Στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Το σώμα και το αίμα’ (Ακόμη μία δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου), ο Γιάννης Ρίτσος αναφέρεται στο σημαίνον της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, στην οριακότητα του σώματος που δρα και διεκδικεί το «ανοίκειο» εντός χώρου, στην παρεμβολή μίας εκτατικής ‘νεότητας’ που καθίσταται ‘σώμα και αίμα’..
Ο τίτλος του ποιήματος δύναται να προβάλλει προς την έκκεντρη κατεύθυνση του επώδυνου, του κυκλωτικού, προς την ιδιαίτερη κατεύθυνση ενός διαλεκτικού σημείου που παλινδρομεί μεταξύ του ασύγγνωστου και του ‘σιωπηλού’, του εκρηκτικού και του ερριμμένου.
Στις απολήξεις του λόγου και των πρακτικών της στρατιωτικής δικτατορίας, το ποίημα ‘ενσαρκώνει’ τις δυνατότητες της σιωπής και της ομιλούσας γλώσσας, το σώμα που αναζητεί τον χρόνο και τον χώρο των διερωτήσεων, σώμα που επιφέρει το αίμα ως απόδοση, «απόθεση» & «κατάθεση» μπροστά στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, ενώπιον των δια-γενεακών ακροάσεων.
Στη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή ο Γιάννης Ρίτσος αντιστρέφει τους όρους του σωματικά «αλύγιστου», προσδίδοντας στο σώμα αλλά και στο αίμα τις όψεις της μίας καθημερινής ανθρωπινότητας η οποία δεν επιβεβαιώνεται στο ‘άχρονο’ θεμελιώδες, αλλά στις ιδιαίτερες εκείνες ρήξεις που δύνανται να το συγκροτήσουν και να το μετασχηματίσουν πληθυντικά ως θεμελιώδη στοιχεία: στη δια-πάλη της παρουσίας, στους λόγους που τίθενται ως σώματα και στα σώματα που τίθενται ως λόγος ενώπιον των στρατιωτικών οχημάτων-τανκς, στην ανομοιογένεια μίας σύγκλισης-ένωσης η οποία αφενός μεν φέρει-προσδιορίζει αυτό που υπάρχει ως καθεστώς πειθάρχησης, αφετέρου δε φέρει και τα χαρακτηριστικά ανάκλησης αυτού που διεκδικείται με σωματική ορμή, με το αίμα που επικαλείται μία στιγμή στην ευρύτερη ιστορικότητα των στιγμών.
Οι παραπάνω απολήξεις-ρήξεις δύνανται να συγκροτήσουν την ελευθερία, (και την διεκδίκηση της) την απεξάρτηση, την αποτίναξη του στρατιωτικού καθεστώτος των συνταγματαρχών ως θεμελιώδη στοιχεία, ένα αμάλγαμα το οποίο ιδιαίτερα και σύνθετα, επανεγγράφεται στο χώρο.. Η διεκδίκηση της αποτίναξης συνιστά το ‘σώμα και το αίμα’.
Δεν υπάρχει ηρωική δράση παρά μόνο η ανοιχτότητα στον θάνατο, η διαμόρφωση των όρων για την εγκόλπωση της ‘δοτικής’ δράσης.. Η ελευθερία ως επίδικο συγκροτείται στη δράση, στο αβέβαιο, στο εύρος της αντίδρασης και του δυνητικού και μη θανάτου..
Την στιγμή που το σώμα προτάσσεται ενάντια στα τανκς, η ελευθερία-αποτίναξη ‘επανεφευρίσκεται’, καθίσταται ζητούμενο-διακύβευμα.. Με άλλους όρους, η ελευθερία, την στιγμή της «ποδοπάτησης» από τα τανκς αναφέρεται στο χώρο, είναι η «ηττημένη» που συν-ομιλεί με τους «νικητές», αυτή που ‘ενσαρκώνεται’ στα σώματα, που ρηγματώνει και επιταχύνει..
Ο βίος εντός πολιτείας, επαναδιεκδικείται στα όρια και στις οριακές σημάνσεις της άσκησης στρατιωτικής βίας, στις εκκλήσεις μίας γλώσσας που συνιστά τον χώρο και τον μη-χώρο: «αδέλφια μας στρατιώτες, αδέλφια μας στρατιώτες».
Η απεύθυνση-έκκληση αναπροσδιορίζει την ‘μνήμη’ του ‘κοινού’ και του έτερου υποκειμένου, επικοινωνεί με την εργαλειακή χρήση μίας νεότητας που διασπάται για να ‘επανενωθεί’ στο σχήμα του θεματοφύλακα της πλαισίωσης: ‘Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών’..
Στις απολήξεις του ‘σώματος’ και του ‘αίματος’, ο ποιητής επαναοικειοποιείται την Ελλάδα ως κλήση διαμέσου μίας μετασχηματιστικής διαδικασίας: σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα του ‘σώματος και του αίματος’, μετασχηματίζεται σε πληθυντική Ρωμιοσύνη, σε πλήθος των εκροών, των αφηγήσεων και των λόγων που συνθέτουν-αναπαριστούν το καθημερινό Πολυτεχνείο, εκεί όπου επιτελείται το συμβάν μίας ιδιαίτερης έτερο-κανονικότητας: έτεροι στον ίδιο τους τον εαυτό, ανασημαίνουν το χάσμα ή τα χάσματα, την αλήθεια του στρατιωτικού καθεστώτος (καθεστώς αλήθειας), την όψη της Πολυτεχνικής ‘πολιτείας’, η οποία εμβαπτίζεται στα νάματα της διεύρυνσης των ορίων..
Και αυτό που επίσης διακρατείται στο χώρο του Πολυτεχνείου, είναι το σώμα και το αίμα, ο θάνατος ως συμπληρωματικότητα, ως ‘ορατότητα’..
Τι δύναται να σημάνει η δράση για την ελευθερία; Η έκθεση στο χώρο και στην ορατότητα της στρατιωτικής δικτατορίας; Πως φέρουν επίσης τα σώματα-υποκείμενα τον φόβο; Το αλύτρωτο; Οι διερωτήσεις αίρουν τον κανόνα ή το υπόδειγμα της στασιμότητας, δίδοντας την σχεσιακότητα της ποίησης: «αιμάτινη» διακοίνωση για αυτό που λαμβάνει και έλαβε χώρα, για την πολιτική ελευθερία ως μνήμη, ως ερωτική νεότητα, ως ‘εξορία’ από το κανονικό..
Ο Γιάννης Ρίτσος ανακαλώντας την δική του εξορία σε στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών εξόριστων, συγκροτεί το Πολυτεχνείο ως τόπο της έντασης, της διακράτησης του ενστίκτου, της πολύσημης μετωνυμίας: πλέον, το Πολυτεχνείο δύναται να ιδωθεί ως τρόπος-τροπικότητα δράσης που βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ του δυνητικού και του υπαρκτού, του φασματικού και του υλικού: οι νέοι φοιτητές, εντός της ετερογένειας της τέχνο-επιτέλεσης, δρουν, επικοινωνούν και αμφισβητούν το και στο καθημερινό, διακρατούν, διαρρηγνύουν και αγωνίζονται όπως ερωτεύονται..
Στο χώρο του Πολυτεχνείου, στο χώρο ανάδυσης μίας κοινωνιο-γνώσης, χωρίς εκ των προτέρων καθορισμένη την έκβαση, (αβέβαιη έκβαση), προσλαμβάνοντας την οντολογία του ‘είναι’ ως σώμα και ως αίμα, ως απόδοση-λειτουργία στο «βωμό» της ιστορίας μίας συγκεκριμένης περιόδου, στο «βωμό» όξυνσης των αντιθέσεων..
Η πληθυντική-εδαφική & ‘συνοριακή’ Ρωμιοσύνη του ποιητή, αναδύεται και διαμορφώνεται ακόμη και στα μονόστηλα των ‘επίσημων’ εφημερίδων, στους λόγους και στις ‘λογικές’ της‘αναγκαίας πάταξης’ της φοιτητικής ‘στάσης’..
Είναι σε αυτόν τον χώρο όπου η Ρωμιοσύνη της εκτατικότητας, της φοιτητικής και μη σάρκας, αποκρυσταλλώνεται σε απουσία και παρουσία, σε υπόμνηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής δράσης, σε υπόμνηση αυτού που έλαβε χώρα: εξέγερση επί των ορίων, μεταξύ βίου και θανάτου, χυμένου αίματος, σωμάτων τα οποία, θεωρήθηκαν, παραπέμποντας και παραφράζοντας την Trinh Minh-ha «ανίδιες/ανιδιοποιημένες» & ανιδιοποιημένοι άλλοι..
Εξέγερση επί ενός ‘καθεστώτος’ της λησμοσύνης.. Τα σώματα επανεγγράφουν τη λέξη και τον λόγο. ‘Μεταγράφουν’ τις συνηχήσεις της γλώσσας σε συμβολική αντιστροφή: το κάγκελο δύναται να καταστεί «σύνορο» και να ‘απεδαφικοποιηθεί’, να επιστραφεί ως αίμα και ως επιτάχυνση, ως ‘έρωτας’ με το άλλο αναγκαίο.
Ο ποιητής επιχειρεί μία «δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου», μία ‘δοκιμή αδόκιμη’, ενσώματη, που τίθεται με τους όρους της απορίας και της κατάφασης, της «εύφορης» ερωτικής πράξης & μνήμης.. Η αντίσταση των φοιτητών επενεργεί στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου ως έναυσμα συνάρθρωση της ποιητικής ιδιωτικότητας-φοράς με την δημόσια-συλλογική πράξη.. Με το σώμα και το αίμα επί των κυκλικών σημάνσεων της δικτατορίας..
Τα ‘θρυμματισμένα’ σώματα φέρουν την σημαία.. Ποια δύναται να είναι η αιμάτινη σημαία; Ο δρόμος που επαναφέρουν τα σώματα, οι φωνές που αναπαράγουν την έκκληση ή τις εκκλήσεις, η επικουρία ενώπιον του καθημερινού θανάτου.. Επρόκειτο για την απτή τομή επί του συμβόλου, για το απτό που επιτελείται εκείνη την «ανοίκεια» νύχτα.. Ο ‘μύθος’ συνιστά τον άλλο ‘θρυμματισμό’ του σώματος. Ο ποιητής εγκαλεί την στρατιωτική δικτατορία της «επανεφεύρεσης» του συμβολικού..
Όπως τονίζει ο Γιάννης Ρίτσος: «Αυτοί που λέγαν περιληπτικά δόξα ή εξέγερση ή θυσία μια μέρα τόσο διάφανη σα να μην είχε γίνει τίποτε αξιοκατάκριτο την προηγούμενη νύχτα λίγο πιο πέρα ακουγόντανε κιόλας τα ζήτω αλλάζανε χρώματα τα τζάμια το κόκκινο κυριαρχούσε η μουσική γυρνούσε αλλού ψηλά σκαμνιά μέναν άδεια τα παράθυρα μεταποιούνταν σε πόρτες έλεγε θα βγω κ’ έβγαινε στον ουρανό με μεγάλη ευκολία προπάντων με πλήρη φυσικότητα ύστερα πάλι τα παράθυρα γίνονταν παράθυρα πιο στενά από πριν πιο κλειστά ύστερα μόνο τοίχος ύστερα καρφιά στον τοίχο άπλυτα πουκάμισα κρεμασμένα στα καρφιά εδώ θα μείνουμε λοιπόν εδώ θα τριγυρνάμε είχε ρωτήσει το μόνο που μάζεψε μιαν ανθοδέσμη που έπεσε με θόρυβο στο φως άσπρα λουλούδια κανένα δεν είχε ξεφύγει απ’ το βρεγμένο σπάγγο φέραν τη γυάλα βγάλαν το χρυσόψαρο ήπιαν το νερό απ’ την απέναντι πολυκατοικία κουνούσαν τις πετσέτες σα να ξεσκόνιζαν μιαν ανύπαρχτη λάμπα κανένας δεν έχει διόλου διάθεση όταν πέφτει το βράδι όπως ένα κομμένο χέρι μέσα στο φευγαλέο προβολέα της πυροσβεστικής υπηρεσίας η πολιτεία συνειδητοποιείται στην άκρη του καπνού με τα καμένο δοκάρια παράξενα κίνητρα δημιουργούν απροσδόκητες καταστάσεις όπως τα πάμπολλα στεφάνια στα προπύλαια του νεκροταφείου όπως ένα γυάλινο φέρετρο που σηκώνεται όρθιο και περπατάει μαζί με τις σημαίες κι ο νεκρός ανεβαίνει τις κερκίδες τυλιγμένος με καλώδια και ζήτω».
Το ποιητικό πράττειν του Γιάννη Ρίτσου εντάσσει και απεντάσσει, διαχέεται στο χώρο, σε μία Αθήνα των εκροών, προσλαμβάνει την ‘αρχιτεκτονική’ της παράθεσης σωμάτων που αναπαριστούν όχι το ιδανικό, αλλά μία νεότητα και μη που δρα με τους όρους των σιωπηλών και έντονων επινοήσεων του στοχαστικού και του παρορμητικού.. Που βρίσκονται τα ‘ζήτω’; Στο τώρα και στο χθες, στον ‘μύθο’ και στο ‘τίποτα΄.. Τα σώματα των φοιτητών διεκδικούν το ίδιο το αύριο καθώς και τον Μπενγιαμικό ‘χρόνο του τώρα’..
1. Ένα συμβολικό όσο και πρακτικό-πολιτικό ‘καθεστώς ιστορικότητας’ του Sahlins.
2. Αναφέρεται στο, Αθανασίου Αθηνά, ‘Μεταξύ τεράτων και συμβάντων: Τεχνολογίες του έμφυλου σώματος, αναπλαισιώσεις του ανθρώπινου, στο Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Zωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική’, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 177.
3. Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το σώμα και το αίμα’ (Ακόμη μία δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου), Ποιητική συλλογή ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 349.