‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας’, του Γιάννη Ρίτσου, ενταγμένη στον κύκλο της ‘Τέταρτης Διάστασης’, εγγράφεται στις πλαισιώσεις της περατότητας, ‘ενσαρκώνει’ το μύθευμα της απόκρισης, της απόδοσης, της συγ-κίνησης για αυτό που δύναται να δια-κρατηθεί: την ‘εξορία’ από το ‘καθεστώς’ του ιδεατού..
Με το ‘βάρος’ μίας αόριστης ‘εξομολόγησης στον εαυτό της & στον Ορέστη των αισθήσεων-παρορμήσεων, η Ιφιγένεια, ανα-καλεί τον τόπο της θυσίας, επιστρέφει από την Ταυρίδα, από την γη των διαρρήξεων, (των ίδιων και των ‘άλλων’ θυσιών), στην οικεία των εκκρεμών συμβολισμών, της μεταιχμιακότητας του χρόνου, της αίσθησης του ειπωμένου & του ανεπίκριτου..
Φορώντας αλλά και αφαιρώντας το προσωπείο του ιερού, γειώνεται στη γλώσσα των μετατοπίσεων, της επιδίωξης προσδιορισμού της εντροπίας, της αναγνώρισης των αποτυπώσεων: για κάθε λέξη & η ‘επίπλαστη ευμάρεια’ της, ο γενεαλογικός μύθος ως επωνυμία και ως αίμα, ως καταγραφή και ως εν-στάλαξη..
Η ιδιαίτερη στιγμή εγκολπώνεται το σημαίνον: η έμφυλη αντικειμενικότητα (αντικειμενικότητα του μοναδικού), ενώπιον του Ορέστη που φέρει την άλλη επωνυμία της ιστορίας, της διαφάνειας και & των επανεγγραφών πάνω στο ‘σώμα’ της ιστορίας..
Η Ιφιγένεια, με και δίχως τις σημάνσεις του ενωτικού, ‘ενσαρκώνει’ την μετάβαση στο πεδίο της τραγικότητας, αναζητεί την συνθετότητα του καθήκοντος. Του καθήκοντος της υπόμνησης, της συμβολικής και μη ‘ενσάρκωσης’ του μεσσιανικού δίχως μεσσιανικότητα, της δυνατότητας πραγμάτωσης σε ένα ‘θρυμματισμένο’ φύλο, ή, σε έναν ‘θρυμματισμένο’ ερωτισμό.. Το άλλο της πρόσωπο, καθίσταται η λέξη, η επαναοικειοποίηση των οικογενειακών απολήξεων-αποκοπών, η απεύθυνση στον Ορέστη ο οποίος εγκαθίσταται στο μέσον της σκηνής, διευρύνοντας & αναπαράγοντας συνάμα τις όψεις του μη-αφηγηματικού.. Η Ιφιγένεια δεν αφηγείται, ‘μυεί’ και ‘μυείται’.. Στην ποιητική συλλογή ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας΄, το Ριτσικό ποιητικό πράττειν δεν πασχίζει να κλείσει, αλλά να ‘μυήσει’ στους λογαριασμούς του ιστορικού προτσές, στις συνηχήσεις μίας ελληνικότητας που διολισθαίνει στον τύπο-τυπολογία του μείζονος κανόνα, των συμβολικών εξυψώσεων, των θριάμβων πάνω στις κοινωνικές ‘ερειπιώσεις’..
Η Ιφιγένεια ως πρόσωπο ανασημασιοδοτεί την ευκαιρία της αποκάλυψης, τον βίο των αντινομιών, την αμφισημία του τώρα: σε κάθε ατομική-συλλογική εγγραφή, η προσήλωση, η αμφισβήτηση των τιθέμενων ορίων, η ‘βεβήλωση’ του εκτατικού γίγνεσθαι..
Ο Γιάννης Ρίτσος ανα-τέμνει το πλαίσιο του καθεαυτό λειτουργικού ή της καθεαυτό λειτουργικής ιδέας: «Μέσα σ’ αυτήν ακριβώς τη διάλυση αισθανόμαστε την ώρα που βραδιάζει κείνη τη μυστική ευφροσύνη του αμοιβαίου σεβασμού ανάμεσα σ’ εμάς (ποιους εμάς;), και (σε ποιον;). Ήρεμη γνώση ακέριας της άγνοιας.- Μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη, μια γενική ανημπόρια, αποδεγμένη τέλος».(1)
Που ευρίσκεται το ‘ορμητικό εμείς’; Ποια είναι η επωνυμία του; Η ιστορικότητα του μέσα στην ιστορία; Οι Ριτσικές ποιητικές συνηχήσεις στηλιτεύουν την οντολογία της ακεραιότητας της γνώσης, του ελληνικού-λαϊκού της εκφοράς, την σχεδόν ‘επίκτητη’ ιδέα της κοινοκτημοσύνης, ενέχοντας ως πρόταγμα-άξονα γυναικείες μορφές οι οποίες δύνανται να αναζητήσουν το αδό-κιμο, τον ‘Νόμο’ δίχως τις απολήξεις του ‘Νόμου’, του πάντα εφικτού ‘Νόμου’..
Η γυναίκα (η Ιφιγένεια) παράγει & αναπαράγει την ‘διαφορικότητα’ της ευκαιρίας: την παρότρυνση, το ‘παίγνιο’ με το μύθευμα-μύθο και την ‘θανάτωση’ του, με τα ‘τραύματα’ της αντικριστής ιστορίας.. Η ποίηση του επι-φέρει την ‘επι-κοινωνία’ με το αλλότριο, με τα διά-κενα που προκαλούν οι κατηγορικές προσταγές και οι υποθέσεις της ιστορίας, μίας ιστορίας που ‘κλείνει το γόνυ’ στο εδραίο και στις αφηγήσεις-επαναφηγήσεις της..
Η Ριτσική ‘Επιστροφή της Ιφιγένειας’, ανα-καλεί την αίσθηση ενός βάρους Σεφερικού, μιας Σολωμικής αμφισημίας-ομολογίας, την παρουσία του οικείου θανάτου..
Πάνω στο ‘σωρό των ερειπίων’, η τροπικότητα της ποίησης που δεν αναθέτει, παρά αποδίδει, επι-ζητά το όριο, την πολύσημη οριακότητα, τις ‘Ιφιγένειες’ του συμβάντος, της ιδιαίτερης παρόρμησης.
Με τα λόγια της Judith Butler: «Συνεπώς, αυτό που βλέπουμε δεν είναι απλώς το τραύμα, αλλά μια δυνατότητα να τραυματιστούμε, η οποία συνδέεται στην πραγματικότητα με μια μορφή δια του σώματος άρνησης, και εκείνο που ονομάζουμε αντίσταση είναι ακριβώς το εδραίο δίπτυχο της έκθεσης στο τραύμα και, ταυτόχρονα, της άρνησης και της αντίστασης». (2)
Η Ριτσική Ιφιγένεια επι-ζητεί ιδιαίτερα την ‘δυνατότητα του τραυματισμού΄, της έκθεσης & της αντίστασης στο ‘οικείο’ & στο ‘ανοίκειο’ τραύμα’.. Και σε αυτό που δια-κρατεί την αντίστιξη και την συμπληρωματικότητα, την έξωθεν καλή μαρτυρία.. Κλείνοντας, η ίδια η μαρτυρία, η καθημερινή της ‘εμβάπτιση’.. «Ίσως εμείς οι δυο που γνωρίσαμε ότι καμμιά παρηγοριά δεν υπάρχει στον κόσμο, ίσως, γι’ αυτό ακριβώς, εμείς οι δυο (έστω και χώρια ο καθένας) να κατορθώσουμε πάλι να παρηγορήσουμε κ’ ίσως να παρηγορηθούμε». (3)
Η Ιφιγένεια δύναται να ‘εντοπιστεί’ στη ‘διάφανη’ μνήμη, στη συνθήκη της κρίσης, στη δυνατότητα διαχείρισης ενός εκάστου θανάτου, στη σήμανση του ‘δεδικασμένου’, της πορείας εντός της απώλειας: «Δεν είμαι”, λέμε, ”δεν είμαστε”- δεν το πολυπιστεύουμε. Μες απ’ αυτήν την απουσία εξακριβώνουμε πιθανόν την ύπαρξη μας μες στο βουβό συνωστισμό εκείνων που λείπουν, εκείνων που μας λείπουν, που λείπουμε.. Γιατί άξαφνα βλέπουμε πως το ύφασμα στους αγκώνες μας έχει τριφτεί». (4)
Η απουσία & η εκ-ροή από το πεδίο των οριοθετημένων συμβολισμών & της βεβαιότητας.. ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας’ δύναται να ‘επι-κοινωνήσει’ και να διαμεσολαβήσει το έργο-performance ”Ouien puede borrar las huellas;” (‘Ποιος μπορεί να εξαλείψει τα ίχνη’) της Regina Jose Galindo από την Γουατεμάλα.. Tα ίχνη κ& η ανά-κληση της φόνευσης και της ρήξης με την δια-γενεακή ιστορία.
Ο Γιάννης Ρίτσος συμβάλλει σε μία διαμφισβήτηση του ορατού, του καθημερινά ορατού, με τους όρους της ποίησης.. Η Ιφιγένεια επαναπροσδιορίζει τις πλαισιώσεις μίας ποίησης της απορίας, υπό τους όρους της Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, ήτοι ως ”αυτό που δεν μπορούμε να μην θέλουμε”..
Η ποίηση της απορίας εγγράφει τις όψεις του χρόνου της εμπλόκισης, καθίσταται ”αυτό που δεν μπορούμε να μην θέλουμε”, απόφανση, πρόσληψη, οντολογική τομή, (μεταξύ ”Δεν είμαι”-”Δεν είμαστε” της Ριτσικής Ιφιγένειας), κατηγορία του ‘αταξινόμητου’, ‘ενσάρκωση’ μίας ‘οικογένειας’ συμβάντων. O ποιητής αντιστέκεται στη λέξη και στο ‘φθορά’ της, στον χρόνο της ιστορίας & της ιστορικής τομής.. Η Ιφιγένεια ‘μυεί’ και ‘μυείται’ στο βάθος και στην περιώνυμη ουσία των πραγμάτων..
‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας’ αναφέρεται και στις όψεις του δικού του, προσωπικού-‘τραυματικού’ βίου. O Σάββας Μιχαήλ, αναφερόμενος στην ποιητική του Γιάννη Ρίτσου, τονίζει: «Η άλυτη αντίφαση προκαλεί μια ακατάσχετη αιμορραγία του ανοιχτού τραύματος της ύπαρξης και της Ιστορίας που αναβλύζει σαν ακατάσχετη ποιητική γραφή. Εδώ βρίσκεται το μυστικό όχι της πολυγραφίας αλλά της υπεργραφίας του Ρίτσου, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Stephane Vial για τον Kierkegaard. Και για τον Δανό υπαρξιακό στοχαστή και για τον Έλληνα κομμουνιστή ποιητή το δίλημμα ήταν: ή γράφεις ή πεθαίνεις». (5)
Και ο ποιητής έγραψε ενώπιον του αδυσώπητου..
1. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας’, Εκδόσεις Κέδρος, ‘Τέταρτη Διάσταση’, Αθήνα, 2005, σελ. 119.
2. Βλέπε σχετικά, Aθανασίου Αθηνά & Butler Judith, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016..
3. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας…ό.π., σελ. 132.
4. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Η Επιστροφή της Ιφιγένειας…ό.π., σελ. 118.
5. Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Ζντάνωφ και οι γάτες της Αχμάτοβα’, (Η
αλληλογραφία Γιάννη Ρίτσου- Άρη Αλεξάνδρου- Καίτης Δρόσου)’, στο, Μιχαήλ Σάββας,
(επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις
Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 175-176.