Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2014. Από τον ποιητή και κριτικό Κωνσταντίνο Μπούρα

Μου αρέσουν οι πολυγραφώτατοι ποιητές. Μπορείς να βυθιστείς στο λόγο τους, όπως σε ομηρικό υφαντό που διηγείται τον πόλεμο της Τροίας. Κι ό,τι δεν καταλάβεις στη μια σελίδα, θα το προσέξεις ίσως σε μια άλλη. Διαρκής αναδιήγηση του εαυτού του στο ταξίδι του μέσα στον κόσμο. Το Φως πρωταγωνιστεί σε αυτό το έργο του Ρίτσου. Με μια ζωγραφική σχεδόν εμμονή και ζωγραφική απαίτηση του αληθοφανούς, όπως κρύβεται πίσω από τα πέπλα της Επιθυμίας ή της Διαίσθησης. Μελετώντας σήμερα – Τρίτη του Πάσχα – για πολλοστή φορά την «Σειρά Τρίτη» των «Μαρτυριών» του, έσκυψα από τα παράθυρο και κοίταξα τις λουλουδιασμένες πασχαλιές στο πάρκο του Ινστιτούτου Παστέρ. Τότε αίφνης συνειδητοποίησα ότι έτσι θα έγραφε η Αντιγόνη, αν την έβγαζες από το σπήλαιο που κλείστηκε ζωντανή για να πεθάνει. Ο φυματικός Γιάννης Ρίτσος, που βίωσε το κρύο άγγιγμα του Θανάτου από νωρίς, που είδε το πυρωμένο χέρι της Τρέλας να συναγωνίζεται τον Χάροντα στο ξεκλήρισμα της οικογένειάς του, έζησε όλο το βίο ως μελλοθάνατος, ως δυνάμει μανικός, διονυσιακός κι απολλώνιος, επιθυμώντας καθημερινώς να επιβεβαιώσει ότι είναι ζωντανός, βλέπει το Φως κι έχει τη διαύγεια ενός Έλληνα που ατενίζει το Αιγαίο, χωρίς να προβάλλει στην εικόνα Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες σκοτεινούς.
Η τρίτη σειρά των «Μαρτυριών» του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκε την πρώτη δεκαετία της επίγειας ζωής μου. Την διαβάζω και την ξαναδιαβάζω αναζητώντας τους ίδιους ήχους, μυρωδιές κι αισθήσεις (με πρωταγωνίστριες την όραση και την αφή) που βίωνα κι εγώ κοιτώντας τη Μεσόγειο από το ποιητικό λιμάνι της Καλαμάτας, παρατηρώντας την ανομολόγητη ενοχή για τις κρυμμένες ηδονές των ανθρώπων, αυτό το βάρος που κουβαλάνε οι ψυχές όταν συνεχίζουν να βλέπουν το εκτυφλωτικό φως του καλοκαιριού, καιρό πολύν μετά τον ενταφιασμό των αγαπημένων τους. Αυτή η απροσδιόριστη θλίψη που δεν αφήνει ο καύσωνας του Ιουλίου και η φιλήδονη αίσθηση της σάρκας που απαιτεί εκπλήρωση του Πόθου του συμπαντικού, του ορφικού Έρωτα, που δεν επιτρέπει το ελληνικό τοπίο κι η επικούρεια Σκέψη να μετατραπεί σε μελαγχολία. Κι αν έζησα ένα βήμα μόλις από εκεί που μεγαλούργησε η Μαρία Πολυδούρη, στην προκυμαία που ζωγράφισε ο Μαλέας, λίγο παρέκει από το σπίτι που γεννήθηκε η κόρη του αγαπημένου μου πεζογράφου Λώρενς Ντάρελ, ορκίστηκα ότι μια μέρα θα φύγω από εδώ και δεν ξαναγύρισα, παρά σποραδικά και μόνον και βιαζόμουνα να περάσω το Αυλάκι της Κορίνθου προς τα πάνω, σε μέρη πιο στερεά κι απόρθητα (έτσι νόμιζα).
Τα ποιήματα αυτά του Ρίτσου, γραμμένα κάπου μεταξύ Σάμου κι Αθήνας, ανακαλούν στη μνήμη μου την ίδια περιπέτεια φυγής από τον εσωτερικό λαβύρινθο με το ανίκητο Μινώταυρο, πολύ πριν γεννηθεί ο μετέφηβος Θησέας. Είναι μεγάλη ποίηση, καθαρή, σαν τη ζωγραφική του Βαν Γκογκ, αθώα σαν το «Άσμα Ασμάτων», ταπεινή σαν το ευωδιαστό χαμομήλι στο αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού, μια Δευτέρα του Πάσχα, με τις χελώνες να σμίγουν, χωρίς να πατούν τις παπαρούνες και τους σύγχρονους προσκυνητές να αποφεύγουν το μνημείον των Τριτοπατόρων, φοβούμενοι ίσως μήπως κάποια αρχαία κατάρα πέσει επί της κεφαλής τους κι οι παλαιοί νεκροί δεν τους υποδεχτούν όταν θα έρθει η ώρα τους η στυγνή να αποχαιρετίσουν αυτή τη φωταύγεια που ζευγαρώνει τα βουνά με τα έργα των ανθρώπων.
Κι αν σας μιλώ ποιητικά, είναι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσεις το ποίημα ενός ποιητή, που ήθελε να μεταδώσει την «άλλη θέαση» των φαινομένων, ως ιό, καθαρτήριο κι εξαγνιστικό.              Υποκλίνομαι στη μνήμη του Γιάννη Ρίτσου. Κι αυτή την άνοιξη θα θριαμβεύσει με την παγκόσμια ελληνικότητα της ματιάς του. Τη διαχρονική.
Κωνσταντίνος Μπούρας www.konstantinosbouras.gr

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος