ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΣΗΣ – ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ ΥΠΟ ΤΗ ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο μοντέρνου σπιτιού. Ένας ηλικιωμένος άντρας, ντυμένος στα μαύρα, μιλάει σε μια σκιά. Δεν έχουν ανάψει φως. Από τα μεγάλα παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι ο Άντρας με τα Μαύρα είναι μάλλον άθεος και έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες πολιτικές μελέτες. Λοιπόν, ο Άντρας με τα Μαύρα μιλάει στη Σκιά): 

Άφησε με μόνο. Το φεγγάρι απόψε
μεγαλώνει τη Σκιά σου.
Την απλώνει παντού μέσα στο σπίτι
κάνοντας τις στιλπνές του επιφάνειες
να μοιάζουν με τα γυρτά κυπαρίσσια
της ποίησής σου.
Άφησέ με μόνο. Θέλω να δω την πολιτεία
απ’ τα παράθυρά μου
θρασύτατη να περιγελά το φεγγάρι,
τόσο επίφοβη και υλική
τόσο δυνατή σαν υπερφυσική
που με κάνει στ’ αλήθεια να πιστεύω πως υπήρξες πάντα
μέσα κι έξω από τους στίχους σου
γήινος την ίδια στιγμή και ουράνιος
μαθήματα να δίνεις σε πολίτες αδαείς
και στα αστέρια λάμψη για να αντέξουν τη φθορά τους.
Άφησέ με μόνο.
Θα καθίσω εδώ στο γραφείο μου,
θα ανοίξω ήσυχα ήσυχα ένα τόμο
από τους πολλούς που έγραψες – ποτέ δε σου
το συγχώρεσαν αυτό οι ολιγογράφοι ομότεχνοί σου –
και θα διαβάσω,
προτιμώ, ξέρεις, τα ποιήματα απ’ τη Σκιά σου,
γιατί μου δίνουν την αίσθηση ότι πετάω
πάνω από το λιακωτό, το ακροθαλάσσι,
έξω από θαμπά παράθυρα άδειων σπιτιών,
ενίοτε σε ραγισμένους δρόμους προσγειώνομαι
για να γευτώ τη χαρά των αναταράξεων,
ψιθυρίζω δε στους περαστικούς
παλιά επαναστατικά τσιτάτα,
για ανέκδοτα τα παίρνουν και γελούν
μα εγώ λυπάμαι,
(δεν είναι το γέλιο τους η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που κι εγώ γελώ με την καρδιά μου)
Άφησέ με μόνο.

Το ξέρω πως μαζί κερδίζεται ο αγώνας,
μαζί στην ήττα και στο θρίαμβο.
Το ξέρω. Το ξεκίνησα. Δε ζει.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι γίνεται μέρα με τη μέρα ένα κελί,
θέλω να πω όλη μου τη ζωή πλέον εδώ μέσα την περνώ, αναχωρητής σ’ ένα δόγμα
χωρίς θέσφατα,
τασάκια, βάζα, κουρτίνες, όλα υψηλής αισθητικής
τερατώδη αριστουργήματα του οίστρου μου
κι οι καθρέφτες γυάλινες τρύπες που ρούφηξαν τις πιο όμορφες πόζες,
όπως ρουφάει το σκοτάδι τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου,
όπως ρουφάει ο πανδαμάτωρ χρόνος και τις πιο ατίθασες από τις παρορμήσεις μας
ή όπως ρουφάει η κατάφωτη γυάλα του φεγγαριού το ασθενικό φως
του προσωπικού μου υπολογιστή.
Στην εποχή σου δεν υπήρχε – όχι το επιστολόχαρτο που κοιτάς με τόση
λαιμαργία –
λέω για τον υπολογιστή, το ιδανικό παράθυρο, μπορείς ώρες ολόκληρες να
κάθεσαι μπροστά του
και με τα μάτια ορθάνοιχτα ν’ αγναντεύεις το σύμπαν
– έναν γαλαξία αυτόφωτο, κρυσταλλικό, απαστράπτοντα
γερμένο ιριδίζοντας στη ράχη του καμπυλωμένου χρόνου,
πιο διαυγή από τους φακούς επαφής μου που κάθε μήνα τους αλλάζω
για ν’ αποφεύγω τους ερεθισμούς,
ή μια λευκή σελίδα άυλη φτιαγμένη από τίποτα
έτοιμη ανά πάσα στιγμή να δεχτεί τα πάντα από μιαν έμπνευση αναπάντεχη,
ικανή να συναντηθεί με εκατομμύρια μάτια και να διεγείρει χιλιάδες άλλες
εμπνεύσεις, κάνοντας τη γήινη σφαίρα να μοιάζει με ολοστρόγγυλο ψάρι
μπλεγμένο στο γιγάντιο δίχτυ των ιδεών,
σαν σε όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού,
την ώρα ακριβώς που οι ερωτήσεις λιγοστεύουν. Πάντα μου είχα μανία με τις
ερωτήσεις,
όχι για να πάρω απαντήσεις,
τίποτα μισόλογα ή αρχιτεκτονικά δομημένες αποδείξεις με το βάρος
της αυθεντίας
ή να χαϊδέψω τις βεβαιότητές μου όπως ο παππούς την εγγονή του
ή να καμωθώ το φιλόσοφο που αναζητά την αλήθεια με το λυχνάρι – πάνε πια
τα λυχνάρια κι οι άνθρωποι. Μια απλή ιδιοτροπία οι ερωτήσεις.
Τώρα τις ταξινομώ, τις ιεραρχώ, τις επαναδιατυπώνω
για να απασχολώ το μυαλό μου. Και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι σφυρηλατούσα το πολιτικό μου φρόνημα σαν πήγαινα στις συνελεύσεις
με μαύρο παντελόνι καμπάνα και φαβορίτες μέχρι το πιγούνι
– θέση, αντίθεση, σύνθεση –
σίγουρος ότι ο σοσιαλισμός υπάρχει και πως η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες και με ταμπούρλα
(συχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – θέση, αντίθεση – κ’ οι
δικοί μου τράβηξαν
μεγάλες λαχτάρες με τις πολιτικές μου εμμονές. Λοιπόν, σούλεγα για τον
υπολογιστή –
θαύμα – σου δίνει σχεδόν ό, τι πληροφορία του ζητήσεις –
στα χρόνια τα δικά σου οι πάσες φύσεως αλφαμίτες
θά ‘τριβαν τα χέρια τους αν τον είχαν – τι να σου κάνουν κι οι φάκελοι –
έλεγα να ανατρέξω στη μηχανή αναζήτησης – φοβήθηκα
τις αναμνήσεις με τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ποιος δαίμονας άραγε
κέντησε στον καμβά της μνήμης μας το στίγμα της
νοσταλγίας
και στη μεμβράνη του θυμικού μας την αγωνία του
θανάτου;
Άφησε με μόνο.
Θα βγούμε για λίγο στο μπαλκόνι με θέα την πολιτεία
που την ονειρεύτηκες ανυπόταχτη,
ύστερα εσύ θα πετάξεις για το δικό σου κόσμο,
τον κόσμο των στιχουργημένων αγγέλων σου,
κι ας αρνήθηκες όσο τίποτα να γίνεις άγιος εν ζωή και μετά θάνατο
με το πρόσχημα του αγιοπλάστη ενός εικονοστασίου που ακόμη και σήμερα
σκανδαλίζει τους καθιερωμένους σεμνότυφους αγιολάτρες,
αν κι εκείνο που τους διαολίζει περισσότερο κι από τα σαρκαστικά πορτρέτα
των ανωνύμων σου
είναι η υπογραφή σου,
Αρίοστος ο Προσεκτικός,
μ’ έναν αναγραμματισμό, επισήμανες, γίνεται Αόριστος αλλά και Άριστος –
βλέπεις εσύ έμαθες από μικρός πόση ειρωνεία μπορεί να χωρέσει σ’ ένα ο –
όσο για μένα θα επιστρέψω στα βιβλία μου και στον υπολογιστή
έχοντας στο μυαλό μου εκείνη την απαράμιλλη παρομοίωσή σου
με την άχνα απ’ το φεγγάρι να σ’ ακολουθεί σα μια μεγάλη συνοδεία
ασημένιων κύκνων –
και φοβάμαι στ’ αλήθεια αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
δε συνομίλησα ποτέ με το Θεό, για την ακρίβεια χρόνια ολόκληρα δεν πίστευα
καν ότι υπάρχει,
το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν μ’ επισκέφτηκε με ή χωρίς τη δόξα ενός τέτοιου
σεληνόφωτος,
άλλοι ήταν οι δικοί μου θεοί, μήπως δεν ήταν και δικοί σου,
Θουκυδίδης κι Αριστοτέλης, Μαρξ και Λένιν
και πόσες άλλες ακόμη τέτοιες συστοιχίες γήινων θεοτήτων,
που διόλου δε με εμπόδισαν να πολιορκήσω και να πολιορκηθώ
να πυρπολήσω και να πυρποληθώ
νέες πολλές πιο ωραίες κι από το φεγγάρι,
μαλλιά σαν καταρράκτες, χείλη και στήθη,
λαγόνες και μέσες,
μπούστα και δάχτυλα λεπτά και μάτια
που στις διαφάνειές τους αναζήτησα το θάμβος
– ξέρεις όμως, τις περισσότερες φορές το θαυμασμό
τον αποσπά σχεδόν όλον αυτός που ‘ναι αλλού, εκείνος που πέθανε νωρίς
ή ο άλλος που ποτέ δεν τον γνώρισαν –
τίποτα δε στερήθηκα,
ταξίδεψα και νου και σώμα
και μέσα κι έξω και πάνω και κάτω.
– Όχι δε φτάνει.
Άφησέ με μόνο.
Το ξέρεις, η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια ποτέ δεν έμεινα μόνος,
δοτικός, επιρρεπής κι άσωτος,
ακόμη και στους συντροφικούς κύκλους άσωτος κι επιρρεπής,
σκαρώνοντας διαλεκτικά επιχειρήματα στα χνάρια των μεγάλων πνευμάτων,
επιχειρήματα που, είμαι βέβαιος όπως κι εσύ άλλωστε, θα σκορπίσουν στον άνεμο
μακριά σα να μην υπήρξε ποτέ η δική μου ζωή,
σε πείσμα ακόμη και της δικής σου πολύφερνης ζωής,
στον άνεμο μακριά. Δε φτάνει.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι είναι η κιβωτός μου.
Εδώ τακτοποιώ μ’ επιμέλεια τα ποιητικά σου προσωπεία
– κατά προτίμηση σε ζεύγη ως αντίδοτο στη μοναξιά –
για να τα προστατεύσω απ’ τους φιλότεχνους.
Στον έναν τοίχο ο Άρης Βελουχιώτης παρέα με τη Ρωμιοσύνη,
στον άλλον ο Μαύρος Άγιος με την Ελένη γερμένη νωχελικά στην πλάτη του,
κάτω απ’ το κρεβάτι οι Μαντατοφόρες να παίζουν με τον πόνο του Ορέστη
και μέσα στην ντουλάπα ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο εξομολογείται βιαστικά
στον Ξένο πριν τον εκτελέσουν για δεύτερη φορά.
Πού και πού κάποιος απ’ όλους κάθεται στο πιάνο και παίζει
παλιές μελωδίες από ‘κείνες που σ’ άρεσαν,
Εαρινή Συμφωνία, Το Εμβατήριο του Ωκεανού, Παλιά Μαζούρκα σε Ρυθμό Βροχής.
Κόσμος μου έγινε ο κόσμος σου,
τον κουρδίζω, με ξεκουρδίζει, τον κοιμίζω, με ξυπνάει. Δεν αντέχω.
Άφησέ με μόνο.
Τούτο το σπίτι ενίοτε παίρνει το σχήμα της απουσίας σου
και γι’ αυτό φέρω, εγώ μονάχα, όλη την ευθύνη.
Πρώτες του ύλες οι μικροί έρωτες, οι μεγάλες ζωές,
οι άσκοποι θρήνοι, οι γδαρμένες φωνές,
όλες καλά πλεγμένες
προστατευμένες από το αδιαπέραστο επίχρισμα του θανάτου.
Και σε ρωτώ – εσένα που ξέρεις καλά από θανάτους – πόσοι
θάνατοι χρειάζονται για να μας κάνουν μια ζωή ακέρια.
Άφησέ με μόνο.
Εδώ, κατά τις ώρες της βαθιάς περισυλλογής – ειδικά κάτι νύχτες αχνοστόλιστες
σαν κι ετούτη – μοιάζει με θεατρικό εργαστήρι λίγο πριν τ’ ανέβασμα,
μάσκες, κοστούμια, κομπάρσοι, ηθοποιοί σε πλήρη δραστηριότητα
για να υποδυθούν τους ρόλους που τους έγραψες.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τα λόγια κι η μουσική της παράστασης –
η υποκριτική, λένε, έχει πετάξει από αιώνες τους κοθόρνους –
κι αν κάνεις να χειροκροτήσεις μιαν ερμηνεία ή μιαν ατάκα
πέφτει ακαριαία η αυλαία,
γιατί οι ήρωές σου είναι όλοι τους σεμνοί κι εύθικτοι,
άλλο δε ζήτησαν στη ζωή που τους χάρισες
από το να τραγουδάνε όχι για να ξεχωρίσουνε από τον κόσμο
μα για να σμίξουνε τον κόσμο.
Ούτως ή άλλως πολύ φοβάμαι
ότι δεν είναι πια καιρός για μεγάλους ποιητές,
γιατί οι άνθρωποι εκεί έξω έχουν πολλές δουλειές, μεγάλα σπίτια
και κλειστές αγκαλιές – τι να τους κάνουνε τους ποιητές; –
όσο και να μελαγχολούνε – τι να τους κάνουν; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για επιχειρήματα, – έτσι, επιχειρηματολογώντας,
βεβαιώνομαι πως υπάρχω.
Άφησέ με μόνο.
Φορές – φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω από τα παράθυρα κατεβαίνουν τα σύννεφα με την αδήριτη
λευκότητά τους
με τις βαμβακένιες τούφες τους όλο δαντέλες και υπαινιγμούς
για να σου υπενθυμίσουν ότι δεν ανήκεις πλέον εδώ,
εδώ ανήκουν μόνο τα ποιήματά σου
κι οι στίχοι σου σκόρπιοι, αδέσποτοι, αποκομμένοι
από το σώμα που κάποτε εσύ γέννησες ατόφιο
φιγουράρουν λαμπεροί, υποβλητικοί, επινίκιοι
σε χάλκινες επιγραφές, πολιτικά λογύδρια, περιοδικές εκδόσεις,
εσχάτως δε και σε τοίχους ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης
σαν τεχνητά μέλη μιας επικοινωνίας που γεννήθηκε ανάπηρη –
και τα ποιήματα συνεχίζουν το ταξίδι τους στην αιωνιότητα,
αδιαφορώντας για προορισμούς κι ερμηνείες –
έχουν πολυαναλυθεί, δεν μπορούν πια να ξαφνιάσουν τον αναγνώστη
δεν μπορούν να ποντάρουν στις φθαρμένες τους λέξεις για να συγκινήσουν τους
νέους, τους διαβασμένους, τους τηλεθεατές,
και το μόνο που τους απομένει είναι να τυπώνονται και να επανατυπώνονται
αφήνοντας να τα κομματιάζουν, επιζητώντας έτσι την ύστατη
απαγγελία τους,
αποκαλύπτοντας τη φυσική τους ροπή προς τη λησμονιά,
την αποστροφή τους στις γνώμες των ειδικών, στα βραβεία των
επιτροπών, στην αίγλη της μοναδικότητάς τους,
την αποστροφή τους στο φόβο και στη διάρκεια
με τη σίγουρη συμμαχία της λήθης – έστω και μιας ασυνείδητης λήθης –
την οριστική τους αποστροφή στη λήθη με τη συνέργεια και την έποψη της
διάρκειας
που ίπταται υπεροπτικά κι ενσυνείδητα πάνω απ’ τα όριά της.
Μα τι μπορεί ν’ αντέξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Και τα ποιήματα διαβάζονται πάλι και συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο
ακολουθώντας το συλλαβισμό τους, τα μέτρα τους, τα συναισθήματά τους,
γυαλίζοντας με τους παραστρατημένους στίχους τους μέσα στα εισαγωγικά που τους
βάζουνε οι αθώοι και φανατικοί θιασώτες
(αθώοι ακριβώς γιατί είναι φανατικοί)
και θυμίζοντας ότι υπάρχουν. Γιατί τα ποιήματα που παλιώσανε
το μόνο που τους μένει να κάνουνε είναι: να υπάρχουν, να υπάρχουν.
Άφησέ με μόνο.
Τούτος ο κόσμος με πνίγει. Η ειρωνεία είναι πως ποτέ ο ορίζοντάς του
δεν υπήρξε μεγαλύτερος. Και συνεχώς μεγαλώνει σαν ένα μπαλόνι που στη διάφανη
μεμβράνη του καθρεφτίζονται πολλαπλασιαζόμενα εκατομμύρια πρόσωπα όλων
των φυσικώς δυνατών αποχρώσεων, σφραγισμένα όμως μ’ ένα χαμόγελο το ίδιο
πάντα εκνευριστικά λαμπερό σαν πυγολαμπίδες που φωτίζουν τη νύχτα – δεν μπορώ
να τις διακρίνω από τ’ αστέρια ύστερα,
δεν μπορώ να προσανατολιστώ –
πού η Δύση και πού η Ανατολή; – καταρρέω
κι ανοίγω τα χέρια μου προσδίδοντάς τους την ελκτική δύναμη μαγνητικής
βελόνας
και προσπαθώ να δείξω το Βορρά
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται κάπου εκεί κοντά και βλέπει
αυτές τις παραδοξότητες,
τάχα πως πεθαίνει κάποιος ή πως ένας γέροντας πετάει χαρταετούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που έτσι γερμένος ανάσκελα
στη δίνη του μαγνητικού στροβιλισμού ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
του ουρανού,
προοπτικές κι ελπίδες κι ιδεολογίες που ακόμη δεν επινοήθηκαν,
γνήσιες δημοκρατίες, αλλοτινές και μελλούμενες,
μιαν επιβεβαίωση σχεδόν διαχρονικότητας,
κάποια ευκαιρία, κάποια αχτίδα φωτός, όπως λένε,
μιαν αγορά, μια Πνύκα, κ’ εξεγέρσεις ακόμη,
προοπτικές κι ελπίδες και προτάγματα·
μονάχα που δεν ξέρω να τα μεταδώσω – όχι, τα μεταδίδω·
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να παραληφθούν – πάντως εγώ τα μεταδίδω.
Άφησε με μόνο.
Μια στιγμή, να πάρω μαζί μου την αμφιβολία.
Τούτες οι Άνοιξες υπόσχονται πολλά και πρέπει να φυλαγόμαστε.
Εσύ, θυμάμαι, έζησες αρκετές τέτοιες.
Τις πίστεψες άραγες όλες;
Άσε να σε ξεπροβοδίσω μέχρι τη βεράντα – ακόμα αγέρωχο το παράστημά σου,
– τι αγέρωχο φεγγάρι, – ο υπολογιστής, λέω – εικόνες χιλιάδες
έρχονται
κατά πάνω μου μανιασμένα, σηκώνω τα χέρια μου να τις ανακόψω
μα περνώ από μέσα τους, – κατεβάζω πάλι τα χέρια·
κι η μορφή μου μια ακόμα εικόνα στο εικονοστάσιο των ανωνύμων αγίων σου – μην
κάνεις το λάθος να προσευχηθείς, μια παραίσθηση είναι – μην προσευχηθείς, μην
προσευχηθείτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα λοιδορηθείτε. Τούτος ο ίλιγγος
απρόσμενα λυτρωτικός – θα αναληφθείς –
ένας τροχός ανέλκυσης το φεγγάρι,
άγγελοι τραβούν αόρατους ιμάντες, ανεπαίσθητοι τριγμοί – δεν τους ακούτε;
Όσο εσύ θα ανεβαίνεις ψηλά στον παράδεισο των μεγάλων ποιητών,
εγώ θα κατεβαίνω στην κόλαση των άδειων λέξεων,
το σκληρό τους κέλυφος σπάει το φράγμα του ήχου,
άγρια επίφοβο το νόημα της σιωπής τους, –
δύστροπες καταλήξεις της αρχέγονης γλώσσας, όπως ταλαντεύεσαι μες στην ίδια
σου την ιστορία,
παιχνίδι των μουσών. Απρόσμενα λυτρωτικός
ο ίλιγγος τούτος, – εσύ απαλλάχτηκες οριστικά από το δέος της πτώσης. Όσο για
μένα, το συνήθισα το ταλάντευμα – σαν τον εξαίσιο ίλιγγο εκείνης της γυναίκας.
Μόνο που η κράση μου και η ανδρική μου φύση ίσως
εμένα με γλίτωσαν από πονοκεφάλους και ζαλάδες.
Συχνά αναρωτιέμαι αν η μοναξιά είναι πλέον η καλύτερη μου φίλη,
συντρόφισσα πιστή στα εύκολα και στα δύσκολα
την ακούω να μαλώνει με τους φόβους μου κάθε που μ’ επισκέπτεται
η μελαγχολία,
ή σ’ άλλες περιστάσεις πάλι διασκεδάζει με την αισιοδοξία μου,
σε κάθε περίπτωση με προφυλάσσει – ποιος απειλεί ποιον; –
αστείο αλήθεια, κάποτε την κλειδώνω έξω για να μείνω μόνος
ή την αποκοιμίζω και ξεπορτίζω, ψάχνοντας στους δρόμους για
άλλες μοναξιές
σαν λαθρεπιβάτης σε τραίνα που ήρθαν να πάρουν
όλους τους άλλους εκτός από μένα – τι να με κάνουν άλλωστε;
Άφησέ με μόνο.
Ά, ανεβαίνεις; Καληνύχτα. Επιτέλους. Καληνύχτα.
Κι όμως, θα βγω κι εγώ σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί ήρθε η ώρα
να βγω απ’ αυτό το καλογυαλισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία – όχι, όχι την πολιτεία της γροθιάς και του
μεροκάματου, την τίμια και την ανεκτική –
πάει αυτή, θάφτηκε κάτω από τα συντρίμμια του τείχους που έπεσε,
ούτε την πολιτεία με τις συναλλαγές της, τα μικροσυμφέροντα, τις αγυρτείες της,
με τους επιδεικτισμούς, την αγραμματοσύνη της και τις ψευτοσοφίες της, –
να αφουγκραστώ την πολιτεία που έρχεται
με τα βέβαια βήματα των πολιτών της,
χωρίς σωτήρες , χωρίς δεκανίκια. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτείνιασε. Ο Άνδρας με τα Μαύρα έκλεισε τα παράθυρα και κατέβασε τα
στόρια. Πήρε στο χέρι του ένα τηλεκοντρόλ και δυνάμωσε την ένταση στο υπερσύγχρονο
ηχοσύστημά του. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε σκόπιμα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Η Σκιά θ’ ανηφορίζει τώρα μ’ ένα στωικό κ’ ίσως συγκαταβατικό χαμόγελο στα αχρονικά της χείλη και μ’ ένα συναίσθημα μακαριότητας. Όταν φτάσει στον ιδεώδη κόσμο των ποιητών, πριν ακουμπήσει την πλάτη της στην αιωνιότητα, θα σχολιάσει – ένα σχόλιο λιτό, ανεπιτήδευτο. Το σχόλιό της δε θ’ ακουστεί καθόλου παράταιρο μέσα στο σύμπαν. Ίσως το μόνο παράταιρο νάναι το ότι δεν είναι καθόλου παράταιρο. Σε λίγο η Σκιά θα σωπάσει και το σχόλιό της θ’ αντηχήσει: «Η παρακμή μιας ακόμα εποχής». Έτσι απόλυτα γαλήνια πια, θ’ αφεθεί στη βεβαιότητα του πιο απέριττου στίχου: «ζωή, μια πληγή στην ανυπαρξία». Όσο για τον Άνδρα με τα Μαύρα, βγήκε τελικά από το σπίτι. Περπάτησε για ώρες μόνος κάτω από το φεγγάρι. Λέχθηκε πως δεν επέστρεψε ποτέ στο διαμέρισμα. Εκεί οι σκιές συνεχίζουν να υποδύονται τις ζωές που τους όρισε ο μεγάλος ποιητής. Ακούτε; Το ηχοσύστημα συνεχίζει):

Αθήνα, Ιούνιος 2013

Γιάννης Γούτης
Δημοσιογράφος - Κειμενογράφος