Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ένας ποιητής για τον οποίο έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά για το ποιητικό του έργο, την ποιητική του πράξη που είναι μία λειτουργία καθημερινή, μία πραγματολογική παρουσία, μία ιστορία εν τω γίγνεσθαι, μία “δομή” που θαρρείς πως κινείται από τα “καύσιμα” υλικά ενός θανάτου διαπεραστικού & μίας ελπίδας-φυγής “φορτισμένης”.. Και εντός της ποιητικής του σφαίρας, αναδύεται ο “Επιτάφιος”, ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα λαϊκής ποίησης και των δυνατοτήτων της ποίησης στον 20ο αιώνα.. Ένα ποιητικό έργο που “συλλαμβάνει” το κοινωνικό για να το αποδώσει την ίδια στιγμή ως παγκόσμιο, οικουμενικό..
Ο ρυθμός του ομοιοκατάληκτου στίχου, η παρένθεση-ίδια διαμεσολάβηση
του μανιάτικου θρήνου (τα προσωπικά νάματα του ποιητή), η μάνα προς
το γιο, το μοιρολόϊ που στέκει ατελεύτητο, η ουσία που μετασχηματίζεται
σε γνώση, σε αρθρωμένη ποιητική υπόσταση-δράση.
Επρόκειτο για την ποιητική της επιτέλεσης, για την εικόνα (της μάνας που
θρηνεί τον νεκρό αυτοκινητιστή Τάσο Τούση), του θρήνου που
εγκολπώνεται την ποιητική δυναμική, για έναν ποιητή που όντας
άρρωστος από φυματίωση και σε κατάσταση “αποσύνθεσης”, προσθέτει το
αίμα δίπλα στη γλώσσα, στη λέξη, στην υπαρκτή κοινωνικότητα, στους
διάστικτους συμβολισμούς..
Και το αποτέλεσμα; Μία ποίηση λαϊκή και πρισματική ταυτόχρονα, η
αναπαράσταση του σκοτωμένου γιου και της μάνας εμπρός και από πάνω
του, μίας μάνας που “πεθαίνει” και “αναγεννιέται” κάθε στιγμή, σε κάθε
λέξη, σε κάθε μικρή και μεγάλη παραπομπή, σε κάθε έγκληση της
θύμησης-μνήμης.. Και από τώρα και στο εξής η μάνα-γη, η μάνα-πεδίο,
που συγκροτεί μία ταυτότητα και έναν “ιδιαίτερο” κόσμο, ένα “ειδικό” πεδίο
για να θρηνήσει το γιο της..
Εκεί, στη Θεσσαλονίκη του 1936, των λαϊκών-εργατικών αγώνων και
διεκδικήσεων..
Ο ποιητής όμως δεν στέκει μόνο στις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές
προεκτάσεις. Αναπλάθει την ιστορία ως χορεία δύο προσώπων (μέσα στο
πλήθος), ως “τροφή” του ενός από τον άλλο, ως σαρκική συνθήκη, ωσάν
ερωτική, που εκπορεύεται από τη μήτρα & εκβάλλει: στη διαβίωση, στη
διαχείριση, στο θάνατο (πρώτα του γιου, ως ανατροπή της “φυσικής”
φοράς των πραγμάτων), στη δράση. Μάνα και γιος εναλλάσσουν «ρόλους»
μπροστά στο «προσωπείο» του νεκρού. Και ο ποιητής θέλει τη μάνα να
«συνομιλεί» με την προσωπική (και αθέατη πλευρά) της ιστορίας της, με
το ηθικό ‘βάρος’ που ενέχει ο γιος της, με την «θωράκιση» του από τα
πρώτα «σημάδια» του καιρού. Η φυσικότητα του ‘Επιτάφιου’ είναι τόσο
διάστικτη, που γίνεται οικεία, που είναι οικεία που εγγράφεται στην
κλίμακα του αναγνώστη.
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν “ανασυγκροτεί” τη μάνα του “Επιτάφιου” ως πρωτεϊκό
σύμβολο της αιώνιας μάνας που στέργει και θρηνεί το νεκρό παιδί της..
Κατά τη διάρκεια του ποιητικού λόγου τη “γεμίζει” ενοχές, κρίσεις, την
καθιστά υπερ-δοτική, πρόσωπο που “πεθαίνει” και “αναγεννάται” την
κρίσιμη στιγμή, (που “σπάει” τα δεσμά), μέσα από προσωπικές και
κοινωνικές στιγμές, μέσα από τη δυσκολία μίας γλώσσας που πενθεί αλλά
και διαφαίνεται ως επιθυμία.. Μάνα που μετατοπίζεται από τον έναν γιο,
στους πολλούς, στην πληθυντική μετωνυμία του μονάκριβου της παιδιού..
Ο ποιητής συνθέτει μία ποίηση βαθιά σωματική, γυναικεία, της γυναίκας-
μάνας η οποία γνωρίζει να αποδίδει δικαιοσύνη εντός θρήνου, εντός
προσμείξεων και αντιθετικών κινήσεων που πέφτουν κατά ριπάς..
Ο ποιητής “συλλαμβάνει” την εννοιολογική απόδοση της νέας γυναικείας
ταυτότητας, της γυναίκας που μεταξύ θρήνου & πόθου, τρυφερότητας &
τραχύτητας, συμπυκνώνει τα σωματικά όρια, (και το πως το σώμα
αντιπαρατίθεται στην κρατική εξουσία), την έννοια του τύποις ανέφικτου,
την πρόσδεση σε αυτό που λαμβάνει η μάνα: είτε λέξη είτε ντουφέκι στο
τέλος του ποιήματος, ο δρόμος ανοίγει και δείχνει μπροστά, σε
ενδεχόμενα, σε επανεγγραφές, σε παιδιά και σε ποιήματα που
επωάζονται..
Ο “Επιτάφιος” δεν είναι απλά και μόνο ο τυπικός θρήνος, συνιστά και τον
καμβά των “αστήρικτων” βιωμάτων, της εκροής, της ανταπόδοσης..
Ο δολοφονημένος γιος δεν κερδίζει μόνο τον μητρικό θρήνο που
δικαιούται, κερδίζει εκ νέου τη μάνα του, τη μορφή της.. Και η μάνα,
λαμβάνει το αντίδωρο του: στους πολλούς γιους, στο όπλο του που θα
“γεμίσει”, τη δική της αταξία.. Ο “Επιτάφιος” είναι ποίηση-“λάβα”, γραφή
πνοής, ρυθμός ένρινος, άξιος, η αποκρυστάλλωση πολλών ποιητικών
τροπικοτήτων, μουσική που ακούγεται (και στη μελοποίηση του από τον
Μίκη Θεοδωράκη, με το βάρος της ερμηνείας του Γρηγόρη Μπιθικώτση)..
Ο ‘Επιτάφιος’ συνιστά τη συμπύκνωση ή την εγκόλπωση της λαϊκότητας-
προφορικότητας εντός ποιητικού χώρου, προσδιορίζει την ίδια
πρωταρχική καταγωγή της ποίησης, ‘ενσαρκώνει’ έναν μητριαρχικό-
γυναικείο δυναμισμό. Όπως αναφέρει και ο Σάββας Μιχαήλ: «Η Ποίηση
είναι πράξη. Και ο ‘Επιτάφιος’ αποτελεί μείζονα Πράξη μέσα στην
ιστορία.
Γιόκα μου, το φρυδάκι σου τι σούφρωσες, για πε μου, μήπως
κακοκαρδίστηκες που φεύγω σου, καλέ μου..1
1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Επιτάφιος’, Κέδρος, Αθήνα, 1981, σελ.24.