«διαβάζω ανάποδα τις λέξεις βρίσκω το σωστό νόημα τους παίρνω το μαυροπίνακα κάτω απ’ τη μασκάλη μου φεύγω ο τρίφτης κατρακυλάει στη σκάλα τρέχουν οι αρουραίοι γκρούχ είπε ντβέρτζ είπε» (Ρίτσος Γιάννης ‘το τερατώδες Αριστούργημα’).
Το 1977 ο Γιάννης Ρίτσος ‘συνθέτει’ την ποιητική συλλογή ‘Το Τερατώδες Αριστούργημα‘,[1] βαθιά προσωπικό, εξομολογητικό & λυτρωτικό για τον ίδιο τον ποιητή. Οι βιωματικές αναφορές-μνήμες ενσωματώνονται οργανικά στο όλο πλαίσιο του ποιήματος, τα ‘σκέλη’ του οποίου διαπερνούν και ‘ρηγματώνουν’ τα πολλά και ‘βιασμένα’ σώματα, ‘αφαιρούν’ την ύλη της ‘ενιαίας (και μονολιθικής) δομής προσιδιάζοντας στην ποίηση του τόπου που κατοικείται, στην ποίηση του παρόντος και του απόντος χρόνου: ιστορία & αίμα. ‘Η ιστορία και το αίμα που διαπερνούν το ίδιο το σώμα του ποιητή.
Με αυτόν τον τρόπο, στο ποίημα, (μία αλληλουχία επεισοδίων-αναφορών που κορυφώνονται διαρκώς, δίχως ούτε ένα κόμμα, σαν μία ιστορία που δεν θα επαναληφθεί ξανά, ‘αθέατη’ και τόσο ορατή), ‘χωρά’ την υποδόρια αποστροφή για πράγματα που πληγώνουν, τον ατομικό προσδιορισμό μέσα στο πεδίο των συμβάντων, την ‘ανάταση’ μπροστά στη θέαση της ιστορικής ενδεχομενικότητας, την άρθρωση των ψηφίδων που συγκροτούν την ιστορία του εργατικού κινήματος μίας συγκεκριμένης περιόδου), τη διάστικτη και ‘σαρκώδη αίσθηση του αγγίγματος, της θνητής (όσο και ανιδιοτελούς, ‘μυθικά’ αγαλματένιας για τον ποιητή), σάρκας-γυμνότητας-στιλπνότητας.
Η ιστορία περνά δίχως να ‘κατοικηθεί’ εν όλω. Και το αίμα που χύθηκε, θάνατος & ‘κειμήλιο’ μαζί, χώμα & λέξη, ιστορία & σκοπός. Και εντός ενός ποιητικού ‘χωρίου’, μίας εναλλαγής στιγμών που διακόπτονται & εκκινούν ταυτόχρονα, ο Γιάννης Ρίτσος, ενθυλακώνει (‘εδαφικοποιεί σε ένα ‘έδαφος’ καθόλα επικίνδυνο), πρόσωπα και υπάρξεις, που, από κοινού, συναρθρώνουν την αγωνιώδη ζωή του και την ποιητική του ‘κοινωνία’. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, συγκροτούν τη δική του ιστορία που καταγράφεται με ένα ΄βίαιο’ χτύπημα σε μία καθεαυτό κλασική λεξικολογική ‘πειθαρχία’. Ο ποιητής αφήνεται. Το φάσμα, το ‘ολόγραμμα’ της ποίησης μπροστά του: μνήμη μίας άλλοτε αθώας και άλλοτε σκληρής παιδικότητας, το ‘τραύμα’ της θρηνητικής αυτο-αναφορικότητας (το ίδιο το ‘τραύμα’ της τρέλας-θανάτου-απώλειας), ο μνημειώδης απολογισμός της δράσης ενός κινήματος, οι στιγμές της ‘άνωθεν’ συμμόρφωσης, οι αναφορές στα ενεργά πεδία των άλλων.
Ο ποιητικός τρόπος του Γιάννη Ρίτσου διεμβολίζει τις απανταχού βεβαιότητες για να «ανοιχθεί» σε διάφορους τρόπους, αφηγήσεις, που δεν καταλήγουν αλλά εκκινούν στο ‘τερατώδες αριστούργημα’, το οποίο και εξελίσσεται υπό τους ρυθμούς μίας μη-διακοπτόμενης ‘ροής’, αποκαλύπτοντας κάτι περισσότερο από το απλά ορατό και συμβολικό. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι αρθρώνει την ποίηση ως πράξη ‘άγρια’ & έσχατη, ως πράξη (του αστάθμητου έρωτα) απόλυτη που εισχωρεί στα ανθρώπινα σώματα για να το προσδώσει την ιδεολογία της κινητικότητας.
Διότι ποιο είναι το όριο της γενετήσιας (ερωτικής) πράξης; Το γεγονός πως αίρει το όριο των σωμάτων που τέμνονται, που αλλάζουν πάνω στην πράξη, που «μετασχηματίζονται» σε ποίηση. Το ‘αριστούργημα’ είναι ‘τερατώδες’ διότι μπροστά στη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ελπίζει στην ‘ανάσταση (με όρους αφύπνισης & συντροφικής συν-ύπαρξης) των συνειδήσεων.
Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ανατρέποντας τους κανόνες της ποιητικής φόρμας, αναζητά τοπόσημα εννοιών-μηνυμάτων, συναρθρώνει τις άλλοτε διακοπτόμενες (βιοπολιτικά) και άλλοτε ρέουσες αναφορές, συγκροτεί ‘τερατώδη αριστουργήματα’ λιτά, περιεχομενικά, και καθεαυτό ανθρωπολογικά, προοικονομώντας όχι εξελίξεις, αλλά ανάγκες. Σε κάθε στροφή, και μία ‘άφεση’, μία απόσπαση, μία «εδαφικοποίηση» προσώπων και προσωπικών-συλλογικών θρήνων.
Και εγγράφει ο ποιητής: αίμα & μνήμη, σώμα του ‘πολιορκημένου’ εαυτού (που δέχεται τις «σφαίρες» της ιστορίας, «διευρύνεται» για να χωρέσει και άλλους νεκρούς), εντός ποίησης, σώμα του ‘απελεύθερου’ ποιητικού υποκειμένου.
«Κ’ είπα να μην ξεχάσω να βάλω μαζί με τους ανεμοδείχτες κι ομοιοκαταληξίες και να βάλω στο ψυγείο τα λαμαρινένια κοκόρια χωρίς να τα μαδήσω εκείνα λέω τα κοκόρια πλάϊ στο κουτί το φρέσκο βούτυρο για να διατηρήσω κάτι από το νεοκλασικό ρυθμό των ωραίων κατεδαφιζόμενων σπιτιών της παλιάς Αθήνας όπως έκανε κι ο Τσαρούχης στις ζωγραφιές του με τις γύψινες Καρυάτιδες που φορούσαν κόκκινα τσαρούχια κι ο ένας ναύτης έμπαινε μέσα κι ο άλλος στεκόταν στη μεγάλη τζαμόπορτα κι άναψε με το σπίρτο το τσιγάρο του και το φεγγάρι κ’ η ταπεινοσύνη μου φούσκωνε σα γαλοπούλα παραγεμιστή με κάστανα παραμονή Χριστουγέννων»..[2]
Για να εξέλθει απελευθερωμένος, ποιητής που λυτρώνει & λυτρώνεται, που υπερβαίνει δεσμά, που επανεγγράφει εγκλήσεις χαμένες, που ‘αποϊεροποιεί’ τον έρωτα τον τελειωτικό σε όλες του τις εκφάνσεις, τον έρωτα που τον ονοματίζει, τον καθιστά πλαίσιο ποίησης, πλαίσιο διαπλάτυνσης ‘ζωώδους’ ορμητικότητας του σώματος που ‘λέει’ και ‘προφέρει’. Με τα λόγια της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: ”Τι άδειο που είναι το σώμα χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς’..[3]
Επρόκειτο για μία κομβική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής ποίησης καθότι ‘το τερατώδες Αριστούργημα’ πρώτα αντίστροφα, αρχέγονα, απότομα, «εδαφικοποιεί» και μετά «εδαφικοποιείται». Συμβαίνει & συγκροτείται ως η στιγμή του ποιητή μπροστά σε έναν «σπασμένο» καθρέφτη, αποτελώντας το «είδωλο» της φωνής του: της γραφής που δε γίνεται απλά, είναι σκοπός και στόχος ζωής & καταγραφής.
‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ η ‘αντήχηση’ της αρχέγονης καταγωγής: ”Κ’ είδα και φωτογράφησα και μίλησα και μίλησα μέθυσα με τις λέξεις σπάω τα ποτήρια τραγουδάω μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα.
Στο ‘Τερατώδες Αριστούργημα’ του Γιάννη Ρίτσου αποκρυσταλλώνεται η έννοια της ποιητικής ‘ισχύος’. Κι αυτή η ‘ισχύς’ αντλείται από τον ‘έκκεντρο’ ποιητή, ο λόγος του οποίου, διαμέσου μίας ‘δραματικής’ αποσπασματικότητας, κατευθύνεται προς δια-κειμενικές & δι-ανθρώπινες στοιχίσεις, προς την ‘επικράτεια’ του υπαρκτής αποτύπωσης, συγκροτώντας μία ισχύ δεδομένη, ‘λογική’ & ‘παράλογη’, μία ισχύ που δομείται με όρους ‘αταξίας’, με όρους με όρους επανεγγραφής μίας συντροφικότητας, ‘μυθικής’ όσο και λαϊκής, φανερά ερωτικής και ορμητικής.
‘Το Τερατώδες Αριστούργημα’ ομνύει σε έναν παράλληλο κύκλο ‘μικρών’ προσώπων. Ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου από τα ‘Χάρτινα ΙΙ’, προσδιορίζει: ”Αυτός που έδωσε το ποτήρι του στο άγαλμα αυτός με τη γλάστρα στο διάδρομο αυτός με το εικόνισμα αυτός με τα δεκανίκια ένα καλάθι ραδίκια στο παράθυρο εμείς με το σπάγκο στα μαλλιά κι ένα ταμπούρλο στο πηγάδι..”[4] Αυτός που παίζει στο δικό του θέατρο δίχως να είναι ηθοποιός, παρά μόνο αντηχείο λέξεων, κατασκευών, κινήσεων, «ψηφίδα» μέσα στις πτυχώσεις του γίγνεσθαι.
Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ συνιστά τη δική του προσωπική μνήμη & ιστορία, το έσχατο σημείο του δίχως εμφανή απόληξη και όμως διακλαδωμένο στο έπακρο, που δεν το παραχωρεί έναντι φθηνού αντιτίμου. Και το αντίτιμο είναι ιδιαίτερο: «γυμνότητα» μπροστά στην ποίηση. «Γυμνότητα» και «άνοιγμα» ταυτόχρονα σε έννοιες που μεταβάλλονται στο κάτι & στο αυτό που δεν περιλαμβάνει απλά, αλλά και δεικνύει «διαβρωτικά» και «αλλοιωτικά». Το ‘τερατώδες Αριστούργημα’ ανάγονται σε μία οργιώδη συνάφεια μύθους και μνήμης, ιδεολογικής σταθερότητας και ‘αστάθειας’ παλινδρόμησης μόνο εντός (και στο πολύπλοκο εύρος) της ποίησης. Που είναι δική του, αυτόνομη & ανοιχτή στον τρόπο που ονοματίζεις τα πράγματα: ‘διάρρηξη’..
Με την τοπολογία που ενέχει κύκλους μίας άρνησης δια και μέσω της ποίησης που προσδιορίζει και ανακύπτει συνεχώς ως «ζιζάνιο»: «είσαι αυθαίρετος μουπε είμαι τουπα κυπαρίσσι μου είπε μπερμπάντη του είπα και τουστρέψα κι απ’ την άλλη μεριά την παρειά μου και τότε φωνάξαμε μαζί κ’ οι δυο γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων και δεύτερη φορά πιο δυνατά γιουχα και πάλε γιουχα των πατρίδων κ’ ήρθαν οι κωπηλάτες μουσκεμένοι θάλασσα και στάθηκαν στην πόρτα»..[5]
[1] O τίτλος εν πολλοίς συνιστά κάτι το αμφίσημο και το αντιφατικό. ‘Αριστούργημα’ και ‘τερατώδες’, ‘τερατώδες’ και ‘αριστούργημα’, παραπέμποντας στον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πορτογάλου Φερνάντο Πεσσόα. Η πρόσμειξη ήθους και ουσίας, η διφυής ιδιότητα προσδιορίζει τον ‘αναρχικό τραπεζίτη’ του Πεσσόα, ο οποίος ενώ αντικειμενικά συσσωρεύει, υποκειμενικά αίρει, καθίσταται ενσυνείδητα ‘νόμιμος’ & ‘παράνομος’ ταυτόχρονα. Στο ‘τερατώδες Αριστούργημα’ η ίδια η αντινομία του τίτλου οδηγεί στο περιεχόμενο του ποιήματος, όπου το κλασικό & καινοτόμο στοιχείο, το μερικό & όλο συναρθρώνονται σε μία κατεξοχήν συνθήκη «απειθάρχητης» ροής, ποίησης που είτε ελίσσεται είτε ευθυγραμμίζει, δεν παύει να είναι το ίδιο το ‘τερατώδες Αριστούργημα’, το ‘αριστούργημα’ της εποχής των ‘τερατωδών’ παραμορφώσεων.
[2] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Το τερατώδες Αριστούργημα’ (Απομνημονεύματα ενός ήσυχου ανθρώπου που δεν ήξερε τίποτα), Ποιητική συλλογή ‘Γίγνεσθαι’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 386-387.
[3] Βλέπε σχετικά, Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, ‘Μετά τα λουλούδια’, Ποιητική Συλλογή, ‘Ωραία έρημος η σάρκα’, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1997, σελ. 18.
[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, Χάρτινα ΙΙ, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ. 202.
[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ. 366.