σημείωση αυτή του Γιάννη Ρίτσου στις τελευταίες σελίδες κάποιου χειρόγραφου έργου του, φέρει ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1944. Ελάχιστες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς κατακτητές. Ο απολογισμός του είναι πικρός για τον ίδιο, καθώς μετά το ξαναμάζεμά τους από σπίτια, αυλές, σκεπές και τάφους, βρίσκει να λείπει μια σειρά «τραγουδιών» όπως τα χαρακτηρίζει: «’Οι σάλπιγγες του ήλιου’ (1935- 1936), μια διάλεξη πούχα κάνει το 1933 ‘Η ζωή και το έργο του Γκόρκυ’ και ‘Τα τραγούδια της αγροτιάς’. Εκείνοι που τα φιλοξενούσαν, αναγκαστήκανε να τα κάψουν ένα βράδι που κινδύνεψαν.»

#Εξήντα πέντε χρόνια μετά, και μάλιστα κατά την πρώτη δεκαετία ενός άλλου αιώνα, η σημείωση ίσως και να φαντάζει παράξενη, μελοδραματική, υπερβολική. Τι μπορεί να σημαίνει σήμερα ο κίνδυνος να βασανιστεί, πολύ, δε, περισσότερο να θανατωθεί κάποιος για ποιήματα; Αλλά, χωρίς αυτό το μικρό ιδιόγραφο κείμενο, πώς να αποδοθεί η εποχή του Γιάννη Ρίτσου και η περιπέτεια των χειρογράφων του; Και χωρίς αυτή την απόδοση, ποιος είναι σε θέση να περιγράψει το αρχείο αυτογράφων έργων του ποιητή, ένα τόσο σημαντικό στοιχείο του γενικού αρχείου του;

#Οι πρώτες απώλειες, λοιπόν, παρατίθενται από τον Γιάννη Ρίτσο συνοπτικά. Μονάχα το δραματικό ύφος του κειμένου είναι εύγλωττο για τα συναισθήματά του. Μέχρι τότε, είκοσι ολόκληρα χρόνια (από το 1924 που το πρώτο του κείμενο δημοσιεύεται με ψευδώνυμο στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων») τα χειρόγραφά του ακολουθούν τις οικογενειακές περιπέτειες και τις μετακινήσεις του ποιητή εξαιτίας τους, τις περιπλανήσεις του στα σανατόρια, τις περιοδείες του ανά την Ελλάδα τον καιρό που εργαζόταν ως χορευτής και  ηθοποιός. Παρά τις εν γένει δύσκολες συνθήκες, δεν είχαν, ωστόσο, σημειωθεί απώλειες.

#Δεύτερη μεγάλη (πλέον) καταστροφή του αρχείου του σημειώνεται με τα Δεκεμβριανά, μόλις λίγες εβδομάδες μετά από τις 17 Νοεμβρίου. Ο ίδιος ακολουθεί τους μαχητές του ΕΛΑΣ και τους άλλους συντρόφους του, που εγκαταλείπουν την πρωτεύουσα μετά το σπάσιμο του μετώπου. Αφήνει λίγα χειρόγραφα στο σπίτι των Φιλιακών, με τους οποίους συγκατοικεί στην οδό Παπαναστασίου, και το μεγαλύτερο μέρος το εμπιστεύεται στα χέρια ενός προσώπου το οποίο παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα. Αποφεύγει επιμελώς να πει το όνομά του σ’ όλη του τη ζωή. Ο Κώστας Νίτσος μετά τον θάνατο του ποιητή αναφέρει πως είναι η ΙνταΛαμπρινίδη, σύζυγος του υφυπουργού στρατιωτικών της κυβέρνησης. Κατέστρεψε τα πάντα, από φόβο, όπως πληροφορήθηκε ο Ρίτσος όταν επέστρεψε στην Αθήνα, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. #Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά χειρόγραφα της εποχής, ήταν και το μεγάλο πεζό του, με τίτλο «Στους πρόποδες της σιωπής», έκτασης 900 σελίδων. Επίσης, οικογενειακές φωτογραφίες (όσες είχαν διασωθεί μετά τη διάλυση της αρχοντικής του οικογένειας οπότε και οι περισσότερες χάθηκαν) και  επιστολές, της Μαρίας Πολυδούρη, του Ιωάννη Συκουτρή και άλλων διανοουμένων, με τους οποίους διατηρούσε αλληλογραφία.

Αλλοι φίλοι του ποιητή προσφέρουν διαφορετικές μαρτυρίες. Η Καίτη Δρόσου σημειώνει στον πρόλογο του βιβλίου με την έκδοση μέρους της αλληλογραφίας τους, πως το αρχείο καταστράφηκε από άνθρωπο του περιβάλλοντος του ποιητή, τον οποίο ο Ρίτσος συγχώρεσε- γιατί ήξερε πως το έκανε από φόβο. Ούτε εκείνη τον κατονομάζει. Επίσης, ο Σταύρος Ζορμπαλάς, σε κείμενό του στον «Ριζοσπάστη», μετά τον θάνατο του Γιάννη Ρίτσου είχε άλλη εκδοχή: τα χειρόγραφα έμειναν σε γιάφκα ώστε να προφυλαχθούν, αλλά λόγω κακής συνεννόησης ο επιτετραμμένος να τα παραλάβει (που επίσης παραμένει ανώνυμος) δεν το έκανε ποτέ- και χάθηκαν.

#Τρίτη καταστροφή: κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και ενώ βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του, στη Σάμο, μετά την απελευθέρωσή του από την εξορία, υποπτεύεται πως  μείζονα προβλήματα υγείας για τα οποία είχε νοσηλευθεί στον Αγιο Σάββα, είναι αξεπέραστα και ίσως θανατηφόρα. Έτσι, στέλνει τη Φαλλίτσα στην Αθήνα, να του φέρει τα χειρόγραφα που έχουν φυλαχθεί και πάλι από τους φίλους σε διάφορα μέρη. Τα καίει μέχρις ενός, παρά τα δάκρυα και τις παρακλήσεις της συζύγου του και της κόρης του Έρης να μην το κάνει. Θεωρεί πως δεν θα προλάβει να τα επεξεργαστεί. Δεν αγαπά τις εκκρεμότητες όταν πρόκειται για την ποίησή του.

Πολλές και τραγικές περιπτώσεις για ένα μονάχα αρχείο. Κι όμως, αν και βεβαίως το επηρέασαν, δεν υπήρξαν καθοριστικές γι’ αυτό. Ο Γιάννης Ρίτσος διακρινόταν για την ακαταπόνητη εργατικότητά του, όπως και για τη σχεδόν διαρκή του έμπνευση.

 

Το αρχείο αυτογράφων έργων

#Οκτακόσιες τρεις αρχειακές μονάδες λοιπόν, αλλά όχι όλο του το έργο- ούτε καν το εκδομένο. Λείπουν  τα (αυθεντικά) χειρόγραφα του «Επιταφίου», της «Ρωμιοσύνης», αλλά και η πρώτη γραφή από το «Μικρό αγιολόγιο μηνός Αυγούστου», όπως και ενδιάμεσες γραφές από άλλα έργα. Λείπουν ακόμη τα μικρά σαν «λαχνοί» χειρόγραφα με τα ποιήματα της Μακρονήσου που θάφτηκαν σε μπουκάλια από τον Μάνο Κατράκη και άλλους συνεξόριστους και κατόπιν «σιδερώθηκαν» και αντιγράφηκαν στον ΑηΣτράτη.

#Η προσεκτική φύλαξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού χειρογράφων, πάντως, ακόμα και κάποιων που είχε απορρίψει οριστικά, όπως προαναφέραμε, καταδεικνύουν ότι ο Ρίτσος είχε συναίσθηση του μελλοντικού ενδιαφέροντος για το αρχείο του. Όμως, όσοι είχαν την τύχη να γνωρίσουν τον ποιητή από κοντά, θα συμφωνήσουν, φαντάζομαι, με την άποψη ότι η προσεγμένη γραφή, τα σχέδια, τα πρωτογράμματα και τα κοσμήματα που συνοδεύουν τα έργα, δεν έχουν ως αφετηρία τους την υστεροφημία του. Γίνονταν απλώς και μόνο για τη δική του ευχαρίστηση και αποτελούν έκφραση αγάπης προς την υπέρτατη θεά της ζωής του, την Ποίηση.

 

#Πώς είναι, λοιπόν, το εργαστήριο του ποιητή όπως μας αποκαλύπτεται από το αρχείο αυτογράφων έργων του; Ας επιχειρήσουμε να το διερευνήσουμε ως απρόσκλητοι, αλλά όχι και παρείσακτοι επισκέπτες:

Παράμετρος πρώτη: το μέγεθος. Οκτακόσιες τρεις αρχειακές μονάδες σημαίνει χιλιάδες και χιλιάδες στίχων, γραμμών, σημειώσεων. Σημαίνει ώρες και ώρες καθημερινής αφοσίωσης. Ταυτοχρόνως, ζωγράφιζε. Στα μπλοκ των αυτογράφων έργων του, σε άλλα μπλοκ, σε χαρτιά, σε πέτρες και ρίζες. Κάποτε αναρωτήθηκε; Μα δεν έκανα τίποτα άλλο στη ζωή μου; Μόνο έγραφα; Πολλά έκανε. Η εργατικότητα που τον χαρακτήριζε ήταν πολύ- πολύ μεγάλη.

#Παράμετρος δεύτερη: η πεμπτουσία της Ποιητικής του.

Οσα έχουν κατά καιρούς γραφεί και ειπωθεί για την Ποιητική του Ρίτσου, η σκηνοθετική του δεινότητα, η άριστη ρύθμιση των φωτισμών, οι μυρωδιές και τα χρώματα στο ποιητικό του τοπίο, καθώς και ο χαρακτηρισμός του ως «ποιητή της καθημερινότητας» επιβεβαιώνονται από όποιον ανατρέξει στις γραφές των έργων του. Η πρώτη γραφή είναι, συνήθως, η αιχμαλωσία της στιγμής. Πίσω της διαφαίνεται αγωνία, ενίοτε και λαχτάρα. Ακολουθεί η δεύτερη γραφή, λιγότερο επηρεασμένη από το επίκαιρο γεγονός και περισσότερο περίτεχνη. Η τρίτη, η τέταρτη, καμιά φορά και η πέμπτη γραφή,  δεν θυμίζουν σε τίποτα την πρώτη, συχνά και τη δεύτερη. Είναι η απογείωση της γραφής και του λόγου. Ο ίδιος έλεγε ότι τότε λαμβάνει χώρα η ανάκληση δια της νοσταλγίας, η μόνη που νομιμοποιεί και αισθητικά το ποίημα.

 

#Παράμετρος τρίτη: οι (ας πούμε) τεχνικές λεπτομέρειες: τα πρώτα χειρόγραφα που σώζονται είναι στίχοι για τραγούδια από τον κύκλο «Καημοί της γειτονιάς». Ο ποιητής δεν τα έχει χρονολογήσει, σύμφωνα όμως με τον κατάλογο του Γιώργου Βελουδή, τοποθετούσε τη συγγραφή τους στα 1928- ’29. Ωστόσο, επειδή ο γραφικός του χαρακτήρας αλλάζει διαρκώς (πάντοτε προς το ωραιότερο, αν και από την αρχή τα γράμματά του είναι καλλιγραφικά και θυμίζουν βυζαντινή γραφή) το συμπέρασμα είναι πως πρόκειται για μεταγενέστερες επεξεργασίες. Αλλά, ο Ρίτσος είχε επιλέξει να διατηρεί τον αρχικό χρόνο γραφής παρά τις όποιες κατοπινές αλλαγές. Συνήθως, απλώς τις σημείωνε, στο τέλος του κάθε έργου- συνηθέστατα χωρίς να προορίζει τις σημειώσεις του για δημοσίευση- κάποτε μάλιστα το δηλώνει ρητά.

#Τα πρώτα αυθεντικά χειρόγραφα εποχής ανήκουν στα «Τραγούδια της αγροτιάς» (1931 και 1934). Ακολουθούν τυπωμένες οι πρώτες του ποιητικές συλλογές («Τρακτέρ»- 1934- «Πυραμίδες»- 1935- «Το τραγούδι της αδελφής μου»- 1937- «Εαρινή συμφωνία»- 1938- «Το εμβατήριο του ωκεανού»- 1940-). Ενδιαμέσως, έχουμε τον πρόγονο της «Τέταρτης Διάστασης», μια πολύστιχη σύνθεση σε δακτυλικό εξάμετρο που φέρει τίτλο «Η αποθέωση του δρόμου» σε δύο μορφές. Η μία βρίσκεται στο αρχείο Παλαμά, (σε εκείνον το είχε στείλει ο Ρίτσος. Ίσως το 1937) και εδώ είναι σε φωτοτυπία. Η δεύτερη είναι εμφανές πως δεν έχει ολοκληρωθεί, ωστόσο το στάδιο είναι πολύ προχωρημένο, σχεδόν τελικό. Δεν εκδόθηκε ποτέ.

#Το χειρόγραφο του «Επιταφίου» δεν σώζεται στην πρώτη γραφή του. Στο αρχείο υπάρχει μια μορφή συντομότερη και μεταγενέστερη, σε φωτοτυπία. Το πρωτότυπο έχει κατατεθεί από την Ασπασία Παπαθανασίου στο ΕΛΙΑ. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 έχουμε ακόμη τρεις σειρές μικρών ποιημάτων με γενικό τίτλο «Ανεύθυνα φύλλα», «Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου» και «Στίχοι από σκισμένα ποιήματα». «Η λειτουργία της αγάπης» (γενικός τίτλος για μερικές ποητικές συνθέσεις) και κάποια μεμονωμένα κομμάτια, κυρίως επαναστατικού χαρακτήρα, συνθέτουν το τοπίο των χειρογράφων πριν από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά είναι όσα έχουν διασωθεί από τις αμέτρητες περιπέτειες. Μερικά, δεν φέρουν χρονολόγηση. Ταξινομήθηκαν με βάση τον κατάλογο που είχε συντάξει ο Γιώργος Βελουδής για το βιβλίο του «Γιάννης Ρίτσος- προβλήματα μελέτης του έργου του» (εκδόσεις «Κέδρος»).

#Η «Δοκιμασία» είναι η συλλογή με την οποία ο Ρίτσος ολοκληρώνει τον πρώτο κύκλο του. Στο αρχείο υπάρχουν τα τυπωμένα φύλλα της πρώτης έκδοσης με χειρόγραφες αλλαγές και προσθήκες από τον ποιητή. Έχουν προηγηθεί «Ο φρουρός της αυγής» και «Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία», των οποίων χειρόγραφα- έστω και σε φωτοτυπημένη μορφή- έχουν βρεθεί. Η «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής», εκτός κλίματος κατοχής, αλλά εντός κλίματος Ρίτσου, υπάρχει και σε χειρόγραφο και σε τυπωμένα δοκίμια με χειρόγραφες διορθώσεις.  Φτάνουμε στα «Δεκεμβριανά». Με τα έως τώρα λεχθέντα, καθίσταται φανερό πως τα όσα χάθηκαν ήταν, εκτός από πολύτιμα, και πολλά. Σημαντικό όμως είναι και αυτό που βρέθηκε: μια μορφή του θεατρικού έργου «Η Αθήνα στ’ άρματα» την οποία θεωρούσαμε ως τώρα χαμένη, σύμφωνα και με τις πληροφορίες που έδινε ο δημιουργός. Εντοπίστηκε στην αποθήκη των αδελφικών φίλων του Γιάννη Ρίτσου, Τάσου και Μιράντας Φιλιακού. Είναι το τελευταίο χειρόγραφο που προστέθηκε στο αρχείο,  και ίσως το πιο συγκινητικό, αν εξαιρέσει κάποιος τα χειρόγραφα της εξορίας, καθώς αποτελεί τεκμήριο της υποχώρησης του ποιητή- μαχητή μετά τα «Δεκεμβριανά» και της δυναμικής του αντίδρασης για στήριξη των συντρόφων και δική του μέσω της τέχνης.

#«Το υστερόγραφο της δόξας», αφιερωμένο στον Αρη Βελουχιώτη και κάποια αποσπάσματα από το «Η Κυρά των Αμπελιών» δεν έχουν χαθεί. Ωστόσο, η τελική γραφή του δεύτερου έργου, δεν έχει εντοπισθεί. Στο πρώτο, βλέπουμε μια σημείωση για το πόσο φλύαρη θεωρεί ο ποιητής αυτή τη σύνθεση αλλά και για το πόσο έκθαμβος είναι ακόμη από τα νιάτα και τη λεβεντιά εκείνης της εποχής.

#Στη συνέχεια, έρχονται οι εξορίες. Συγκινητικά μπλοκάκια, νοτισμένα από την αλμύρα της θάλασσας και γεμάτα στίχους- μερικές φορές υπό τη μορφή ημερολογιακής καταγραφής. Κάποια, έχουν λεξιλόγιο και ασκήσεις,  καθώς ο Ρίτσος μελετά γαλλικά και αγγλικά, μεταφράσεις έργων ξένων ποιητών κ.α. Πλάι στις συνθέσεις του για τη ζωή εκεί, («Πέτρινος χρόνος», «Σκοτωμένο μαχαίρι», «Ημερολόγιο εξορίας») για τον αγώνα που προηγήθηκε («Οι γειτονιές του κόσμου») ή για τον εκτελεσθέντα Νίκο Μπελογιάννη («Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο») βρίσκονται και τα μικρά ποιήματα που τόσο αγαπά («Κηλίδες», «Ασκήσεις», «Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου»). «Οι γειτονιές του κόσμου», αντιπροσωπεύονται από ένα χειρόγραφο με διορθώσεις και σβησίματα, που σαφέστατα δεν είναι το τελικό.

 

#Η επιστροφή στην Αθήνα, τού δίνει την «Ανυπόταχτη πολιτεία» και ακολουθούν πολλά έργα. Εκείνη την περίοδο, δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του ’50 (1953), ξεκινά τις «Μαρτυρίες», σειρά μικρών ποιημάτων που θα συνεχιστεί και στη δεκαετία του ’60, και συγκροτεί το «Θερινό Φροντιστήριο» (1953) και τις «Χειρονομίες» (1955). Τα χειρόγραφα μαρτυρούν πως στην αρχή, τα μικρά αυτά ποιήματα ανήκουν σε κάποιους κύκλους, π.χ. «Μαρτυρίες», ή «Ασκήσεις», ή «Θερινό Φροντιστήριο», ωστόσο κάποια στιγμή, ο Ρίτσος τους αλλάζει συλλογή, τα κατατάσσει διαφορετικά, ανάλογα με την τεχνοτροπία, το θέμα και την ατμόσφαιρά τους, και μερικά τα ξαναγράφει διατηρώντας τους αρχικούς τίτλους, όπως και τις ημερομηνίες γραφής.

#Τα χειρόγραφα μαρτυρούν, επίσης, ότι τα «Συντροφικά τραγούδια» ξεκινούν, κατά βάση, στα τέλη της δεκαετίας του ’40- αρχές δεκαετίας του ‘50. Εχουμε το ποίημα «Στεφανινά» (1946) και στη συνέχεια τα ποιήματα: «Στον Φώτη Αγγουλέ» (1953), «Στον Θέμο Κορνάρο» (1955), «Στον Μενέλαο Λουντέμη» (1955). Θα γράψει και ένα «Συντροφικό τραγούδι» για τον Πάμπλο Νερούντα (καλοκαίρι του 1955) ως «ευχαριστήριο», στην ουσία, επειδή ο Νερούντα μαζί με τον Αραγκόν και τον Πικάσο πρωτοστάτησαν στην απελευθέρωσή του. Από το αρχείο λείπει το χειρόγραφο της σύνθεσης «Ο σύντροφός μας Νίκος Ζαχαριάδης» αλλά υπάρχει το «Μαυσωλείο», γραμμένο για τον θάνατο του Ι. Β. Στάλιν.

#Το 1955 δεν δίνει ιδιαίτερα καλή σοδειά, αν εξαιρέσει κανείς το «Πρωινό άστρο» (πρώτος τίτλος «Ένα παιδάκι ανάμεσα στ’ αστέρια») γραμμένο για τη γέννηση της κόρης του Έρης. Στα εξώφυλλα κάποιων συνθέσεων, οι οποίες δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ, διαβάζουμε αυστηρές σημειώσεις του ίδιου του δημιουργού τους σχετικά με το πόσο κακά ποιήματα είναι αυτά. Σύντομα όμως, θα βγει από το τέλμα. «Η σονάτα του σεληνόφωτος» έρχεται εκθαμβωτική. Χειρόγραφο υπάρχει από δύο γραφές, εκ των οποίων η δεύτερη, τελική, εκτίθεται στο Μουσείο Μπενάκη. Στην προγενέστερη μορφή, έχει ιδιαίτερη σημασία να κοιτάξουμε τον επίλογο: η χαρακτηριστική φράση που λέει ο Νέος, «Η παρακμή μιας εποχής» είναι εμφανέστατα εμβόλιμη.

#Λίγο αργότερα, και ενώ τα χειρόγραφα από τις διαδοχικές γραφές των «Μαρτυριών» και των «Ασκήσεων» πληθαίνουν, αρχίζουν τα ταξίδια του ποιητή στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία. Στην πρώτη ενότητα, παρατίθενται τα ποιήματα που γράφει στις χώρες αυτές (οι ενδείξεις χρόνου και τόπου, αποτελούν αψευδείς μάρτυρες και για τις μετακινήσεις του), ενώ σε επόμενη υπάρχουν τα υλικά για τον μεταφραστικό άθλο των ανθολογιών «Ρουμάνικης ποίησης» και «Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών».

#Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και οι αρχές της δεκαετίας του ’60 έχουμε πολύστιχες συνθέσεις («Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», «Το χορικό των σφουγγαράδων», «Ορέστης», «Φιλοκτήτης» κ.α.) όπως και συλλογές ποιημάτων σε μικρή φόρμα («Μικρό αφιέρωμα», «Ημερολόγιο καλοκαιριού», «Μαρτυρίες», «Επαναλήψεις» «12 ποιήματα για τον Καβάφη» κ.α.) Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και έως τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967,  ο Ρίτσος γράφει τους «Δελφούς», τον «Τειρεσία», από τον οποίο έχουμε πολλές γραφές,  την «Περσεφόνη», την «Ισμήνη», τον «Αγαμέμνονα», τον «Φαροφύλακα» αλλά και τις μικρές και κομψές «Ταναγραίες».

#Η χούντα του στερεί την ελευθερία, μα δεν μπορεί να κάμψει το φρόνημά του. Το πρώτο χειρόγραφο μετά την σύλληψή του, από το αρχείο αυτογράφων έργων του, φέρει ημερομηνία 7 Ιουλίου 1967 και είναι από τη «Χρυσόθεμη». Προηγείται άλλη μορφή, χωρίς χρονολογική ένδειξη, που σημαίνει πως από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας εξορίας, και  πιθανώς μόλις μετάγεται από τη Γυάρο στο Παρθένι της Λέρου (30 Ιουνίου/1η Ιουλίου) ο Ρίτσος ξεκινά και πάλι τη δουλειά. Στην εκδήλωση που έκανε η ΚΕ του ΚΚΕ στον Περισσό για τα 75χρονα του ποιητή, ο Χαρίλαος Φλωράκης θυμόταν πως έγραφε ασταμάτητα «ακόμα και τη νύχτα με τον φακό». Ο δε Μάνος Κατράκης είχε συμπληρώσει πως το ίδιο έκανε και στη Μακρόνησο. Σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν απαγορευμένο από τους φύλακές του να δημιουργεί. Όμως εκείνος,

 

 «Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,

ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:

 

Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;

μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;

θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;

χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;

 

Αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι.

Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.»

 

(«Διάδρομος και σκάλα», 1970)

 

#Στη δεύτερη εξορία γράφει τον «Αίαντα», τη «Χρυσόθεμη», όπως και συλλογές όπως οι «Πέτρες», «Επαναλήψεις», (που θα σταλούν, αργότερα, μαζί με το «Κιγκλίδωμα», κρυφά στη Γαλλία και θα κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση), ξεκινά το «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», και συνθέτει τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», μετά από παράκληση του Μίκη Θεοδωράκη να του στείλει κάτι δικό του, για μελοποίηση. Η παράκληση είχε μεταφερθεί από έναν συγκρατούμενο σε κάποιο Τμήμα Μεταγωγών. Ο Μίκης ήταν εξορία στη Ζάτουνα και οι φύλακές του είχαν εντολή να μη φτάνει αλληλογραφία ως εκείνον και προπαντός, να μη φτάσει γράμμα από τον Γιάννη Ρίτσο, μη τυχόν και του στείλει στίχους. «Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους ανάμεσα στην ποίηση του Ρίτσου και στη μουσική μου» θυμάται ο Θεοδωράκης. Τα «Λιανοτράγουδα» φεύγουν κρυφά αργότερα, μεσούσης πάντως της δικτατορίας, και φτάνουν, μέσω Νανάς Καλλιανέση- Αμαλίας Φλέμινγκ- Μαρίας Δεληβορριά στον Μίκη, στο Παρίσι. Αυτό το συγκεκριμένο αντίτυπο, αν έχει διασωθεί, πρέπει να βρίσκεται στο αρχείο του συνθέτη. Το αρχείο Ρίτσου περιέχει, πάντως, μπλοκ με την τελική γραφή.

 

Η τρίτη καταστροφή

#Μετά από σοβαρά προβλήματα υγείας και μετά από παγκόσμιες κινητοποιήσεις σωτηρίας του, οι δικτάτορες στέλνουν τον ποιητή στη Σάμο, σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της συζύγου του. Συγκεντρώνει τα χειρόγραφά του από το σπίτι της Αθήνας, όπου διέμενε πριν τη σύλληψή του και από φίλους στους οποίους είχε εμπιστευθεί τη φύλαξή τους και καταστρέφει, όπως προαναφέραμε, πολλά από αυτά.

Τα περισσότερα όσων γλυτώνουν από τη φωτιά («Ημερολόγια Εξορίας», «Ασκήσεις» κλπ.), ξαναδουλεύονται μαζί με νέα ποιήματα από τις συλλογές «Χειρονομίες», «Διάδρομος και σκάλα», «Ελένη», «Επαναλήψεις», «Μαντατοφόρες», «Ο αφανισμός της Μήλος, «Νύξεις», «Θυρωρείο», «Υπόκωφα», «Η επιστροφή της Ιφιγένειας», «Γραφή τυφλού», «Γκραγκάντα» «Χάρτινα» «Προσωπίδες» κ.α.

Έρχονται τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και ο ποιητής «απαντά» ακαριαία. Ένα μονόφυλλο, με τίτλο «16 Νοεμβρίου 1973» και ημερομηνία  16- 22 Νοεμβρίου 1973, δεν είναι παρά η πρώτη γραφή από το «Ημερολόγιο μιας βδομάδας». Λίγο μετά, και ενώ έχουν προηγηθεί η «Φαίδρα», η «Ρωγμή» και ο «Τοιχοκολλητής», ο Ρίτσος γράφει το «Υμνος και θρήνος για την Κύπρο», αμέσως  μετά την τουρκική εισβολή στο νησί.

#Η Δημοκρατία αποκαθίσταται τον Ιούλιο του 1974 και μια ιδιαίτερα ευτυχής περίοδος για το έργο του Ρίτσου αρχίζει. Από τότε και έως το καλοκαίρι του 1989, στο αρχείο βρίσκουμε περί τις 250 αρχειακές μονάδες με πρώτες, δεύτερες, τρίτες, τελικές γραφές ποιημάτων, όπως και με πεζά του κείμενα και μεταφράσεις του. Επίσης, μερικές δεκάδες αρχειακές μονάδες, περιέχουν δηλώσεις και σημειώματα του ποιητή για πρόσωπα (Τσίρκας, Θεοδωράκης, Κατράκης κ.α.) και γεγονότα. Τα τελευταία χρονολογημένα έργα του είναι το ποίημα «Το τελευταίο καλοκαίρι» από τη συλλογή «Σφυρίγματα πλοίων» (3 Σεπτεμβρίου 1989) και το ποίημα «Στον αδελφό μου Τάσο Λειβαδίτη» (Αθήνα, 30 Οκτωβρίου- 9 Νοεμβρίου 1989). Όμως, το ποίημα «Στον αδελφό μου Τάσο Λειβαδίτη» είναι προγενέστερο κατά ένα χρόνο και ανήκει στη συλλογή «Δευτερόλεπτα», όπου και βλέπουμε πως η πρώτη χρονολόγηση αναφέρει το έτος 1988. Απλώς ο ποιητής κατά την αντιγραφή μάλλον έκανε λάθος. Έτσι, το τελευταίο ποίημα από όσα έγραψε, παραμένει «Το τελευταίο καλοκαίρι».

#Το πλέον εντυπωσιακό από όλα είναι το χειρόγραφο από «Το τερατώδες αριστούργημα» σε δερματόδετο τετράδιο μέσα σε δερμάτινη θήκη, και γραμμένο με εξαιρετική επιμέλεια. Ανάμεσα στις τελευταίες συλλογές είναι κάποιες που δεν έχουν ακόμη εκδοθεί. Ο αριθμός βαίνει μειούμενος, μετά την κυκλοφορία τόμων στη σειρά των έργων του, στον «Κέδρο», με τη φροντίδα της ΝινέτταςΜακρυνικόλα.

#Μετά τα χρονολογημένα ποιήματα, παρατίθενται όσα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη και δεν κατέστη δυνατόν να ταυτιστούν. Ακολουθεί η ενότητα «Θέατρο»,  με τα έργα «Τα ραβδιά των τυφλών» (Αθήνα, Ιανουάριος 1959) και «Ο λόφος με το συντριβάνι» (Αθήνα, 26 Φεβρουαρίου- 3 Μαρτίου 1959). Δεν έχουν εντοπισθεί, ή δεν έχουν σωθεί, τα χειρόγραφα από τα άλλα δύο εκδομένα θεατρικά έργα, το  «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών» και το «Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα». Το «Η Αθήνα στ’ άρματα», που αποτελεί πρώτη μορφή του «Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών» κατατάχθηκε στην ενότητα των ποιημάτων, καθώς η αρχειακή μονάδα περιλαμβάνει και ποιητικά έργα, όπως «Η Κυρά των αμπελιών».

 

#Τα πεζά, περιλαμβάνουν ένα σημαντικό χειρόγραφο. Το χειρόγραφο του μυθιστορήματος (κατά τον ποιητή) «Αρίοστος ο Προσεχτικός αφηγείται στιγμές του βίου του και του ύπνου του». Είχε γραφεί το 1942 και είναι από τα ελάχιστα που σώθηκαν μετά τα Δεκεμβριανά. Ο Ρίτσος το ξαναδούλεψε στο Καρλόβασι, το 1971 και του έδωσε την τελική μορφή το 1983. Από εκεί και πέρα, σε διάστημα μόλις ενάμιση έτους (μέχρι τον Φεβρουάριο του 1985) θα γραφούν τα υπόλοιπα οκτώ βιβλία της σειράς «Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων». Τα πεζά «Περιστρεφόμενες γυάλινες πόρτες» και «Κάτι πολύ γαλάζιες μέρες με διαφωνίες», παραμένουν ανέκδοτα.

#Στην ενότητα «Μελέτες, δηλώσεις» μπορούμε να βρούμε τα χειρόγραφα με τα κείμενα των εντυπώσεών του από το ταξίδι του στην ΕΣΣΔ, (οι εντυπώσεις είχαν δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Αυγή»), θεωρητικά κείμενα του ίδιου για τις «Μαρτυρίες», το «Θυρωρείο» και το «Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη», τον πρόλογο του ποιητή για τη μετάφραση του Μαγιακόφσκι, δηλώσεις του για ψήφο στο ΚΚΕ κατά τις εκλογές, σύντομες δηλώσεις του για  δημόσια πρόσωπα με τα οποία είχε φιλικές σχέσεις κ.α. Υπάρχουν επίσης οι ομιλίες του στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Αθηνών, όπου αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας των Φιλοσοφικών Σχολών τους.

Οι μεταφράσεις περιλαμβάνουν ποιήματα των Πωλ Ελυάρ, ΒλαντιμίρΜαγιακόφσκι, ΝαζίμΧικμέτ, ΣεγκέιΓιεσένιν κ.α. Εχει εντοπισθεί, επίσης, η μετάφραση στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που έκανε με τον Τάσο Λιγνάδη για την παράσταση της Άννας Συνοδινού.

Τέλος, το τελευταίο μπλοκ, με τον ταξινομικό αριθμό [803], έχει  μουσική. «Ασκήσεις κιθάρας» έγραψε απέξω ο ποιητής, συμπληρώνοντας με την ένδειξη: Οκτώβριος 1949.

 

Οι πρώτες ευχαριστίες μου ανήκουν στην Έρη Ρίτσου, η οποία μού έκανε την τιμή και μου έδωσε τη χαρά να μού εμπιστευθεί την ταξινόμηση και επιμέλεια του αρχείου αυτογράφων έργων του πατέρα της. Με συγκίνηση θυμάμαι την αείμνηστη Φαλλίτσα Ρίτσου, με την οποία δουλέψαμε επί αρκετά χρόνια για το έργο αυτό, σε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας, αγάπης και αγαστής συνεργασίας.

Χωρίς την Νινέτα Μακρυνικόλα και τη Θεανώ Μιχαηλίδου, που βοήθησαν καθοριστικά από την πρώτη στιγμή, δεν θα κατάφερνα να ολοκληρώσω το έργο αυτό- ούτε καν να το ξεκινήσω.

Ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Άγγελος Δεληβορριάς παρέσχε θερμότατη υποστήριξη με κάθε τρόπο. Η Βαλεντίνη Τσελίκα, επικεφαλής των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου για όσο χρόνο έκανα την ταξινόμηση, ήταν πάντοτε πρόθυμη για κάθε βοήθεια χωρίς να φείδεται κόπου και χρόνου- και χρειάστηκε, πολλές φορές. Ο Αλέκος Ζάννας, με την ανεξάντλητη πείρα του, βρήκε λύσεις σε προβλήματα που δεν ήξερα πώς να αντιμετωπίσω. Ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, η Λιάνα Τσομπάνογλου, η  Πίτσα Τσάκωνα, η Ρενάτα Ζαφειριάδου πρόσφεραν τις πολύτιμες για μένα υπηρεσίες τους κάθε φορά που τις χρειάστηκα και ήταν πάντοτε αναντικατάστατοι συμπαραστάτες και αρωγοί.

Θερμές ευχαριστίες ανήκουν και στον Γιώργο Παναγιώτου, ο οποίος έθεσε στη διάθεση των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη το χειρόγραφο από το ποίημα «Αναγκαστικά» (30 Μαΐου 1969) το οποίο ανήκει στη συλλογή «Κιγκλίδωμα».

Επειδή στη φιλολογία είναι σωστό να λέει κανείς «λανθάνουν» και επειδή πάντοτε ελπίζω πως κάτι ακόμη από τα χαμένα χειρόγραφα μπορεί να βρεθεί, καταθέτω εδώ αυτή την ελπίδα με την παράκληση όποιος διαθέτει οτιδήποτε, να  στείλει ένα αντίγραφο είτε στην Έρη Ρίτσου είτε στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη.

 

Αγγελική Κώττη

Φεβρουάριος 2009

*Ένα τμήμα του κειμένου αυτού δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» στο ειδικό τεύχος- αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο (αρ. 182). Μια πολύ πρώιμη μορφή αποτέλεσε τον πυρήνα της ανακοίνωσής μου στο Συνέδριο που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη για τον ποιητή, το 2005.