«Επάνω απ’ την κλεισμένη ημέρα απόμεινε μονάχα αυτό το αστέρι σαν ένας κόμπος από σπάγκο πάνω σ’ ένα σάκο βαθύ, μαλακό, με αβέβαιο όγκο. Τάχατες τι να’ χει μέσα αυτός ο σάκος; Τι μπορείς να διαλέξεις; Θα ‘ πρεπε να κόψεις με τα δόντια ή με τα νύχια σου τον κόμπο. Τα δέκα δάχτυλα σου έγιναν αργυρά, σχεδόν χρυσά. Μήπως αυτό ήταν μές στο σάκο; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Το τέλος μιας ημέρας’, ‘Μαρτυρίες’).
Το κείμενο αφιερώνεται στη μικρή ανιψιά μου
Οι ‘Μαρτυρίες’ του Γιάννη Ρίτσου γράφτηκαν την δεκαετία 1957-1967, μία δεκαετία κατά την διάρκεια της οποίας επήλθαν σημαντικές αλλαγές στο ελληνικό και παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι σημαντικό να τοποθετήσουμε τις ‘Μαρτυρίες’ εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού «χωροχρόνου», κάτι που συμβάλλει στην ανάδυση ενός «διαφορετικού» Ρίτσου, υπαινικτικού και έμμεσου, «υπόγειου» και χαμηλόφωνου. Ο Γιάννης Ρίτσος των μεγάλων και επικών οραματικών ποιητικών αφηγήσεων ενυπάρχει σιωπηλά και χαμηλόφωνα στις ‘Μαρτυρίες’. Οι ‘Μαρτυρίες’ μας αποκαλύπτουν έναν ποιητή που «συνομιλεί» με το ευρύτερο περιβάλλον του, με την ζωή του και με τις στοχεύσεις του. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως στις ‘Μαρτυρίες’ οι αναγνώστες «εγγίζουν» τον Γιάννη Ρίτσο των χαμηλόφωνων αλλά πολλαπλών νοημάτων, που, απέχοντας από τα μεγάλα ποιητικά κοινωνικοπολιτικά προτάγματα του, «διεκδικούν» την δική τους θέση στον ευρύτερο ποιητικό κόσμο του Γιάννη Ρίτσου.
Κι οι ‘Μαρτυρίες’ δύνανται να είναι χρονικές και λεκτικές, σιωπηλές και βαθιές, «σπαράγματα» έκφρασης του εσωτερικού κόσμου του ποιητή. Το σώμα πονά και η μνήμη ενθυμείται. Και είναι αυτής ακριβώς η υπενθύμιση που αποτυπώνεται στην ποιητική συλλογή ‘Μαρτυρίες’, ακριβώς διότι όλη η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι μία διαρκής υπενθύμιση και της μικρής λεπτομέρειας που «εισχωρεί» στο μείζον κύκλο της ζωής και της ποίησης. Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί μία προσπάθεια αποκατάστασης των ρηγματώσεων που προκαλούνται από την φθοροποιό διαχείριση των πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επιθυμεί την απλή συμπόρευση του αναγνώστη στους μεγάλους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες για ένα καλύτερο και ελπιδοφόρο αύριο, αλλά την ηθική «συναυτουργία» του στα μεγάλα και μικρά συμβάντα της ποίησης.
«Μέρα με την ημέρα αφοπλιζόταν. Πρώτα γδύθηκε τα ρούχα του, αργότερα τα εσώρουχα του, αργότερα το δέρμα του, αργότερα τη σάρκα και τα οστά του, ώσπου στο τέλος έμεινε αυτή η απλή, ζεστή, καθάρια ουσία, που μόνος του, αφανής και χωρίς χέρια, την έπλαθε μικρά λαγήνια, ποιήματα κι ανθρώπους. Και πιθανόν, ένας ανάμεσα σ’ αυτούς, να’ ταν κι εκείνος».[1] Ο άνθρωπος ακολουθεί την ‘διεργασία’ της φύσης και των πραγμάτων. Ξεγυμνώνεται, μένει «γυμνός» από σάρκα και οστά, τοποθετούμενος όμως εντός της εδαφικής επικράτειας της ποίησης.
Κι ο Γιάννης Ρίτσος, δεν διασώζει απλώς την «καθαρή» ουσία των πραγμάτων και των κάθε φορά λεχθέντων, αλλά κύρια διασώζει την λεπτομέρεια του γδυσίματος, που εκκινώντας από την αφαίρεση των βαριών ρούχων, καταλήγει στη «γυμνή» και διάφανη επιφάνεια όχι απλά του «χωρίς χέρια» σώματος, αλλά της «γυμνής» ουσίας της ποίησης. Ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε την «καθάρια» ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Στην ‘Διεργασία’ του «γυμνού» σώματος και της απόλυτης ποίησης, ο ποιητής ουσιαστικά μας λέει πως ο κάθε πόρος του σώματος, του σώματος που πάσχει, δύναται να δημιουργήσει ποίηση. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία του γδυσίματος, τα βαριά ρούχα απομακρύνονται. Μέσα από την λεπτομερή διαδικασία της ποίησης, «χαρτογραφείται» ένα σύμπαν ακριβών και μοναδικών λέξεων και νοημάτων. Γιατί ακριβώς η ποίηση «αναπτύσσεται» εντός του βασιλείου των λέξεων. Και αυτήν την διάσταση, αυτή την ‘Μαρτυρία’ μας την υπενθυμίζει διαρκώς ο πάντα παρών Γιάννης Ρίτσος.
Τα σώματα των ανθρώπων είναι δυνητικοί φορείς της ποίησης. Είναι εξαιρετική η ικανότητα του Γιάννη Ρίτσου να «παίζει» με τα σώματα που επηρεάζονται από τη φθοροποιό τριβή του χρόνου, συγκρατούν την μνήμη και σηκώνουν τα χέρια ψηλά, όπως η ποίηση εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. «Έρχονται, φεύγουν οι μέρες, χωρίς σπουδή, χωρίς απρόοπτα. Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη. Ένας βάζει μια πέτρα για προσκέφαλο. Άλλος, πριν κολυμπήσει, αφήνει τα ρούχα του κάτω από μια πέτρα μην του τα πάρει ο αέρας. Άλλος έχει μια πέτρα για σκαμνί του ή για σημάδι στο χωράφι του, στο κοιμητήρι, στο μαντρί, στο δάσος. Αργά, μετά το λιόγερμα, γυρίζοντας σπίτι σου, όποια πέτρα απ’ τ’ ακρογιάλι αν ακουμπήσεις στο τραπέζι σου είναι ένα αγαλμάτιο-μια μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης, κι αυτή, όπου ένας έφηβος το μεσημέρι ακούμπησε τα βρεγμένα του πόδια, είναι ένας Πάτροκλος με σκιερά, κλεισμένα ματόκλαδα».[2]
Ανοίγοντας μία μικρή παρένθεση, μπορεί να λεχθεί ότι το υπέροχο ‘λιόγερμα’ του Γιάννη Ρίτσου αποτελεί κεντρικό και θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ποίησης του, όχι ως συμβολικό κλείσιμο της ημέρας, αλλά ως «χρώμα» που «χρωματίζει» την ίδια την ποίηση του. Από το συμβολικό ‘λιόγερμα’ εκκινεί η ποιητική πράξη του Γιάννη Ρίτσου. Στο ‘λιόγερμα’ αποκρυσταλλώνεται όλο το νόημα της ποίησης του. Οι ημέρες «έρχονται» και «φεύγουν», προχωράνε όπως προχωρούν και οι «θεατρικές» ανθρώπινες φιγούρες. Στις ‘Μαρτυρίες’ του, ο Γιάννης Ρίτσος στήνει ένα θεατρικό σκηνικό όπου όλα, άνθρωποι και πέτρες, χωράφια και αγάλματα θαρρείς πως επικοινωνούν «υπόγεια» και αμφίδρομα.
Και σε αυτό το θεατρικό σκηνικό όπου τα πάντα τελούν υπό αίρεση και «επαναδιαπραγμάτευση», η ποίηση λειτουργεί ως η απόλυτη σταθερά των εξελισσόμενων πραγμάτων. Ο Γιάννης Ρίτσος θέλει η ποίηση του να είναι κινητική και επιθετική ταυτόχρονα, διαρκές ‘καταφύγιο’ όλων όσοι στερήθηκαν και στερούνται την «φωνή» τους. Έτσι, μπορεί και «θεατροποιείται», γυρεύοντας την κάθε φορά κατάλληλη απάντηση. Η «μικρή Νίκη ή το σκυλί της Άρτεμης», ο νεαρός «Πάτροκλος» αποκτούν την υπόσταση του υποκειμένου που κινείται και δραστηριοποιείται. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Αναστάσης Βιστωνίτης: «Ο Ρίτσος μυθοποίησε την καθημερινότητα σε έκταση και βάθος που κανείς άλλος ποιητής μας δεν το επιχείρησε. Και οι Μαρτυρίες είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτού του μεγάλου εγχειρήματος. Κάθε μυθοποίηση, ιδιαίτερα για έναν ποιητή που ζούσε το παρόν όπως εκείνος, συνεπάγεται την αμφισημία ως κινητήρια δύναμη».[3]
Αυτή η μυθοποίηση ανασύρει στην επιφάνεια τις πολύσημες πτυχές του παρελθόντος, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός «περιβάλλοντος» όπου η ποίηση «διατρέχει» τον χρόνο και η θεατρική τέχνη «κινητοποιεί» τις μορφές. Αυτό το μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα επιχείρησε να φέρει εις πέρας ο ποιητής, ήτοι το εγχείρημα της σύμπραξης ποίησης και θεατρικής τέχνης. Οι δικές του «μυθικές» μορφές είναι κινητικές και διόλου στατικές, θαρρείς πως διαμορφώνουν οι ίδιες τον περίγυρο τους. Κι αν η μοίρα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αρχαίους μύθους, στο παρόν του Γιάννη Ρίτσου το αναπότρεπτο φεύγει, δίνοντας την θέση του στην υπόκωφη ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην αξιοπρέπεια που ενυπάρχει μέσω της ποίησης. Η μοίρα στον Γιάννη Ρίτσο συγκροτείται μέσω της θεατρικής «τραγικότητας» της ζωής.
«Οι πέτρες μουσκεύουν στο φως και στη μνήμη», γράφει σε ένα σημείο ο ποιητής. Αυτές οι «πέτρες που μουσκεύουν», άλλοτε μεγάλες, άλλοτε μικρές, αποτελούν αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου που άλλοτε μεγαλόφωνα, άλλοτε υπόγεια και θεατρικά, μεταφέρει και πολλαπλασιάζει τις νοηματοδοτήσεις της ποίησης του. Το «φως» και η «μνήμη», «ανιχνεύουν» το εύρος της ποίησης του, όχι απλά ως οπτικά ερεθίσματα (φως) και σημάνσεις (μνήμη), αλλά κύρια ως όψεις που φανερώνουν την ποίηση ως αυτό που πραγματικά είναι: φως (λέξεις) και μνήμη (κάθαρση).
Φυσικά, το φως και η μνήμη βοηθούν στο να «καταγραφεί» η «γυμνή» και «περιρρέουσα» τραγικότητα της ζωής. Ο Γιάννης Ρίτσος δεν επικαλείται τυχαία το φως. Το φως δεν είναι μία απλή φυσική διαδικασία, αντιθέτως, στην ποίηση του «καθρεφτίζει» αυτό που θα θέλαμε να είμαστε. Αυτές είναι οι ‘Μαρτυρίες’ λοιπόν. Οι ‘Μαρτυρίες’ της μνήμης, της βαθιά χαραγμένης πέτρας και του φωτός. Οι πολλαπλές ‘Μαρτυρίες’ αντανακλούν το μεγάλο εύρος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, ποίηση που διαστέλλεται «υπόγεια». Με τις ‘Μαρτυρίες’ του ο ποιητής θέλησε να «πειράξει» το κιβώτιο της δραματοποιημένης και θεατρικής ποίησης, εκεί όπου το θέατρο και κατ’ επέκταση η θεατρική πράξη δεν συγκροτούνται ως παράσταση αλλά ως λιτή «απεικόνιση» του ανθρώπου που βαδίζει ποιητικά στη ζωή.
«Ένα τσιγάρο αναμμένο. Ένα κορίτσι στ’ ακρογιάλι. Μια πέτρα έπεσε στη θάλασσα. Μόλις που πρόφτασε να πει: ζωή».[4] Κι η πέτρα έγινε ένα με το «ατελείωτο» θαλασσινό νερό, έτσι όπως η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου «συναντά» και εξυψώνει το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτός ο σωματικός και βιωματικός ποιητής έκαμε ποίηση σωματική, ποίηση που «καρφώνεται» στον μακρύ ορίζοντα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μεγάλη θεατρική τέχνη και πράξη ενυπάρχει στην ποίηση του, ποίηση που συντίθεται λέξη-λέξη, ως αποτέλεσμα και καρπός σκληρής και πολύχρονης δουλειάς. Η ποίηση δεν είναι απλή πρόζα, ή η πρόζα του φτασμένου, αντιθέτως, είναι η δοκιμιακή μορφή που διευρύνεται για να περιλάβει ακριβώς τα χαμηλόφωνα σημεία της ύπαρξης.
[1] Βλ. σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Διεργασία’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 189.
[2] Βλ. σχετικά, ‘Πέτρες’, Ποιητική Συλλογή ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 191.
[3] Βλ. σχετικά, Βιστωνίτης Αναστάσης, ‘Η αμεσότητα της εμπειρίας’, Βήμα της Κυριακής, Πολιτισμός, 24/01/2015, www.tovima.gr
[4] Βλ. σχετικά, ‘Δευτερόλεπτο’, Ποιητική Συλλογή, ‘Μαρτυρίες…ό.π, σελ. 196.
(O Σίμος Ανδρονίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ)