«Τι ναν το κάνεις το έρημο φανάρι; Τι να δεις; Σπηλιές σπηλιές τα κύματα, ψυχές να
καταπίνουμε; Πεντάλφες-αστροπέλεκα, κομμένα, πυρωμένα σύρματα μέσα στα
σύγνεφα, πόλεμους, σκοτωμούς και στέρησες». (Γιάννης Ρίτσος, ‘Οι γερόντισσες κι η
θάλασσα’).
Ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του ‘οι γερόντισσες κι η θάλασσα’ διεισδύει στο πεδίο της
συγκρότησης ολοκληρωμένων ποιητικών χαρακτήρων. Οι επτά γερόντισσες,
διαθέτοντας πλέον συσσωρευμένη πείρα, ανατέμνουν τη δική τους ζωή, τη δική τους
πορεία στη ζωή, τη δική τους μνήμη. Ο ποιητής δημιουργεί ένα λιτό σκηνικό, εκεί όπου
τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει η θάλασσα, γύρω από την οποία οι
γερόντισσες έστησαν το βιος τους. O Γιάννης Ρίτσος τις προσδίδει τα χαρακτηριστικά
μίας έντονης λαϊκότητας στο λόγο και την εμφάνιση, λαϊκότητα που διαπερνά και
νοηματοδοτεί το ποίημα.
Οι επτά ομοιόμορφα ντυμένες γερόντισσες, σαν σε χορό αρχαίας τραγωδίας,
αφηγούνται τα περασμένα, ανατέμνουν το πεδίο της μνήμης, «συγκροτούν» τη
σταθερή στάση ζωής ως απάντηση στον τωρινό χρόνο, κοιτούν με το βλέμμα
στραμμένο στο κοντινό και επερχόμενο μέλλον, όχι με τον τρόπο της συνταύτισης με
τις προσδοκίες που γεννά και φέρει το μέλλον, αλλά μέσω και δια της συμπερίληψης
του ‘ήρεμου’ θανάτου, ενός θανάτου που αποτελεί «έργο» μίας σταθερής ζωής. Ο
ποιητής εξετάζει παράλληλα τη δική του πορεία στο χώρο και στο χρόνο, το δικό του
υπόκωφο πέρασμα από τη ζωή και τις εκφάνσεις της στην ποίηση ως τρόπο
συμπερίληψης των ανθρώπων, ως τρόπο θέασης του γίγνεσθαι. Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας
ποιητής της εποχής του, τόνισε ιδιαίτερα την αξία της ποίησης σε δύσβατους καιρούς.
«Όλες μαζί: Τα καράβια φύγανε, οι άντρες μας φύγανε, τα παιδιά μας φύγανε-, δεν
ξέρουμε ποιος έφυγε, ποιος έμεινε, δεν ξέρουμε γιατί’ ρθάμε, γιατί μένουμε, γιατί
φεύγουμε, δεν ξέρουμε ποιος πνίγηκε στη θάλασσα, ποιος σκοτώθηκε στο βουνό, τι
απογίνανε οι άλλοι-τσουκνίδες φυτρώσανε στο καύκαλο τους; καβουρομάνες γεννάνε
τ’ αυγά τους στα πλευρά τους;- δεν ξέρουμε· ξεχάσαμε, του σκορπιού το δάγκωμα, το
καρφί στο κούτελο».1
Οι γερόντισσες, μεταξύ παύσης και φωνής, μεταξύ σιωπής και έντασης, αφηγούνται τα
τετελεσμένα με μία νοσταλγία επιστροφής στον γενέθλιο και αρχέγονο μύθο της ζωής:
«δεν ξέρουμε ποιος έφυγε, ποιος έμεινε, δεν ξέρουμε γιατί’ ρθάμε, γιατί μένουμε, γιατί
φεύγουμε», λένε. Είναι αυτή η αμφιβολία, ή ορθότερα μία τύποις γραμμική αφήγηση
που δεν ζητά απάντηση ή απαντήσεις. Τώρα, σε αυτό το πεδίο, σε αυτόν τον ‘χώρο’
σημασία έχουν η αφήγηση και η εξιστόρηση, η αναπαράσταση του μικρού νησιού και
της θάλασσας ως «μήτρες» της απώλειας και της απουσίας αγαπημένων και μη
προσώπων. Και ακριβώς στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου εμφιλοχωρεί η απώλεια,
φυσική-σωματική, η απώλεια ως απομάκρυνση και ως θάνατος.
Ο ποιητής δεν αναζητεί την κάθε φορά σημαντική απάντηση παρά αφήνει τον ποιητικό
του λόγο να ρέει αβίαστα, διατρέχοντας εκείνη την κρίσιμη ισορροπία σιωπής-
αφήγησης μεγάλων-ιστορικών γεγονότων και μικρών πράξεων. Η λυρικότητα της
αφήγησης δίνει τη θέση της σε αυτό που θα ονομάζαμε καθημερινό ρεαλισμό: εκεί
όπου ο Γιάννης Ρίτσος αντλεί έμπνευση από το καθημερινό μίας άλλοτε συμπαγούς
και άλλοτε θρυμματισμένης πορείας, από μικρά αντικείμενα μιας χρήσης, από την έξη
του ανθρώπου που διαβαίνει αποφασισμένος τις πύλες της μακροϊστορίας. Στη Σάμο
της ποιητικής «άνοιξης», η φωνή των γυναικών ακούγεται ως το «αντηχείο» της
συνείδησης που γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ότι ελλοχεύει ο θάνατος.
Κι έρχεται η φωνή τους, η φωνή του ποιητή για να συμπαρασύρει παλαιά πρόσωπα και
μνήμες, φουρτουνιασμένες ιστορίες, πάθη. Γιατί η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου
διακρίνεται για την ταυτοτική της σύνδεση με τις καθημερινές «μικροαγωνίες», η
πραγμάτωση της επιτελείται καθολικά, συμπυκνωμένα.
Στην ποίηση του, ο καθημερινός ρεαλισμός προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά της
συμπύκνωσης μίας συγκεκριμένης στάσης ζωής, επανεγγράφοντας και τις όρους ενός
διαρκούς επαναπροσδιορισμού της θέσης της ποίησης. Αυτός ο καθημερινός
ρεαλισμός είναι ιδιαίτερα έντονος και διάχυτος στο ποίημα του ‘οι γερόντισσες κι η
θάλασσα’. Οι γερόντισσες του Γιάννη Ρίτσου, σύνθετες και πολλαπλές φιγούρες, δεν
αντιμετωπίζουν το τραύμα της απώλειας «βουβά», καθηλωμένες στη στατικότητα που
γεννά η χρονική απόσταση.
Αντιθέτως, όλες μαζί και η καθεμία ξεχωριστά, ρίχνουν «αλάτι στην πηγή»,
ανασυγκροτούν τη μεγάλη εικόνα της οικογενειακής εστίας η οποία δεν έχει ως
συμβολικό επίκεντρο τον οίκο, αλλά τη θάλασσα που προσφέρει ζωή και θάνατο,
εγγράφουν στη μνήμη τους έναν έρωτα λιτό, άγριο και «σακατεμένο», επιτελούν
λειτουργίες μητρικής αναπαραγωγής, ανασυγκροτούν το κατακερματισμένο επίδικο:
δεν είναι η απλή επίκληση στην πρότερη και «συμμαζεμένη» ευτυχία, αλλά η
μνημονική υπόμνηση του πόνου που «γεννάται» από τη σταδιακή ευτυχία, η
υπόμνηση της αποδόμησης και της εκ νέου ανασυγκρότησης της ταυτότητας, η
υπόμνηση ενός διαρκούς χρέους προς ότι νοείται και ορίζεται ως παράδοση του τόπου,
πέρα και πάνω από τις όψεις μίας «ξεφτισμένης» εποχής.
Σε αυτή την περίπτωση, συντελείται μία αναπαράσταση του τοπίου: ο ποιητής, δίδει
στις γερόντισσες τα «εργαλεία» μίας σταδιακής και βαθμιαίας αντιστροφής της
τρέχουσας ροής. Οι γερόντισσες προχωρούν μαζί με την ιστορία, την αναπλάθουν και
την ανανοηματοδοτούν διαρκώς, χωρίς να της στερούν την ουσία της: πείνα και
πόλεμος, ελπίδα και μεταβολή, ηρωισμός και επικές πράξεις.
Πλέον, η θάλασσα μετασχηματίζεται σε έργο της συνένωσης ατομικοτήτων (επτά
γερόντισσες) και σε λόγο που δεν αναπολεί (απλά) νοσταλγικά, αλλά εγγράφει τις
τωρινές σημάνσεις της ιστορίας που διηγούνται οι γερόντισσες στο ‘πεδίο’ της
πολλαπλά σκεπτόμενης ποίησης, εκεί που οι «λέξεις πρέπει να καρφώνονται σαν
πρόκες», όπως θα έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
«Όλες μαζί: Κι αχ, τώρα μείναμε δωνάς να μασουλάμε με τα γυμνά μας ούλα το σάλιο
μας κι ουδέ μοιριολογάμε, ουδέ βαρυγκομάμε- ξεχασμένες απ’ το θάνατο-έρημες,
έρημες, και το σαγόνι μας τρεμάμενο κρέμεται πάνου απ’ τη ζωή σα μια ξεκολλημένη
πέτρα πάνου απ’ το πηγάδι».2
Δίχως να αίρουν τα στοιχεία εκείνα που τις συγκροτούν και τις συγκρατούν ταυτόχρονα
‘ταυτοτικά’, οι γερόντισσες πλοηγούν το λόγο τους τμηματικά, δίχως την ανασφάλεια
που «γεννά» η φυγή, δίχως την εικόνα της λύπης. Στέκονται εκεί, στο μεταίχμιο μεταξύ
φωτός και αβύσσου, αιωρούμενες στο κενό, υπενθυμίζοντας το σημαίνον που
«παράγει» η ποίηση: τη χαρτογράφηση της ολότητας, την κάλυψη του «κενού». Κι
αυτό ακριβώς κάνει η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, λιτή μέσα στην ολότητα της, με
διαρκείς στιγμές έντασης, κορύφωσης και συμπύκνωσης των νοημάτων.
1 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Οι γερόντισσες κι η θάλασσα’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989,
σελ.12.
2 Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Οι γερόντισσες κι η θάλασσα…ό.π, σελ. 21.