Κωστής Νικολουδάκης: της εξορίας

στον Γιάννη Ρίτσο


Μια ανάμνηση, τα δάχτυλα στιγμές να παίζουν τράτο
Ίσα τσιγάρο, φτάνεις δε φτάνεις στα καψαλισμένα χείλη μου
Κι αγέρας καπνός, μέσα απ’ το θολό βλέμμα, μακρινέ δρόμε μου
Ματωμένη πέτρα, στάζεις. Τοπίο ξερό, οχιά κουλουριασμένη
Η καύτρα αποτραβιέται, αχόρταγη αναζωπυρώνει θύμισες
Στην ώρα τους σκέψεις σε χαρτί, χαρτί άσσος, άδειο πακέτο
Τσιγαρόχαρτο
Σκέτη αλφάβητος, σκέτο τσιγάρο, χαρτί άσσος, φιλντισένιο
                                 *

Όλες οι μέρες με σκοτεινό ήλιο που, βγαίνει με σημαδεύει
Απόρρητος κώδικας, η φυλακή της εξορίας, απαρηγόρητος
Κι ο αγέρας μ’ επισκέπτεται, τινάζει τη στάχτη, γίνεται νέφαλο
Ποιος τριβελίζει τα μηλίγγια μου, ως πότε βάσανα μου
Πάνω σε ξερό τοπίο με τον ήλιο κάρδαμο, ήλιος να μανταλώνει
Βουίζει το κεφάλι μου, ώρες κοιτώ σε πέλαγος, στίχοι μισοπνιγμένοι
Πού είστε μακρινοί ωκεανοί των λέξεων, των ταξιδιών, λευκά μου περιστέρια
                                 *
Μακριά απ’ τα βράχια, τη σκοτεινά, τη θάλασσα που γυροφέρνει
Ο αγέρας μαστιγώνει ολοένα πληγές, συντρόφων που λιγοστεύουν
Βράδυ, πρωί, βράδυ… και την νύχτα ξεμυτίζουν φανταξά, αποτραβούν
Σαν πέσει κρύο κι η κουβέρτα δεν καλύψει τ’ ακροδάχτυλά μου
                                 *
Είναι κι οι λέξεις στριμωγμένες, υποφέρουν στην εξορία
Είναι βάσανα σαν γίνονται βροχή, θάνατος ακουμπά τις ελπίδες
Σε τσιγαρόχαρτο θα χωρέσει το φωτοστέφανο των ονείρων μου
Τόσο λίγη γη, χάθηκε το νερό, εδάφιο ο λύχνος π’ έσβησε
Καταραμένη μοίρα, μόνο ο αγέρας πάλι να φυσά, λυσσομανά
Σαν γυροφέρνει το τσιγαρόχαρτο μην το πάρει, γυροβολίσει στις άκρες
Σε μια πέτρα τραχιά, από κάτω, κρύψε τους λεύτερους στίχους
                                 *
Μέσα σε σκορπιού φωλιά, αιχμάλωτο σύμπαν, ως εκεί!
                                 *
Ό,τι γεννιέται αθώα μέσα σ’ έχτρες, μου είπες, Ποιητή
Είναι κόκκινο γαρύφαλλο, κάμπος με κατακόκκινες παπαρούνες
Δρόμος μακρύς, στο βλέμμα σου η εξορία που υφαίνει
Όσο υποφέρεις, τόσο αστείο, κοινά εξομολογούμαι, πάλι μου είπες
Κρύβονται λέξεις πονεμένες, αυτές που, γλυκά παραμονεύουν
Το πρόσωπό σου, μου ’πες, ανήπλυτο σαν βλέπει στολές ξετσίπωτες
Πρόσωπο, απρόσωπο, ο πόνος με το αιχμάλωτο σύμπαν
Ήλιος αιχμάλωτος και κάτω ’κει θάλασσα παραδέρνει
Πανιάζουν τα όνειρα μας μέσα σε τούτη την μπουγάδα
                                 *
Τι είναι η ζωή, πες μου αδερφή και μάνα τυραννισμένη
Μες τη παγωνιά μια λέξη, πικρό χαμόγελο μες απ’ τα άγρια γένια
Σαν έκλεισες τα μάτια Ποιητή, ποτέ μη γλυκάνεις βλέμμα
Η στάχτη μόνη θα πέσει, σαν καούν όλα, θύμισές μου
Κάποιες σκόρπιες λέξεις που ήλπιζες, εκείνες θα γλυκάνουν
Το φευγιό του χρόνου, κιτρινισμένα δάχτυλα από σκέτο τσιγάρο
Σαν ταξιδέψουν όλα, ίσως για μια φορά μάς συναντήσουν
Οι στίχοι σου, με λαθραίο τσιγαρόχαρτο μόλις σαλπάρουν
                                 *
Σάλπαραν, σ’ έχουμε μες στην καρδιά μας, αιώνια… Ποιητή μου! 

Kostis nil – της εξορίας – Αύγουστος 2016
http://literapoetic.blogspot.com

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος