(Από το περιοδικό “Εμβόλιμον”, τεύχος 73-74)
Στο δεύτερο μέρος της Ορέστειας, κορυφαίας τριλογίας του Αισχύλου, που φέρει τον τίτλο Χοηφόροι, η Ηλέκτρα είναι ένα από τα πρόσωπα του δράματος. Στο έργο αυτό δεν δίνεται απλώς βαρύτητα στην πράξη εκδίκησης ενός ατόμου, αλλά σκιαγραφείται μια κοσμική σύγκρουση και φωτίζεται η μοναδικότητα της αισχύλειας τραγωδίας[1]. Όπως αναφέρει ο Lesky, έγκλημα και τιμωρία διαδέχονται μοιραία το ένα το άλλο, δημιουργώντας μιαν αλυσίδα, που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει το τέλος της[2], αναπόσπαστο μέλος της οποίας αναμφίλεκτα αποτελεί και η Ηλέκτρα. Ο μύθος της αξιοποιήθηκε και από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές της αρχαιότητας, που φρόντισαν διαφοροποιώντας την εικόνα της να αποτυπώσουν ο καθένας το δικό του ξεχωριστό στίγμα.
Επιπρόσθετα, η συγκεκριμένη ηρωίδα καθώς και η μυθική οικογένεια των Ατρειδών στην οποία ανήκει κινητοποίησαν το ενδιαφέρον και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για νεότερους δημιουργούς εντός και εκτός ελλαδικού χώρου[3]. Παρατηρείται πως σε κάθε ευρωπαϊκή λογοτεχνία λειτουργώντας ως πρότυπα είναι παρόντες ήρωες της ελληνικής μυθολογίας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των οποίων ποικίλλουν ανάλογα με τις εποχές και τους συγγραφείς. Συνεπώς, το ανάστημά τους παραμένει ίδιο και αυτό που ενσαρκώνουν δεν αλλοιώνεται, επειδή η ακτινοβολία τους εξακολουθεί να εκπέμπει την ίδια λάμψη[4].
Ο Αισχύλος παρουσιάζει την ηρωίδα του με τέτοιο τρόπο, ώστε, ενώ φαίνεται αδύναμη και απροστάτευτη, αποτελεί μοχλό ψυχικής δραστηριοποίησης και φορέα ενδυνάμωσης του αδερφού της, του Ορέστη, για να εκδικηθεί εκείνος τον φόνο του πατέρα τους Αγαμέμνονα από την ίδια τους τη μητέρα και τον εραστή της. Η Ηλέκτρα είναι μια πριγκίπισσα δούλη[5], που υπακούει στις εντολές της Κλυταιμνήστρας. Κλαίει ασυγκράτητα στα κρυφά χωρίς δύναμη να παραπονεθεί για τη μοίρα της, μια και δεν της δίνεται σημασία (ἄτιμος, οὐδὲν ἀξία στ.445). Μέσα από το μοιρολόι και τον θρήνο πιστεύει ότι αντιστέκεται. Όλα αυτά, όμως, τα ζει με τη φαντασία της, έχοντας χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Βιώνει ένα απαγορευμένο πένθος, το οποίο φαίνεται πως έχει αποδεχθεί, ένα πένθος που της ταιριάζει. Αισθάνεται περισσότερο αιχμάλωτη από τις Τρωαδίτισσες σκλάβες που αποτελούν τη συνοδεία της και τον Χορό της τραγωδίας. Υποδουλωμένη στις βουλές της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, η ίδια μοιάζει άβουλη, αφού φτάνει στην απόλυτη ταπείνωση και τον εξευτελισμό, όταν ρωτάει τον Χορό για τη δέουσα στάση αναφορικά με τις προσφερόμενες προς τον νεκρό πατέρα της χοές. Στη σύντομη στιχομυθία της με την κορυφαία ακούει αυτό ακριβώς που θέλει, πως οι χοές πρέπει να έχουν σχέση με εκείνον που έμεινε πιστός και εκείνον που φέρνει εκδίκηση (στ.106-123) [6] .
Βέβαια, στο θολωμένο της μυαλό αδυνατεί να συνδέσει αρχικά το πρόσωπο του αδερφού της με εκείνο του πανίσχυρου εκδικητή που θα αποκαταστήσει τη διασαλευμένη τάξη. Αρχικά, εύχεται απλώς την επιστροφή του Ορέστη, ώστε να απαλλαγεί από τα δεινά της κι ούτε που σκέφτεται να αναλάβει η ίδια πρωτοβουλία και δράση[7]. Πείθεται σταδιακά από τις Χοηφόρους να τον θεωρήσει εκδικητή. Ακόμη και κατά την σε κλιμακούμενους αναβαθμούς διαδικασία της αναγνώρισης με τα τρία σημάδια, μετεωρίζεται ανάμεσα στην αμφιβολία και την ελπίδα και η ασυγκράτητη χαρά της μετατρέπεται διαρκώς σε αναστολή και δισταγμό, εξαιρετική συγκίνηση, αγωνία, φόβο και ταραχή, συναισθήματα που της φέρνουν δάκρυα (στ. 168-211)[8]. Μετά την αναγνώριση ζητούν μαζί με τον Ορέστη από το πνεύμα του Αγαμέμνονα να συνδράμει στο δύσκολο έργο της εκδίκησης. Είναι ξεκάθαρο πως λατρεύει τον πατέρα της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται στον κάτω κόσμο. Η επικοινωνία με τον νεκρό την ενδυναμώνει και, ενώ ήταν διστακτική κι απολησμονημένη, συμπαραστέκεται στον Ορέστη διατρανώνοντας την παρουσία της και έχοντας πλήρως τη συνείδηση πως είναι κόρη του πατέρα της και ομόκληρη του αδερφού της[9]. Σαν να αποκαθίσταται η θέση και η αξία της. Γι’ αυτό απεκδύεται τον μανδύα της δειλίας και μετατρέπεται σε λύκαινα (στ. 421), μεταμορφώνεται σε Κλυταιμνήστρα.
Η Ηλέκτρα μισεί κατάφορα τη μητέρα της (στ.241) που δεν νοιάστηκε για τα παιδιά της, που ατίμασε την οικογένεια και στέρησε από την κόρη της το δικαίωμα του γάμου. Η ανυμέναιος κόρη δεν θέλει να είναι αποκλεισμένη και απομακρυσμένη σαν επικίνδυνο ζώο, αλλά να αναλάβει τον ρόλο για τον οποίο κάθε γυναίκα θεωρούνταν προορισμένη[10]. Παρότι επιδεικνύει σιγά σιγά δυναμισμό εξυπηρετώντας τις ανάγκες της προόδου του δράματος, δεν λαμβάνει μέρος στην εκτέλεση της μητροκτονίας και αποσύρεται από το πεδίο των εξελίξεων. Εξαφανίζεται εντελώς, σε αντίθεση με ό, τι συμβαίνει στα μεταγενέστερα δράματα με το ίδιο θέμα. Η παρουσία της είναι απαραίτητη αναφορικά με τη δράση που σχετίζεται με τον Ορέστη, ως προς την αναγνώριση και τη λήψη της απόφασης από τη μεριά του. Ο Αισχύλος τοποθετεί τους ανθρώπους του σε καταστάσεις που απαιτούν μια καίρια απόφαση· δεν είναι μαριονέτες στα χέρια των θεών [11]. Αναντίρρητα, ενώ στην αρχή των Χοηφόρων υπάρχει ανάμεσα στον Ορέστη και την αδερφή του μια σχέση σχεδόν διδύμων[12],ο ένας θεωρείται το διπλό του άλλου[13], στην πορεία η Ηλέκτρα συμμορφώνεται με τα δεδομένα της εποχής του δημιουργού της και υπακούει στη θέληση-διαταγή του αδερφού της. Ουσιαστικά, αποτυπώνεται στο πρόσωπό της η υποταγή των γυναικών στην ολοένα αυξανόμενη πολιτική και κοινωνική δύναμη των ανδρών κατά τα χρόνια της δημοκρατικής επανάστασης που βίωσε ο Αισχύλος[14].
Συνακόλουθα, σύμφωνα με τον Brunel, δεσμευμένη από τη μοίρα της που την ήθελε ανθρώπινη κινητήρια δύναμη της μητροκτονίας – η θεία είναι ο Απόλλωνας – και απαλλαγμένη από ένα οδυνηρό συνειδησιακό πρόβλημα, μέσω της αισχύλειας τεχνικής της απομάκρυνσης από τη δράση, η άχρωμη και στερημένη από θείο φως Ηλέκτρα καλείται να διαδραματίσει έναν ρόλο τριών επιπέδων, δύσκολο και διφορούμενο· ρόλο εξαιρετικά ανθρώπινο σε μια υπόθεση θεών, ρόλο ανδρικό που της απαγορεύεται από την κοινωνική της θέση και ρόλο προώθησης, ο οποίος ιδιαίτερα συχνά αποβαίνει απωθητικός [15].
Πάνω από όλα, όμως, ο τραγικός ήρωας είναι ένα σύμβολο που ενσαρκώνει τη μοίρα του ανθρώπου και του επιτρέπει να διερωτάται για την ύπαρξή του[16]. Σε τέτοιο πλαίσιο παριστάνεται η Ηλέκτρα τόσο του Αισχύλου όσο και του Γιάννη Ρίτσου που αξιοποιεί την τραγική μορφή της, για να εκφράσει ποιητικά το υπαρξιακό δράμα και να παρουσιάσει δραματικά βιώματα και διλήμματα του κόσμου και της εποχής του.
Στην πολυπρισματική ποίηση του Ρίτσου η μυθική παρουσία της συγκεκριμένης ηρωίδας αποτέλεσε δημιουργικό ερέθισμα για τον ποιητή και τροφή για σκέψη τόσο για τον μελετητή όσο και για τον αναγνώστη του έργου του. Αγγίζει τη μορφή της, μα και συνοδοιπορεί μαζί της, αφού εκείνη ενυπάρχει έμμεσα και άμεσα σε τέσσερις από τις δεκαεπτά εκπληκτικές συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης[17], στις οποίες θα επικεντρωθεί η παρούσα εργασία: Τὸ νεκρό σπίτι (Σεπτέμβρης 1959), Κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ (Μάης 1960), Ὀρέστης (Ιούνης 1962-Ιούλης 1966) και Χρυσόθεμις (Μάης 1967-Ιούλης 1970) . Στο σημείο αυτό ας σημειωθεί πως και στη σύνθεση που τιτλοφορείται Ἀγαμέμνων (Δεκέμβρης 1966-Οκτώβρης 1970) ο πολέμαρχος, ο Αγαμέμνων, απευθυνόμενος στη σύζυγό του λέει:
Οἱ κόρες μας σὰ χαμένες μοῦ φάνηκαν·– τὸ πρόσεξες;– ἡ μιά τους μοὔπιανε σὰν τυφλὴ μὲς ἀπ’τὰ γένεια τὸ σαγόνι. Καλὰ ἔκανες καὶ τὶς ξαπόστειλες στὰ δωμάτιά τους, –δὲν μποροῦσα νὰ τὶς βλέπω[18].
Ίσως η κόρη που ικετεύει, που μοιάζει να αδυνατεί να πιστέψει την επιστροφή του πατέρα της, που μπορεί και να προσπαθούσε με τις κινήσεις της να τον ενημερώσει και να τον προειδοποιήσει, να είναι η Ηλέκτρα, η οποία με τον τρόπο της δείχνει την απόγνωση και τη δυστυχία της, αλλά η μητέρα της τη διώχνει κακήν κακώς, την ξαποστέλνει και εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στη μητρική επιθυμία. Δεν υπάρχει άλλη σχετική αναφορά στην έκταση της προαναφερθείσας σύνθεσης.
Η Τέταρτη Διάσταση είναι αδιαμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία ποιητικά επιτεύγματα του Ρίτσου. Μέσα από το λεκτικό παιχνίδι με τα πρόσωπα, τους τόπους, τις εποχές και τις καταστάσεις ο ποιητής βλέπει με τα πνευματικά του μάτια τον χρόνο και τον κόσμο ανοίγοντας διάπλατα για τον μυημένο αναγνώστη ένα νέο παράθυρο προσφέροντάς το σαν ένα πέρασμα σε μιαν άλλη διάσταση, μια διάσταση ξεχωριστή. Τα ποιήματα της συλλογής είναι γραμμένα κατά τις δύο τελευταίες φάσεις της δημιουργικής ζωής του Ρίτσου[19] και καταδεικνύουν την πνευματική του ωριμότητα. Διαθέτουν θεατρικότητα, θυμίζουν μονολόγους, παρόλο που υπονοείται η έννοια του διαλόγου, μια και το κεντρικό πρόσωπο απευθύνεται σε ένα άλλο, βουβό, που επέχει θέση ακροατή. Επομένως, θεωρείται πως χαρακτηρίζονται- με ορισμένες εξαιρέσεις- από μιαν υποτυπώδη μορφή θεατρικού διαλόγου[20]. Κυριαρχούν οι αφηρημένες λέξεις, τα ουσιαστικοποιημένα επίθετα, οι συνειρμοί, η αφηγηματικότητα και ο πλάγιος λόγος. Πριν από τον κάθε σχοινοτενή με εξομολογητικό τόνο δραματικό μονόλογο που είναι γραμμένος σε αδέσμευτους, από άποψη μέτρου και ρυθμού, μακρόσυρτους στίχους δίνονται σκηνικές οδηγίες εν είδει προλόγου, ένα κείμενο πεζόμορφο . Παρόμοια είναι και η μορφή του επιλόγου, στοιχεία που, κατά τον Βελουδή, λειτουργούν ως ειρωνική αποστασιοποίηση και διαλεκτική άρση του μονολόγου[21]. Τα προλογικά και επιλογικά αυτά σχεδιάσματα που περικλείονται μέσα σε παρενθέσεις φέρνουν στο νου του αναγνώστη και τη μορφή της αρχαίας τραγωδίας με τον πρόλογο και την έξοδο[22].
Στα περισσότερα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης ο Ρίτσος ανατρέχει στον αρχαίο ελληνικό μύθο, μετασχηματίζοντάς τον και αξιοποιώντας τον με τέτοιον τρόπο, ώστε να προσδώσει τα νοήματα και να διαπεράσει τα μηνύματα που επιθυμεί. Υφαίνει τη σύγχρονη πραγματικότητα, την εποχή του, στον ιστό του μακρινού παρελθόντος ανακατασκευάζοντας το μυθικό πλαίσιο. Ο κύκλος των Ατρειδών αποτελεί πεδίο και στίβο έμπνευσης μα και άντλησης των χαρακτήρων. Τα πρόσωπα-προσωπεία που δανείζεται από τον μύθο ο ποιητής, ακροβατώντας ανάμεσα στην αιχμηρή πραγματικότητα και τη δημιουργική φαντασία, του επιτρέπουν να καταστήσει εμφανή τον έντονο προβληματισμό που τον διακρίνει ξεδιπλώνοντας τις ποικίλες ανησυχίες του με πιο ασφαλή τρόπο, επειδή του προσφέρουν το άλλοθι της μεταμφίεσης ή του άλλου[23]. Η μεταμφίεση αποτελεί αγαπημένη εικόνα του ποιητή και προσφέρει την τεχνική για την εκμετάλλευση του αρχαίου μύθου[24]. Μάλιστα, δεν διστάζει να απομυθοποιήσει τους ήρωες, να τους καταστήσει οικείους κι ανθρώπους του κοντινού περιβάλλοντος[25], μεταπλάθοντας τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά, το πρόσωπο και την ηλικία τους ανάλογα με την ποιητική του επιθυμία και επιδίωξη[26].
Σε ολόκληρο το έργο του Ρίτσου είναι ευκρινής η διάκριση διαφόρων υποστρωμάτων. Στις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης μαζί με το μυθικό συνυπάρχει το αυτοβιογραφικό και το σύγχρονο ιστορικό υπόστρωμα[27]. Χρησιμοποιώντας πλήθος αναχρονιστικών στοιχείων ο ποιητής επεμβαίνει ενσυνείδητα στον μύθο αποσκοπώντας στην «ενεστωποίησή» του και ενοφθαλμίζοντας αυτοβιογραφικά στοιχεία σε ένα μυθικό δέντρο -κατά τον Βελουδή- αφού η ατομική, αυτοβιογραφική μνήμη θα συγχωνευτεί με τη συλλογική, ιστορικομυθική μνήμη[28]. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γδύνει τους κλασικούς μύθους από την αρχαιότητά τους και τους απογυμνώνει από λεπτομέρειες ενδύοντάς τους με έναν άλλο μανδύα που διαθέτει αποχρώσεις του δικού του παρόντος [29]. Ανακατασκευάζει τα μυθικά επεισόδια και ανατρέπει τα μυθικά δεδομένα, με απώτερο στόχο να καυτηριάσει σύγχρονες καταστάσεις[30]. Σύμφωνα με την Προκοπάκη[31], παραβιάζει τον μύθο όχι τόσο με την αλλαγή προσώπων όσο με την αλλαγή της οπτικής, γιατί άλλες συμπεριφορές υπαγορεύονται από μιαν άλλη αίσθηση και αντίληψη ζωής, για να καλύψουν ή να αποκαλύψουν αλλιώτικες αξίες, με αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται τα κίνητρα και η ερμηνεία τους. Αποκαθηλώνει συχνά τα μυθικά και τραγικά πρόσωπα, μα το κάνει με σεβασμό[32]. Το εύπλαστο υλικό του μύθου ζυμώνεται με τα γεγονότα του παρόντος κι αποκτά διαχρονική έννοια, αντιστέκεται στη λήθη και αντέχει στον χρόνο[33]. Ταυτόχρονα, γεννιούνται ήρωες στο εσωτερικό της συνείδησης των οποίων μεταφέρεται η βασική δράση. Συνεπώς, βρίσκονται σε κατάσταση «υπαρκτής ανυπαρξίας», η οποία τους επιτρέπει να δουν τον κόσμο στην «τέταρτη διάστασή του»[34].
Ο Ρίτσος προσλαμβάνοντας τη μορφή της Ηλέκτρας από το μυθολογικό περιβάλλον που του κληροδότησε ο Αισχύλος -και οι Σοφοκλής και Ευριπίδης στη συνέχεια- τη μετασχηματίζει και έως έναν ορισμένο βαθμό την αναδομεί, με πρόθεση να ανιχνευθεί σε βάθος ένα νέο πρόσωπο που θα αντικατοπτρίζει το ποιητικό του Εγώ. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Γεωργουσόπουλος, στα θεατρικά ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης ανιχνεύονται βαθιές εγγραφές της υπαρξιακής ταλάντευσης του ποιητή[35].
Στο Νεκρό Σπίτι (Σεπτέμβρης 1959)η αρχαία παράδοση και η βιολογική μνήμη θα συναντηθούν· πρόκειται για μια σύνθεση που αποτελεί μετάβαση από τη βιωματική στη μυθική πραγματικότητα, η οποία λαμβάνει χώρα με ρητά υπονοούμενα[36]. Ο λόγος του ποιητή ξέρει να αλλάζει τη μνήμη του αρχαίου παρελθόντος και να το κάνει σύγχρονο[37]. Η ηρωίδα δεν κατονομάζεται, αλλά από τις πληροφορίες που παρέχει ο θεατρικός μονόλογος γίνεται αντιληπτό πως πρόκειται για την Ηλέκτρα. Ο Ρίτσος την παρουσιάζει τρελή και γερασμένη, στοιχεία που απουσιάζουν από την επεξεργασία του Αισχύλου. Οι αδερφές -δηλαδή η Ηλέκτρα και η Χρυσόθεμις, της οποίας ούτε τα βήματα σχεδόν δεν ακούγονται- που έχουν απομείνει από την οικογένεια είναι οι αδερφές του ποιητή, από τις οποίες η μία, η Λούλα, όντως τρελάθηκε, πιθανόν επειδή αδυνατούσε να αποδεχτεί και να διαχειριστεί τη δυσμενή κατάσταση:
μιὰ ὁλόγυμνη ἀπουσία. Ἔτσι εἶναι. Ὅλα μᾶς παράτησαν./
Ὅλοι μᾶς ἄφησαν/ Ἕνα κόκκινο ποτάμι κυκλόφερνε τὸ σπίτι μας[38].
Μονολογώντας η μία, η αποτρελαμένη, έχοντας αντίκρυ της τον απεσταλμένο του θείου της, ξαναζεί μες τη φαντασία της την ιστορία των Ατρειδών. Κάνει λόγο για το φονικό, το λουτρό και παρουσιάζει την Κλυταιμνήστρα με τα γνωστά από τον Αισχύλο και τους άλλους τραγικούς γνωρίσματα· αφέντισσα, από θέση ισχύος να επιβάλει τη θέλησή της τρομοκρατώντας τους πάντες, ενώ οι κόρες της ἀσάλευτες στὰ παράθυρα κρυμμένες πίσω ἀπ’ τὰ ὄνειρά τους καὶ τὶς ὑποψίες τους θυμίζουν την Ηλέκτρα της αρχής των Χοηφόρων, το άβουλο και διστακτικό πλάσμα που υπάκουε στη μισητή του μητέρα, χαμένο μέσα στην πλάνη της δυστυχίας του [39]. Η Ηλέκτρα αποτελεί το προσωπείο του ποιητή, για να περιγράψει τα δεινά που αντιμετωπίζει η δική του οικογένεια λόγω της απώλειας και της παρακμής: τον θάνατο από φυματίωση της μητέρας και του αδερφού του, την προσβολή του ίδιου από την ασθένεια αυτή σε νεαρή ηλικία και την πορεία προς την παραφροσύνη που βίωσε ο πατέρας του καθώς και η αδερφή του· όλα εκείνα που κατέστησαν το σπίτι του άδειο, νεκρό . Αναθέτοντας στην Ηλέκτρα να κάνει λόγο για τα βάσανά του, ίσως αισθάνεται ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τις τόσο οδυνηρές καταστάσεις. Γι’ αυτό στην κατακλείδα του επιλόγου μέσω του αγγελιαφόρου του αδερφού του πατέρα επισημαίνει ο ποιητής δίνοντας την αίσθηση της κοινότητας της ανθρώπινης μοίρας, απ’ όπου ξεπηδά μια υπαρξιακή μελέτη της ζωής και του θανάτου[40]:
Κι ἂν ὄχι τίποτ’ ἄλλο, εἶχα μάθει τουλάχιστο τί πρέπει ν’ ἀποφύγω καὶ
ν’ ἀποφύγουμε [41].
Η πρωταγωνίστρια της ιδιαίτερα τραγικής σύνθεσης Κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ (Μάης 1960) υποψιαζόμαστε από τα στοιχεία πως είναι η Ηλέκτρα, εάν και πάλι ο ποιητής δεν της αποδίδει το όνομα αυτό ξεκάθαρα. Η εσκεμμένη τακτική του Ρίτσου να χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανωνυμίας -της διάφανης ωστόσο ανωνυμίας- οδηγεί στο συμπέρασμα πως επιδιώκει να κρατήσει τα πρόσωπα, τις πράξεις τους αλλά και τα γεγονότα υπό το πρίσμα ενός παιγνιδίσματος ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μισοκρυμμένα πίσω από μια σκιά, ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν [42]. Αυτή η γυναίκα, που την αποκαλεί κόρη επιλέγει ξανά να είναι μεγάλης ηλικίας, κάπου 70 χρονῶ. Λειτουργεί ως ένα ακόμη προσωπείο του ποιητή που θέλει να παραθέσει και τα ιστορικά γεγονότα που σχετίζονται με την αποσταλινοποίηση, τους διάφορους ηγέτες και την τύχη τους καθώς και τα γενικότερα πολιτικά γεγονότα της εποχής[43].
Είναι μια ανυμέναιος κόρη, όπως η Ηλέκτρα του Αισχύλου, μια αιώνια παρθένος σε ψυχή και σώμα, μαραμένη, άδεια, στεγνή και στυφή που βυθίζεται στη γκρίνια και τη μοναξιά της ολοένα και πιο πολύ[44] . Τρέφει, επίσης, αισθήματα αγάπης για τον πατέρα της ποὺ γερνούσε-πάντα ὡραῖος, ενώ τη διακρίνει αρνητική στάση προς την Κλυταιμνήστρα, που όμως δεν χαρακτηρίζεται από απύθμενο μίσος αλλά από πιο ήπια αισθήματα, όπως συμπόνοια για τη γερασμένη γυναίκα[45]. Αισθάνεται πάνω από το κεφάλι της, πάνω από τη μοίρα της, τον όγκο του πελώριου βουνοῦ -που για τον ποιητή και τα αυτοβιογραφικά του δεδομένα έχει τη μορφή του βράχου της Μονεμβασιάς- να κρέμεται και να την απειλεί, ακριβώς όπως η αρχαία κατάρα των Ατρειδών, που μοιάζει να επιβιώνει φασματικά. Το μυαλό της αδειάζει:
Τίποτα δὲ θυμάμαι πιά, δικά μου ἢ ξένα./ Τίποτα πιά δὲν εἶναι ξένο ἢ δικό μου[46].
Η μόνη λύτρωση, η κάθαρση, είναι ο θάνατος[47], η μόνη σίγουρη οδός διαφυγής από τη φθορά και την αδυναμία ανανέωσης, τη στέρηση και την τελμάτωση. Ακριβώς για αυτό το βήμα που θα αντικαταστήσει τον γάμο έχει κρατήσει άσπιλο κι αμόλυντο το άσπρο φόρεμά της, το επίσημο, που δεν αξιώθηκε να φορέσει και να λερώσει στη χαρά ενός γάμου. Σε αντίθεση πενθεί κι αυτή φορώντας μόνιμο φόρεμα τοῦ πένθους κολλημένο πάνω της σαν δεύτερο δέρμα. Νιώθει αδύναμη κι απροστάτευτη όπως η Ηλέκτρα των Χοηφόρων. Η μοναξιά την κυκλώνει από παντού, το σκοτάδι τη φοβίζει, γι’ αυτό παρακαλάει με θέρμη την υπεραιωνόβια τροφό να της κρατήσει συντροφιά:
Νένα, μὴ σβήσεις ἀκόμη τὸ φῶς. Κάθησε λίγο μαζί μου.
Σὰν σβήνει τὸ φῶς, δὲν ἔχω πιὰ ποῦ νὰ μείνω,
χάνω τὸν ὁρισμένο χῶρο, τὸν σχεδὸν δικό μου.
Η τροφός, όμως, δεν συμμερίζεται τον πόνο και την υπαρξιακή της αγωνία. Δεν της κάνει τη χάρη και την εγκαταλείπει. Τα πονεμένα λόγια της Ηλέκτρας την αφήνουν παγερά αδιάφορη, ενώ η αβοήθητη κόρη την εκλιπαρεί λίγο πριν το τέλος[48]:
Νένα, ποῦ πᾶς; Κ’ εσύ μ’ ἀφήνεις; Τί ἄκαμπτη ποὺ ἔγινες. …
Στάσου, νένα. Στάσου. Στάσου.
Αλλοτριωμένη, έχοντας διέλθει τα στάδια του μίσους, της μνησικακίας και της δυσπιστίας, πνίγεται μόνη κι έρημη στη θάλασσα της απελπισίας και της διάλυσης· άχρηστα και χαμένα θεωρεί πλέον τα χρόνια της, τα χρόνια που θυσίασε βιώνοντας παρθενική μοναξιά κάτω από μάσκες και δικαιολογίες. Η μετασχηματισμένη με τα κριτήρια του Ρίτσου ηρωίδα δεν θα δειλιάσει, μα θα προχωρήσει περήφανη σε μια δαιδαλώδη διαδρομή με μόνη κατάληξη τον θάνατο και για πρώτη ίσως φορά την ανθρώπινη αγωνία αποτυπωμένη στο πρόσωπό της και την άρνηση να θριαμβεύει στην ύπαρξή της[49]. Κι η δυστυχισμένη κόρη θα ανακαλυφθεί τυχαία μια εβδομάδα αργότερα από μία ομάδα τουριστών νεκρή μέσα στο νεκρό σπίτι[50].
Στις συνθέσεις Ὀρέστης (Ιούνης 1962-Ιούλης 1966) και Χρυσόθεμις (Μάης 1967-Ιούλης 1970) η Ηλέκτρα δεν έχει πρωταγωνιστικό χαρακτήρα· είναι ένα από τα πρόσωπα για τα οποία κάνει αναφορά ο ομώνυμος ήρωας, χωρίς να κατονομάζεται για άλλη μία φορά. Κυρίαρχο θέμα στον Ὀρέστη είναι η αντιπαράθεση ανάμεσα στη σκέψη και την πράξη, ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και τον κοινωνικό εξαναγκασμό και η αδερφή του ήρωα θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είναι η αδερφή του ποιητή, Λούλα[51]. Απευθυνόμενος στον Πυλάδη ο Ορέστης δυσανασχετεί για τις φωνές της αδερφής του που σχίζουν τη νύχτα. Μάλιστα, τη χαρακτηρίζει ἀνυπόφορη που δεν κουράστηκε να κραυγάζει, φυλακισμένη μέσα στον ίδιο της τον θρήνο κρεμασμένη μέσα στη φωνή της την οποία παρομοιάζει με καμπάνα[52]. Πιστεύει πως είναι κυριευμένη από παραφορά που, κατά την κρίση του είναι αδικαίωτη. Διψάει για εκδίκηση, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί αντικείμενο χλευασμού από όλους· μα εκείνη, συνεχίζει ειρωνικά ο Ορέστης, δεν αντιλαμβάνεται τα σημεία των καιρών και επιμένει να ετοιμάζει χοές για τους νεκρούς -σαν άλλη Χοηφόρος- και να ανασκαλεύει τις στάχτες του παρελθόντος, σκληρή και άτεγκτη, αρρωστημένη και τυφλωμένη . Ωστόσο, ασκεί εξουσία πάνω του και τον καταπιέζει κατευθύνοντας τη ζωή και τις αποφάσεις του, σφετερίστρια τῆς μόνης του ζωῆς. Οἱ γόοι της χτυποῦν τὰ νεῦρα καὶ τὰ ὄνειρά του, τον αναστατώνουν τόσο που αδυνατεί να πιστέψει πως σταμάτησε, κατάσταση που την ταυτίζει με απολύτρωση. Μέσα στη σιωπή, όμως, συνειδητοποιεί πως η αδερφή του είναι δυστυχισμένη, απροστάτευτη και αδικημένη θυμίζοντας την Ηλέκτρα του Αισχύλου, μα ἐντειχισμένη στὴ στενὴ δικαιοσύνη της, τα όρια της οποίας έθεσε η ίδια, ἡ γριά παιδίσκη, συνετὴ ἀπὸ ἀντίθεση, δοσμένη στὴν ἄρνηση τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς χαρᾶς·―ἀσκητική, ἀποκρουστικὴ στὴ σωφροσύνη της, μόνη κι ἀσύνδετη, φορώντας ρούχα γεροντικά και γερασμένα, ριχτά και ξεπεσμένα. Συμπεριφέρεται, με άλλα λόγια, ακριβώς αντίθετα από τη μητέρα τους που διακρίνεται για την αιώνια νεότητά της[53].
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Ρίτσος απογυμνώνει την Ηλέκτρα από το μυθικό αρχετυπικό δυναμικό της παθιασμένης αδερφής που περιμένει τον αδερφό της πρώτα ως λυτρωτή και έπειτα ως εκδικητή[54]. Η μόνη διακριτή για εκείνη διέξοδος είναι η βία και η απανθρωπιά, η καταστροφή και η αυτοκαταστροφή, η τιμωρία και η αυτοτιμωρία, η κάθαρση που θα την οδηγήσει στο σκοτάδι και τον θάνατο [55]. Παρουσιάζει την Ηλέκτρα εγκλωβισμένη σε ένα αίτημα αμετάκλητα ανεπίκαιρο, κολλημένη σε έναν χρόνο τελεσίδικα παρελθοντικό. Μοναδικό επίκεντρο της ζωής της η λαχτάρα για τιμωρία κι ο φθόνος για τη ζωή των άλλων[56], χαμένη σε υπαρξιακούς λαβυρίνθους δίχως εξόδους.
Το σκηνικό ποίημα[57] Χρυσόθεμις είναι γραμμένο στο σύνολό του σε τόπους και χρόνους εξορίας για τον Ρίτσο, όπως ο ίδιος επισημαίνει στο τέλος των επιλογικών σχολίων του ποιήματος [58]. Εστιάζει το ενδιαφέρον του στο παραμερισμένο από την ιστορία πρόσωπο, την αντιηρωίδα Χρυσοθέμιδα, αντιστρέφοντας τον μύθο και παρουσιάζοντας μιαν αναποδογυρισμένη εικόνα[59] μέσα από την οποία σκιαγραφείται και πάλι το πορτρέτο της Ηλέκτρας. Υιοθετεί μιαν ακόμη τεχνική διασκευής του μυθικού υπόβαθρου. Ο ποιητής εισάγει στο δημιούργημά του την Ηλέκτρα με την αναφορά σε ένα εντελώς ασήμαντο περιστατικό· ένα αθώο παιχνίδι μεταξύ των δύο αδερφών ή μια προσπάθεια εξαπάτησης της μεγάλης από τη μικρή αδερφή, της μεγάλης που ήταν πάντοτε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και η σκιά της οποίας κάλυπτε τόσο πολύ τη μικρή, ώστε να περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Η Ηλέκτρα εμφανίζεται οργισμένη και σκληρή απέναντι στην αδερφή της, στην οποία σχεδόν κανείς δεν δίνει σημασία. Επίσης, φαίνεται να ζηλεύει, να θυμώνει και τίποτα να μην της είναι αρκετό. Πεισμώνει και με αυταρχική διάθεση καταφέρεται εναντίον της μικρής που τη θεωρεί φερέφωνο της Κλυταιμνήστρας. Δεν κλαίει, είναι ἀδάκρυτη, σε αντίθεση με τη Χρυσοθέμιδα που κλαίει δυνατά μήπως και γίνει αντιληπτή η παρουσία της και απεγκλωβιστεί από τη βαριά σκιά της μεγάλης αδερφής. Όπως και στις Χοηφόρους προτρέπει -με διαφορετική βέβαια ένταση και δυναμική- τον Ορέστη να προβεί σε εκδίκηση. Την ενδιαφέρει να θεωρείται και να είναι κόρη του πατέρα της κατακτώντας όσο γίνεται περισσότερα, όμως, κάποια στιγμή χάνει το μέτρημα και μαζί με τον θρήνο έρχεται και η απώλεια της λογικής. Σ’ αυτή τη φάση δωρίζει στη Χρυσοθέμιδα ένα μικρό πετσετάκι που η ίδια έπλεξε φέρνοντας στο νου μας αυτό που στις Χοηφόρους στάθηκε το τρίτο και καταλυτικό για την Ηλέκτρα σημείο αναγνώρισης του αδερφού της[60].
Με όχημα το προσωπείο της Ηλέκτρας ο Ρίτσος για άλλη μία φορά μπορεί να αντιφεγγίζει μια από τις αδερφές του, πιο πιθανό τη Λούλα. Αυτό, όμως, που διατρέχει ολόκληρο τον συγκεκριμένο θεατρικό μονόλογο είναι η αίσθηση της πικρίας, της μείωσης, της ασημαντότητας, όπως εκφράζεται μέσα από το μέγεθος της Ηλέκτρας, την ανυπαρξία και τον εκμηδενισμό της Χρυσοθέμιδος[61]. Η μείωση της ανθρώπινης ατομικότητας, ο περιορισμός της ανθρώπινης ελευθερίας και η αποστέρηση της φωνής, της ελεύθερης έκφρασης, που ο Ρίτσος βίωσε ποικιλοτρόπως στην εξορία και αποτελούν το υπόστρωμα για μια τέτοια ποιητική σύνθεση, ένα μήνυμα φανερώνουν μέσω των προσωπείων: Ο άνθρωπος οφείλει να αγωνίζεται, να αναζητά διαρκώς τρόπους να είναι ορατός, να είναι παρών τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο· να βλέπει καθάρια το είδωλό του μέσα στον καθρέφτη του εαυτού του, της κοινωνίας, της ιστορίας, γιατί μονάχα η εσωτερική φωτεινότητα θα διώξει τα σύννεφα και τις σκιές.
Καταληκτικά, η Ηλέκτρα, λειτούργησε για τον Ρίτσο ως σύμβολο και ο μύθος της ως φορέας έκφρασης, συναισθηματικής αποφόρτισης καθώς και επικοινωνίας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αφού στην ποίηση του Ρίτσου ανακαλύπτει ο μελετητής κι ο αναγνώστης διαχρονικές αξίες και αναζητήσεις, συναισθήματα και οράματα. Στο έργο του αποτυπώνεται η σύγχρονη εποχή, η εμπειρία του σύγχρονου Ελληνισμού[62] και η ιστορία -με τη συμβολή των προσωπείων και των πλαισίων- μετατρέπεται σε παρόν διάστικτο από τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες ενός διαπρεπούς μα σεμνού εργάτη της ποίηση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Bien Peter, «Η αγελάδα του Ορέστη», Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου – Επιλογή κριτικών κειμένων, Δ. Κόκορης(επιμ.), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2009, 115-120.
– Brunel Pierre, Ο μύθος της Ηλέκτρας, μτφρ. Κλ. Μιτσοτάκη, Αθήνα, Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 1992.
– Herington John, Αισχύλος, μτφρ. Μ. Γιούνη, Θεσσσαλονίκη, Βάνιας, 1988.
– Lacarriere Jacques, « Ένας Έλληνας ποιητής φυλακισμένος», Αιολικά Γράμματα,
τ. 32-33, Μάρτιος- Ιούνιος 1976, 115-119.
– Lesky Albin, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων – τόμος α΄ :Από τη γένεση του είδους ως και τον Σοφοκλή, μτφρ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1987.
– Romilly de Jacqueline, Ο φόβος και η αγωνία στο θέατρο του Αισχύλου, μτφρ.
Σ. Λουμάνη & Χρ. Μαρσέλλος, Αθήνα, Το άστυ, 2002.
– Romilly de Jacqueline, Ήρωες Τραγικοί, Ήρωες Λυρικοί, μτφρ. Μπ. Αθανασίου & Κ. Μηλιαρέση, Αθήνα, Το άστυ, 2003.
– Snell Bruno, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μτφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ. , 1981
– Sommerstein Alan, Aischylean tragedy, Bari, Levante Editori, 1996.
– Thomson George, «Η Ορέστεια του Αισχύλου»Το αειθαλές δέντρο. Διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό, εισαγωγή-επιμέλεια Χρίστος Αλεξίου, Αθήνα, Κέδρος, 1999.
– Tziovas, Dimitris «Ritso’s Orestes: Politics of myth and anarchy of rhetoric», στον τόμο: P. Mackridge (επιμ.), Ancient Greek Myth in Modern Greek Poetry: Essays in memory of C. A. Trypanis, London, Frank Cass, 1996, 67-80 = Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό, Αθήνα, Νεφέλη, 2005, 257-279.
– Vernant Jean-Pierre – Vidal-Naquet Pierre, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα– τόμος α΄, μτφρ. Στ. Γεωργούδη, Αθήνα, Κέδρος, 1974.
– Vernant Jean-Pierre – Vidal-Naquet Pierre, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα– τόμος β΄, μτφρ. Αρ. Τάττη, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991.
– Βελουδής Γιώργος (επιλογή και φιλολογική επιμέλεια), Γιάννης Ρίτσος- Επιτομή. Ιστορική ανθολόγηση του ποιητικού του έργου, Αθήνα, Κέδρος, 1977.
– Βελουδής Γιώργος, Γιάννης Ρίτσος: Προβλήματα μελέτης του έργου του, Αθήνα, Κέδρος, 1983.
– Βελουδής Γιώργος, Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα, Κέδρος, 1984.
– Γεωργουσόπουλος, Κώστας «Οι ηρωίδες των μονολόγων», Το Δέντρο, τ.169-170, 51-53.
– Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Ιστορική επιφάνεια και βάθος» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 195-229.
– Δάλλας Γιάννης, «Οπτικές του θέματος και της ποιητικής στα αρχαιόθεμα ποιήματα του Ρίτσου» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), Ο ποιητής και ο πολίτης: Γιάννης Ρίτσος Διεθνές Συνέδριο- Οι εισηγήσεις, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος, 2008, 53-62.
-Διαλησμάς Στέφανος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1999.
– Ζερβού Αλεξάνδρα, «Ο αρχαίος μύθος και η ‘‘στρατευμένη ’’ ποίηση του καιρού μας με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Παιδεία, τ.24, Χειμώνας 1983, 130-139.
– Θωμαδάκη Μαρίκα, «Ο ερωτικός λόγος στον κύκλο των Ατρειδών του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Εστία, τ.130, 1991, 80-89.
– Καψωμένος Ερατοσθένης, «Παράδοση και πρωτοπορία στην ποίηση του Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), Ο ποιητής και ο πολίτης: Γιάννης Ρίτσος Διεθνές Συνέδριο- Οι εισηγήσεις, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος, 2008, 395-414.
– Κεντρωτής Γιώργος, «Χρυσόθεμις ή η λησμονημένη. Μια θεματική προσέγγιση στο σκηνικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου», Ελίτροχος, τ.4-5, 1995, 147-166.
– Κουλουφάκος Κώστας, «Πέντε φάσεις στην ποιητική σταδιοδρομία του Γιάννη Ρίτσου», Αντί, τ.23,1975, 26-27.
– Λεκατσάς Παναγής, «Η μορφή της Ηλέκτρας. Το πρότυπο, ο μύθος, η τραγωδία», Θέατρο, τ.1, 1961, 25-31.
– Λιάπης Βάιος, «Η λογοτεχνική πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» στον τόμο: Αν. Μαρκαντωνάτος-Χρ. Τσαγγάλης (επιμ.), Αρχαία ελληνική Τραγωδία. Θεωρία και Πράξη, Αθήνα, Gutenberg, 2008, 265-447.
– Μερακλής Γ. Μιχάλης, «Η ‘‘Τέταρτη Διάσταση’’του Γιάννη Ρίτσου. Μια πρώτη προσέγγιση» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 517-544.
– Μυρσιάδης Κώστας, «Το ελληνικό παρελθόν στο ελληνικό παρόν στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου», Αιολικά Γράμματα, τ. 32-33, Μάρτιος-Ιούνιος 1976, 266-280.
– Πέτκου Έφη, «Ο μύθος των Ατρειδών στη νεότερη ελληνική ποίηση», Θέματα Λογοτεχνίας, τ. 31, Ιανουάριος-Απρίλιος 2006, 112-124.
– Προκοπάκη Χρύσα, «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», Θεατρικά Τετράδια, τ.2, Ιανουάριος 1980, 3-11.
– Προκοπάκη Χρύσα, «Μια πρώτη προσέγγιση των ποιημάτων Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος, Τό νεκρό σπίτι, Κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ», Θεατρικά Τετράδια, τ.2, Ιανουάριος 1980, 17-23.
– Προκοπάκη Χρύσα, «Η πορεία προς την Γκραγκάντα», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 276-372.
– Ρίτσος Γιάννης, Τέταρτη Διάσταση(1956-1972, τόμος ΣΤ΄), Αθήνα, Κέδρος, 261990.
– Σαντζίλιο Κρεσέντσιο, Μύθος και ποίηση στον Ρίτσο-μτφρ. Θ. Ιωαννίδης, Αθήνα, Κέδρος, 1978.
– Σοκολιούκ Βίκτορ, «Ο μύθος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Η τέταρτη διάσταση στα ‘‘ μυθολογικά ποιήματα’’» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 391-402.
– Σκιαδάς Αριστόξενος, « Ο “Αγαμέμνων ”του Γιάννη Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 616-635.
– Φιλοκύπρου Έλλη, « Υπόκριση και ειλικρίνεια στην ποίηση του Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), Ο ποιητής και ο πολίτης: Γιάννης Ρίτσος Διεθνές Συνέδριο- Οι εισηγήσεις, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος, 2008, 275-304.
– Φυλακτού Κ. Αντρέας, «Γιάννης Ρίτσος, ο άξιος της ποίησης», Ακτή, Λευκωσία, 1990, 1-11.
– Χωρεάνθης Κώστας, «Τα τραγικά προσωπεία ενός ποιητή», Διαβάζω, τ.205, 1988, 68-85.
***Τα αποσπάσματα από το αρχαίο κείμενο των Χοηφόρων προέρχονται από την έκδοση Sommerstein Alan (edited and translated), Aeschylus II Oresteia, Cambridge,Massachusetts: Harvard University Press, 2008.
Δέσποινα Νάσιου, Φιλόλογος-Θεολόγος
Υποψήφια Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Α.Π.Θ.
* Το κείμενο αφορμάται από την αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή μου και γράφτηκε για τις ανάγκες του 38ου ετήσιου συνέδριου της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων που έλαβε χώρα στον Βόλο στις 10-12/11/2011.
[1] Herington John, Αισχύλος, μτφρ. Μ. Γιούνη, Θεσσσαλονίκη, Βάνιας, 1988,131.
[2] Lesky Albin, Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων – τόμος α΄: Από τη γένεση του είδους ως και τον Σοφοκλή, μτφρ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ. ,1987, 209.
[3] Βλ. ενδεικτικά: Πέτκου Έφη, «Ο μύθος των Ατρειδών στη νεότερη ελληνική ποίηση», Θέματα Λογοτεχνίας, τ. 31, Ιανουάριος-Απρίλιος 2006, 112-124 , Σκιαδάς Αριστόξενος, « Ο “Αγαμέμνων ”του Γιάννη Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 616 καθώς και Pierre Brunel, Ο μύθος της Ηλέκτρας, μτφρ. Κλ. Μιτσοτάκη, Αθήνα, Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 1992, 59.
[4] Romilly de Jacqueline, Ήρωες Τραγικοί, Ήρωες Λυρικοί, μτφρ. Μπ. Αθανασίου & Κ. Μηλιαρέση, Αθήνα, Το άστυ, 2003, 13-15.
[5] Brunel Pierre, ό.π.,156.
[6] Lesky Albin, ό.π. ,202.
[7] Sommerstein Alan, Aischylean tragedy, Bari, Levante Editori, 1996, 264 και 279.
[8] Romilly de Jacqueline, Ο φόβος και η αγωνία στο θέατρο του Αισχύλου, μτφρ. Σ. Λουμάνη & Χρ. Μαρσέλλος, Αθήνα, Το άστυ, 2002, 32,35,37.
[9] Λεκατσάς Παναγής, «Η μορφή της Ηλέκτρας. Το πρότυπο, ο μύθος, η τραγωδία», Θέατρο, τ.1, 1961, 28.
[10] Sommerstein Alan, ό.π., 254, 264-265.
[11] Lesky Albin, ό.π. ,204 και 261 καθώς και Snell Bruno, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μτφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ. ,1981, 151-153.
[12] Vernant Jean-Pierre – Vidal-Naquet Pierre, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα– τόμος β΄, μτφρ. Αρ. Τάττη, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991, 133.
[13] Vernant Jean-Pierre – Vidal-Naquet Pierre, Μύθος και τραγωδία στην αρχαία Ελλάδα– τόμος α΄, μτφρ. Στ. Γεωργούδη, Αθήνα, Κέδρος, 1974, 204.
[14] Thomson George, «Η Ορέστεια του Αισχύλου» Το αειθαλές δέντρο. Διαλέξεις και άρθρα για τον ελληνικό πολιτισμό, εισαγωγή-επιμέλεια Χρίστος Αλεξίου, Αθήνα, Κέδρος, 1999, 92 καθώς και Sommerstein Alan, ό.π. ,255-256.
[15] Brunel Pierre, Ο μύθος της Ηλέκτρας, μτφρ. Κλ. Μιτσοτάκη, Αθήνα, Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, 1992, 169-170.
[16] Romilly de Jacqueline, Ήρωες Τραγικοί, Ήρωες Λυρικοί, μτφρ. Μπ. Αθανασίου & Κ. Μηλιαρέση, Αθήνα, Το άστυ, 2003, 27.
[17] Ρίτσος Γιάννης, Τέταρτη Διάσταση(1956-1972, τόμος ΣΤ΄), Αθήνα, Κέδρος, 261990 (Στο εξής Τ.Δ.)
[18] Τ.Δ.,58.
[19] Για τη διάκριση των φάσεων βλ.: Κουλουφάκος Κώστας, «Πέντε φάσεις στην ποιητική σταδιοδρομία του Γιάννη Ρίτσου», Αντί, τ.23, 1975, 26-27 καθώς και Βελουδής Γιώργος (επιλογή και φιλολογική επιμέλεια), Γιάννης Ρίτσος- Επιτομή. Ιστορική ανθολόγηση του ποιητικού του έργου, Αθήνα, Κέδρος, 1977, 17-22.
[20] Μερακλής Γ.Μιχάλης, «Η ‘‘Τέταρτη Διάσταση’’του Γιάννη Ρίτσου. Μια πρώτη προσέγγιση» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 517.
[21] Βελουδής Γιώργος, Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα, Κέδρος, 1984, 29.
[22] Χωρεάνθης Κώστας, «Τα τραγικά προσωπεία ενός ποιητή», Διαβάζω, τ.205, 1988, 68.
[23]Φιλοκύπρου Έλλη, « Υπόκριση και ειλικρίνεια στην ποίηση του Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), Ο ποιητής και ο πολίτης: Γιάννης Ρίτσος Διεθνές Συνέδριο- Οι εισηγήσεις, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος, 2008, 284.
[24] Ζερβού Αλεξάνδρα, «Ο αρχαίος μύθος και η ‘‘στρατευμένη ’’ ποίηση του καιρού μας με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Παιδεία, τ.24, Χειμώνας 1983, 132.
[25] Καψωμένος Ερατοσθένης, «Παράδοση και πρωτοπορία στην ποίηση του Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), ό.π., 402-403.
[26] Διαλησμάς Στέφανος, Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1999, 56.
[27] Βελουδής Γιώργος, Γιάννης Ρίτσος: Προβλήματα μελέτης του έργου του, Αθήνα, Κέδρος, 1983,33-34.
[28] Βελουδής Γιώργος, Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, Αθήνα, Κέδρος, 1984, 55,58,73.
[29] Μυρσιάδης Κώστας, «Το ελληνικό παρελθόν στο ελληνικό παρόν στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου», Αιολικά Γράμματα, τ. 32-33, Μάρτιος- Ιούνιος 1976, 268,277.
[30] Πέτκου Έφη, «Ο μύθος των Ατρειδών στη νεότερη ελληνική ποίηση», Θέματα Λογοτεχνίας, τ. 31, Ιανουάριος-Απρίλιος 2006, 115,122.
[31] Προκοπάκη Χρύσα, «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», Θεατρικά Τετράδια, τ.2, Ιανουάριος 1980, 7-8.
[32] Σκιαδάς Αριστόξενος, « Ο “Αγαμέμνων ”του Γιάννη Ρίτσου», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 627-628.
[33] Ζερβού Αλεξάνδρα, ό.π. ,136.
[34] Σοκολιούκ Βίκτορ, «Ο μύθος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Η τέταρτη διάσταση στα ‘‘ μυθολογικά ποιήματα’’» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 392-393.
[35] Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Οι ηρωίδες των μονολόγων», Το Δέντρο, τ.169-170, 52-53.
[36] Γιατρομανωλάκης Γιώργης, «Ιστορική επιφάνεια και βάθος» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 200 καθώς και Γιάννης Δάλλας, «Οπτικές του θέματος και της ποιητικής στα αρχαιόθεμα ποιήματα του Ρίτσου» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ., Μπουρνάζος Σ.(επιμ.), Ο ποιητής και ο πολίτης: Γιάννης Ρίτσος Διεθνές Συνέδριο- Οι εισηγήσεις, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη-Κέδρος, 2008, 55.
[37] Lacarriere Jacques, « Ένας Έλληνας ποιητής φυλακισμένος», Αιολικά Γράμματα, τ. 32-33, Μάρτιος- Ιούνιος 1976, 118.
[38] Τ.Δ.,7,104.
[39] Τ.Δ., 101.
[40] Προκοπάκη Χρύσα, ό.π., 6.
[41] Τ.Δ., 111.
[42] Μερακλής Γ. Μιχάλης, «Η ‘‘Τέταρτη Διάσταση’’του Γιάννη Ρίτσου. Μια πρώτη προσέγγιση» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 519.
[43] Προκοπάκη Χρύσα, «Η πορεία προς την Γκραγκάντα», στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 312-313 & Τ.Δ., 146,150.
[44] Τ.Δ., 153.
[45] Τ.Δ., 137-138,142-145.
[46] Τ.Δ., 147.
[47] Προκοπάκη Χρύσα, «Μια πρώτη προσέγγιση των ποιημάτων Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος, Τό νεκρό σπίτι, Κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ», Θεατρικά Τετράδια, τ.2, Ιανουάριος 1980, 20.
[48] Τ.Δ., 156.
[49] Σαντζίλιο Κρεσέντσιο, Μύθος και ποίηση στον Ρίτσο-μτφρ. Θ. Ιωαννίδης, Αθήνα, Κέδρος, 1978, 45.
[50] Σοκολιούκ Βίκτορ, «Ο μύθος στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Η τέταρτη διάσταση στα ‘‘ μυθολογικά ποιήματα’’» στον τόμο: Μακρυνικόλα Αικ.(επιμ.), Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Αθήνα, Κέδρος, 1981, 392.
[51] Tziovas Dimitris, «Ritso’s Orestes: Politics of myth and anarchy of rhetoric», στον τόμο: P. Mackridge (επιμ.), Ancient Greek Myth in Modern Greek Poetry: Essays in memory of C. A. Trypanis, London, Frank Cass, 1996, 70-71.
[52] Bien Peter, «Η αγελάδα του Ορέστη», Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου – Επιλογή κριτικών κειμένων, Δ. Κόκορης(επιμ.), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2009, 116.
[53] Τ.Δ., 73-74,76-77, 79-83,86.
[54] Θωμαδάκη Μαρίκα, «Ο ερωτικός λόγος στον κύκλο των Ατρειδών του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Εστία, τ.130, 1991, 82.
[55] Σαντζίλιο Κρεσέντσιο, ό.π., 49.
[56] Λιάπης Βάιος, «Η λογοτεχνική πρόσληψη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας» στον τόμο: Αν. Μαρκαντωνάτος-Χρ. Τσαγγάλης (επιμ.), Αρχαία ελληνική Τραγωδία. Θεωρία και Πράξη, Αθήνα, Gutenberg, 2008, 362-363.
[57] Κεντρωτής Γιώργος, «Χρυσόθεμις ή η λησμονημένη. Μια θεματική προσέγγιση στο σκηνικό ποίημα του Γιάννη Ρίτσου», Ελίτροχος, τ.4-5, 1995, 147-166.
[58] Τ.Δ., 188.
[59] Ζερβού Αλεξάνδρα, «Ο αρχαίος μύθος και η ‘‘στρατευμένη ’’ ποίηση του καιρού μας με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», Νέα Παιδεία, τ.24, Χειμώνας 1983, 135.
[60] Βλ. Κεντρωτής, ό.π. καθώς και Τ.Δ., 164-165,170-171, 175, 181-184.
[61] Σαντζίλιο Κρεσέντσιο, ό.π., 66-69.
[62] Φυλακτού Κ. Αντρέας, «Γιάννης Ρίτσος, ο άξιος της ποίησης», Ακτή, Λευκωσία, 1990, 6.