«Να η στέγη. Η πρώτη έγνια φεύγει. Από το σπίτι υψώνεται
καπνός. Ζουν άνθρωποι. Στο καράβι πίστευαν κιόλας: Μπορεί
Ανάλλαχτο να ‘μείνε εδώ μονάχα το φεγγάρι» (Μπέρτολτ
Μπρεχτ, ‘Ο Γυρισμός του Οδυσσέα’).
Η ποιητική “Τέταρτη Διάσταση” του Γιάννη Ρίτσου, η οποία και επανεπινοείται θεατρικά από την Νάνα Παπαδάκη [1] , συνιστά μία εμπρόθετη ποιητικότητα εγκόλπωσης προσώπων και υποκειμένων που αναγνωρίζουν και αναγνωρίζονται σε μία “αδιόρατη” ειρωνεία, στην τραγικότητα του εαυτού και των συμβάντων, ατομικών και συλλογικών,
“ενσαρκώνοντας” παράλληλα την ιδιαίτερη Ριτσική κοινωνιο-αισθητική της πολυσχιδίας: το και τα υποκείμενα συνομιλούν με την βεβαρημένη δια-κράτηση του “μύθου”, με την αισθητή περιεχομενικότητα και χρονικότητα
του αίματος, με τις δια-ρρήξεις ενός εαυτού που δεν δύναται να γνωρίσει παρά την βαρύτητα του σώματος.
Στα επάλληλα ποιήματα της “Τέταρτης Διάστασης”, ο Γιάννης Ρίτσος [2]
προσιδιάζει προς τις εκφάνσεις αναπαράστασης του μυθεύματος ως
γενεαλογία που φέρει το αίμα και την ‘μνήμη’ του αίματος, την ιστορία ως ατομικό ίχνος στον τόπο, συγκροτώντας τους κύκλους ενός δράματος το οποίο καθίσταται διαφορικό διότι ακριβώς αναγνωρίζει υπόκωφα τις δυνατότητες μίας παραστατικής όσο και ζώσας ενσυναίσθησης, κάτι που ιδιαίτερα εκφράζεται στη ‘Σονάτα του Σεληνόφωτος’ [3] , μία ποιητική συλλογή που ως τμήμα της ‘Τέταρτης Διάστασης’ εγγράφει την αξιο-θεμελίωση του σε μία απόσταση που δύναται να καλυφθεί, στην παραδοχή και στην αποκάλυψη ενώπιον ενός προσώπου οριακά φασματικού το οποίο δεν επι-ζητεί παρά την σιωπή ως γλώσσα που εκθέτει ποικίλες αντιφάσεις, τις αντιφάσεις ενός θηλυκού βίου που πασχίζει να σημάνει το σώμα.
Στα ποιήματα της ‘Τέταρτης Διάστασης’ διαμεσολαβούνται οι εντάσεις ενός χρόνου που εκ-φεύγει, η εμμένεια μίας ιστορικότητας που δια-περνά τους ‘άτακτους’ βίους, την έλλογη συντροφικότητα, με τον μύθο και τις προεκτάσεις του να συν-διαλέγονται φανερά πλέον με την αποξένωση ενός εκάστου ενώπιον του ‘θαύματος’ και της ‘δόξας’.
Από τον βασιλέα Αγαμέμνονα και τον Ορέστη έως την Περσεφόνη και την Φαίδρα, ο μύθος τελεί εν αγωνιώδη αναμονή, με την ποιητική γραφή να νοηματοδοτεί πρόσωπα που ενέχουν την αλήθεια, την δική τους αλήθεια που δεν διαρκεί παρά ελάχιστα αλλά εντατικά και διαθετικά: η αλήθεια ως επώδυνη επίγνωση, ως μετουσίωση της απώλειας σε καθημερινή πρακτική-συνθήκη, εκεί όπου δύνανται να συναρθρωθούν στοιχεία μίας βαθιάς εξομολόγησης με μία ‘σκοπολογία’ που εκ-βάλλει στα βάθη του ιστορικού ορίζοντα, που ανα-καλεί το ‘συγγνωστό’ και το ‘ασύγγνωστο’, την προσδοκία και το ‘άλμα’, την αναπαραγωγή των συμβολισμών της απουσίας.
Ο μύθος με την τροπικότητα ‘σύλληψης’ του στις ποιητικές συλλογές της ‘Τέταρτης Διάστασης’, συνιστά μία, με αντεστραμμένους όρους, ιστορία η οποία ‘μετασχηματίζεται’ σε αφήγηση από υποκείμενα τραγικά και για αυτόν τον λόγο ανθρώπινα, αφήγηση που ανα-πλαισιώνεται στις σιωπές και στις αντιθέσεις, στη σκωπτική αξιολόγηση ενός κόσμου που δεν ‘αναμένει’, στις εγκάρσιες τομές και στις ρηγματώσεις της οικίας ως της δεσπόζουσας ‘Εστίας’[4], και σε ένα δεύτερο και εξίσου σημαντικό επίπεδο, στις ρηγματώσεις της οικίας που αναδεικνύει τα περιεχόμενα της στράτευσης: τι δύναται να σημάνει η ιστορική στράτευση για τον έναν και για τους πολλούς; πως συσχετίζεται και συναρθρώνεται, ακόμη και οργανικά, με την ίδια ιστορία; με ποιον τρόπο ανα-συγκροτεί τους όρους της παρουσίας των ανθρώπινων υποκειμένων;
Στη Ριτσική ποιητική της ‘Τέταρτης Διάστασης’, η στράτευση ακόμη και εάν δεν επισημαίνεται ρητά, υπαινίσσεται την ενσκήπτουσα αγωνία για την απόδοση, για την παρουσία ενός κοινού που στέκει παράμερα, αποτελώντας προϋπόθεση ανα-κατασκευής του παρόντος: εάν η στράτευση ‘εδαφοποιεί το όραμα και τα διάστικτα οράματα, τότε ενσωματώνει επίσης και τους παράλληλους μονολόγους (με τις παραλλαγές τους) που εκθέτουν την φθορά, τον θάνατο[5] ως ‘σιωπηλή αξίωση’, την οριακή ‘πρακτικότητα’ του βιώματος: ‘βιώνω διαμέσου της αισθητηριακότητας’ τις επάλληλες ιστορίες. Ιστορίες που δύνανται να καταστούν ‘κτήμα’ του υποκειμένου, μη-απέχοντας από την ιδιαίτερη ‘βιαιότητα’ της γλώσσας, ήτοι την και λεκτική αναγνώριση του πόθου.. Ο Friedrich Schiller στο ποίημα του ‘Resignation. Eine Phantasie’, αναφέρει σχετικά με την οριακότητα του θανάτου: «[6]Παραχώρησες βέβαια αγαθά; Έξι χιλιάδες χρόνια σιωπούσε ο θάνατος, ήρθε ποτέ ένα πτώμα από τον τάφο να φέρει μήνυμα απο την ανταποδότρια;».
Ο θάνατος στην ‘Τέταρτη Διάσταση’ σπεύδει να επαναπροσδιορίσει την αλήθεια που κατατίθεται εκ νέου, δεν φέρει ”βέβαια αγαθά”, αλλά, άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε εντατικά και συλλογικά, εναλλάσσεται με τις ‘ριπές’ της ετερογένειας: ‘είμαστε ενώπιον’ της ‘σπερματικής’ πορείας-παρουσίας, της στράτευσης και του θανάτου..
Στις διαρκείς επιτελέσεις της ‘Τέταρτης Διάστασης’, αρθρώνονται οι πλαισιώσεις της Ντερριντιανής (Jacques Derrida) ‘οντοπολογίας’, σε μία στιγμή, ποιητική, κοινωνική, αισθητική, όπου συνυφαίνεται το υποκείμενο με τον τόπο ωσάν ‘κατασκευή’ και εμμένεια καθώς και με το πέραν του τόπου: εκτός συναγωνισμού, η και διαλεκτική εξομολόγηση προς φέρει τις προϋποθέσεις γλωσσικής ‘απο-λύτρωσης’ και ανθρώπινης ‘απο-κάλυψης’. Στο βήμα, η πολυσήμαντη θεατρικότητα, η και οι προσίδιες αλληλουχίες της ‘ακάλυπτης’ λέξης, της ιστορίας ως πράττειν και όχι ως ‘ανταμοιβής’, του έρωτα ως ενεργητικής δυνατότητας συμπύκνωσης του ‘είναι’. Η Ριτσική ποιητική γραφή, στην ‘Τέταρτη Διάσταση, νοηματοδοτείται ως ανα-βιωματική πλαισίωση..
Στις ορατές και αόρατες κινήσεις, ενώπιον και της δικής του στράτευσης, της αναζήτησης της λέξης ως μοναδικό ‘βιό-κοσμο’, ο ποιητής θέτει το ποιητικό διακύβευμα, το οποίο, για να παραπέμψουμε στον Sigmund Freud, είναι η κίνηση «ξορκισμού του τρόμου της φύσης»[7], του μυθεύματος και των προσδοκιών εντός του.
Ο ποιητής διευρύνει τις όψεις της οντολογίας της μαρτυρίας, της ανομολόγητης μαρτυρίας, αναγνωρίζοντας στα πρόσωπα και στα προσωπεία την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ διαπερατού και σπαρακτικού στοιχείου.. Εννοιολογώντας την μοναδικότητα, το Ριτσικό ποιητικό πράττειν εκτείνεται πέραν του βεβιασμένου, σημαίνοντας την «πληθυντική μοναδικότητα»[8] κατά Jean Luc Nancy, «κοιτώντας την αλλαγή του τροχού με αδημονία»[9], όπως γράφει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, την αλλαγή ως ‘αστερισμό’ εντάσεων και θελήσεων: διαμέσου των καθημερινών αποκρίσεων, δια-κρατείται η σάρκα, η ‘θυσία’ της γλώσσας και του επικαιροποιημένου θριάμβου.
H τραγικότητα του μύθου έγκειται όχι στην επικαιροποιημένη, όσο στην ‘μετασχηματιστική’ εκδοχή του, εκεί όπου οι χαρακτήρες επι-ζητούν την μεταφορά δίχως φτιασίδια.. Και όπως γράφει ο ποιητής στην ποιητική συλλογή ‘Κυρά των Αμπελιών: «Κυρά των Αμπελιών, πως να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο ουρανό πως να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των δέντρων;».[10]
Ο ποιητής αναφέρεται στην εκκρεμή θέση ενός προσώπου που δεικνύει προς την εκκρεμή θέση μίας χώρας,[11] προς την ‘πλάνη’ μίας ιστορίας που διαρκεί ‘αθόρυβα’ και για αυτόν τον λόγο σπαρακτικά..
«Τώρα το δράμα τέλειωσε· – δεν έχουμε πια θεατές κι ακροατές. Η αλλαγή ακατόρθωτη πια· κ’ η μεταμφίεση άδεια από κάθε σημασία, – ούτε κ’ εμάς τους ίδιους δεν ελευθερώνει απέναντι σε ποιους; απέναντι σε ποιον καθρέφτη;»[12], τονίζει ο ποιητής στην ‘Επιστροφή της Ιφιγένειας’ για μία αλλαγή-μεταβολή όχι κενή νοημάτων αλλά για μία μεταβολή ‘νικημένη’, για μία θυσία ή, διαφορετικά ειπωμένο μία θυσιαστική πολιτική που δεν αξιώνει παρά τους νεκρούς της, τους απέναντι της ‘Τέταρτης Διάστασης’[13]. Και παραμένει ένα είδωλο το οποίο δύναται να ‘απορροφήσει’ διασταυρούμενες και μη πορείες, σημασιοδοτήσεις ‘εκτός καιρού’, τους θριάμβους μίας ‘λειψής’ εθνικοφροσύνης, εκεί όπου το ερείπιο πολλές φορές δεν είναι παρά η μοναδική ‘Εστία’. Η ‘Τέταρτη Διάσταση’ ενυπάρχει στην αξιο-θεμελίωση μίας ‘δοτικότητας’ η οποία δια-κρατεί τις όψεις του απονενοημένου διαβήματος, της ‘απο-κάλυψης’ ενός προσώπου που φέρει αποθέματα μνήμης, επιζητώντας τις δικές του ‘ανάσες’ ή, διαφορετικά ειπωμένο, ‘ζώνες’ ελευθερίας πέραν του συμβολικού χώρου και της συμβολικής γης. Η φωνή, η ποιητική γλώσσα που ‘συσπάται’, επιθυμεί.
[1] Βλέπε σχετικά, Μαρίνου Διονυσία, ‘Η φωνή του Ρίτσου στην «Τέταρτη Διάσταση», Εφημερίδα ‘Τα Νέα΄, Ένθετο ‘Βιβλιοδρόμιο’΄, 12/04/2018, http://www.tanea.gr/2018/04/12/people/i-fwni-toy-ritsoy-stin-tetarti-diastasi/. Η σκηνοθέτρια της παράστασης ‘εγγίζει’ τις σιωπές που δια-φαίνονται και ανασύρονται στην επιφάνεια της ‘Τέταρτης Διάστασης’, επιφάνεια που δεν καθίσταται λεία και ομαλή: η Ριτσική ‘σύλληψη’ του καιρού και του χρόνου, τέμνει διαρκώς τις ενοχές, τις αφέσεις, τις καταβολές ενός εκάστου θρήνου, δομώντας περιβάλλοντα ιστορίας ικανά να ακουστούν και διαμέσου της σιωπής, της μαρτυρίας που μαρτυρεί ‘συν-αυτουργίες’, αστερισμούς απροσδόκητων συμβάντων και πτώσεων. Η σκηνοθέτρια Νάνα Παπαδάκη βιώνει το ποιητικό κείμενο, τις αντινομίες του, τα υποκείμενα που ακόμη και ερωτικά δίδονται στον καιρό τους.
[2] Το αίμα εγγράφεται στην προσωπική πορεία του Γιάννη Ρίτσου, εκεί όπου το προσωπικό βίωμα και η αναπαράσταση του συναντά την πολιτική του στράτευση με θέα την παροντικότητα της ιστορίας. Τα θραύσματα συνθέτουν τις διαστάσεις του λιτού και ενίοτε δραματοποιημένου ποιητικού συναισθηματισμού όσο και τις διαστάσεις της ποιητικής ωρίμανσης που συμπυκνώνεται σε ποιητικές εκ-διπλώσεις όμοιες και διαφορετικές, όπως ο ‘Επιτάφιος’ και η ‘Τέταρτη Διάσταση’ των επώνυμων, ήτοι των ανώνυμων, ενώπιον της απίσχνασης της έτοιμης ‘λύσης’, υποκειμένων. Η εξομολογητική θεατρικότητα, η πρωτεϊκή πράξη, δεν προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά ‘αρνησικοσμίας’. Αντιθέτως, αξιολογούν τις δυνατότητες που προκύπτουν εντός της αναζήτησης της ευκαιρίας και της παρηγορίας. Η Ριτσική ποιητικότητα ‘παρηγορεί’ όσο αυτό είναι εφικτό: αναφέροντας την ‘φαντασμαγορία’ της κίνησης, των παθών και της ‘ενσάρκωσης’.
[3] Η θηλυκότητα της Ριτσικής ‘Σονάτας’ παραμένει εκκρεμής, προσδιορίζει τα φαντασιακά πεδία της εκ-πλήρωσης, αναδεικνύει την βαρύτητα του διά-κενου, αναζητώντας τον έρωτα και την ερωτική ‘αθεμιτουργία’ προς την οικογενειακή και την επίσημη μνήμη, στη μορφή του νέου που διαβεί στο όριο μεταξύ απουσίας και εν-συναίσθησης. Ομιλώντας το θηλυκό υποκείμενο, ποθεί, αρθρώνει αντιφάσεις, τα ίχνη του κανονικού στο σώμα.
[4]Η ‘Εστία’, η Μπλοχιανή ‘Heimat’, συνιστά ιστορία, γενεαλογία προ της επιτέλεσης. Ο μύθος των Ατρειδών αναγνωρίζεται στην τραγική του εμμένεια, όσο η και η ιστορία της χώρας στην τελετουργική της πλήρωση.
[5]«Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι’ αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους που φεύγουν κι αυτοί· – κυκλοφορούν με φυσικότητα ανάμεσα στο θάνατο τους», επισημαίνει στην ‘Επιστροφή της Ιφιγένειας’ ο ποιητής. Εκεί όπου γνώση καθίσταται η ιδιονομοτέλεια της άγνοιας, της άγνοιας της παρουσίας, με το «ανύποπτο» να εναλλάσσεται με το «απρόβλεπτο»: αυτό δύναται να είναι το νόημα του θανάτου, με την ίδια «φυσικότητα» έλευσης του. Ανθρώπινος, σιωπηλός, διαφορικός. O «ανύποπτος» άνθρωπος εντός της ‘ιστορίας’ του θανάτου. Κάθε θάνατος σημαίνει την απώλεια ενός και μοναδικού κόσμου, όπως γράφει ο Jacques Derrida. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1980, σελ. 17.
[6]Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά στις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 83. Ο θάνατος στη Σιλλερική ποίηση δύναται να λειτουργήσει ως ‘μετάβαση’ ενώπιον, ως ίδιο όριο και απεικόνιση της ίδιας ζωής και ως επίγνωση της ‘αρνητικότητας’: ο θάνατος δεν προσφέρει την ‘άλλη ζωή’.
[7]Βλέπε σχετικά, Freud Sigmund, ‘Το μέλλον μιας αυταπάτης’, Μετάφραση: Μυλωνά Νίκη, Εκδόσεις Νίκας Ελληνική Παιδεία, Αθήνα, 2011, σελ. 27. Ένας «ξορκισμός» του ανελέητου καιρού διαμέσου της ποιητικότητας μίας ‘διάστασης’ και δη της ‘Τέταρτης Διάστασης’ εντός της οποίας τα πρόσωπα δεν ακούγονται παρά στον ίδιο τον εαυτό τους, όχι εκ-ζητώντας το σωστό και το λάθος, αλλά ποιο είναι το λάθος μέσα στο ‘σωστό’. Στην ‘Τέταρτη Διάσταση’ ο θρήνος επιτελείται και για αυτό που υπάρχει.
[8]Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά & Μπάτλερ Τζούντιθ, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016, σελ. 192.
[9]Βλέπε σχετικά, Μπρεχτ Μπέρτολτ, ‘Αλλαγή τροχού’, ‘Der Radwechsel’, ’76 Ποιήματα’, Μετάφραση: Μάρκαρης Πέτρος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 98.
[10]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Κυρά των Αμπελιών’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1979, σελ. 11.
[11]Η ‘Μάνα μου Ελλάς’ του Νίκου Γκάτσου, αυτή η ετερογενής ‘τροφός’ ονείρων και ονειρώξεων.
[12]Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας…ό.π., σελ. 21.
[13]Η πολιτική στη σειρά της ‘Τέταρτης Διάστασης’ καθίσταται υπαινιγμός και εμπλόκιση, με τον λιτό συναισθηματισμό να ισορροπεί πάνω στους διττούς άξονες της επίγνωσης: ‘σκοτωμένοι, σκοτωθήκαμε’.